Παράλληλη αναζήτηση
620 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαθροχειρία η [laθroxiría] Ο25 : 1. κλοπή, υπεξαίρεση, αφαίρεση που γίνεται με επιτήδειο, μη αντιληπτό τρόπο: Ο λογιστής με διάφορες λαθροχειρίες υπεξαίρεσε ένα μεγάλο ποσό. 2. (γενικότ.) λαθραία και παράνομη ή παράτυπη επέμβαση που στοχεύει στη μεταβολή μιας κατάστασης προς όφελος κάποιου ή κάποιων: Οι λαθροχειρίες που έγιναν στο κείμενο της απόφασης, άλλαξαν τελείως το νόημά της.
[λόγ. λαθρο- + αρχ. χειρ- (δες χείρα) -ία, κατά το ελνστ. ὀξυχειρία `ταχυδακτυλουργία΄]
- λαθύρι(ο)ν το.
-
- Είδος οσπρίου, φάβα:
- φακές, κουκκιά και λαθύρια (Κώδ. Χρονογρ. 63).
[<αρχ. ουσ. λάθυρος + κατάλ. ‑ι(ο)ν. Τ. ‑ι στο Somav. (‑ήρι) και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης). Η λ. στο Du Cange (‑ήρια) και σήμ. ποντ. (‑ιν)· κοιν. ‑ούρι (Βλάχ., Κριαρ.)]
- Είδος οσπρίου, φάβα:
- Λάθυρος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. λάθυρος ή λαθύρι(ο)ν:
- Λάθυρον τον ακέφαλον (Πωρικ. I 51).
- Προσωποπ. του ουσ. λάθυρος ή λαθύρι(ο)ν:
- λάθωμα το.
-
- Λάθος, εσφαλμένη γνώμη:
- αν έχεις λάθωμα και ξόμπλια θες να πάρεις (Κατζ. Γ́ 168).
[<λαθώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Λάθος, εσφαλμένη γνώμη:
- λαθώνω.
-
- I. (Ενεργ.) κάνω κάπ. να σφάλει, παραπλανώ:
- τους αγροίκιστους ανθρώπους … πώς τους ελάθωσεν η Ρωξάνδρα! (Διήγ. Αλ. V 86).
- II. (Μέσ.) σφάλλω, πλανώμαι:
- ήλπιζα έχειν σε φίλον, όμως ελαθώθην ως άνθρωπος (Σπανός D 1294).
[<ουσ. λάθος + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- I. (Ενεργ.) κάνω κάπ. να σφάλει, παραπλανώ:
- λαίδη η [léδi] Ο30α : τιμητικός τίτλος ευγενείας, που απονέμεται σε γυναίκες στην Aγγλία.
[λόγ. < αγγλ. lady (ορθογρ. δαν.)]
- λαϊκισμός ο [laikizmós] Ο17 : ιδεολογία ή στάση που εκφράζεται κυρίως στην πολιτική και στην τέχνη και που χαρακτηρίζεται από υπερβολική και μη αυθεντική λαϊκότητα: H πολιτική της κυβέρνησης / της αντιπολίτευσης κυριαρχείται από φτηνό λαϊκισμό. Ο ~ στην τέχνη πήρε τη μορφή της στείρας και συντηρητικής προσκόλλησης στη μεσαιωνική παράδοση.
[λόγ. λαϊκ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. populism]
- λαϊκιστής ο [laikistís] Ο7 θηλ. λαϊκίστρια [laikístria] Ο27 : ο οπαδός του λαϊκισμού, αυτός που στην (πολιτική κυρ.) πρακτική ακολουθεί, εφαρμόζει το λαϊκισμό: H πτέρυγα των λαϊκιστών είναι ισχυρή μέσα στο κόμμα. || (ως επίθ.): Λαϊκιστές πολιτικοί / ηγέτες.
[λόγ. λαϊκ(ισμός) -ιστής μτφρδ. αγγλ. populist· λόγ. λαϊκισ(τής) -τρια]
- λαϊκιστικός -ή -ό [laikistikós] Ε1 & λαϊκίστικος -η -ο [laikístikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο λαϊκισμό: Λαϊκιστική κυβέρνηση. Kόμμα / πολιτική λαϊκιστικού χαρακτήρα.
λαϊκιστικά & λαϊκίστικα ΕΠIΡΡ. [λόγ. λαϊκ(ός) -ιστικός μτφρδ. αγγλ. populist, populistic· λαϊκ(ιστικός) -ίστικος]
- λαϊκός, επίθ.· λαγικός.
-
- Που δεν είναι ιερωμένος ή μοναχός, «κοσμικός»:
- κανείς άνθρωπος λαϊκός ουδέν ημπορεί να δώσει πράγμαν αγιασμένον (Ασσίζ. 40624)·
- (συνηθέστ. στο αρσ. ως ουσ.):
- λαϊκοί να πάσινε να γίνου καλογέροι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23524).
[μτγν. επίθ. λαϊκός. Η λ. και σήμ.]
- Που δεν είναι ιερωμένος ή μοναχός, «κοσμικός»: