Παράλληλη αναζήτηση
2.146 εγγραφές [231 - 240] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Λακεδαιμόνιος ο.
-
- Ο κάτοικος της Σπάρτης ή της Λακωνίας:
- (Βίος Αλ. 1129).
[αρχ. εθν. Λακεδαιμόνιος (Steph., λ. Λακεδαίμων). Η λ. και σήμ.]
- Ο κάτοικος της Σπάρτης ή της Λακωνίας:
- Λακεδαιμονίτης ο· Λακοδαιμονίτης.
-
- Που κατοικεί στη μεσν. Λακεδαιμονία (= Σπάρτη) ή κατάγεται από εκεί, Σπαρτιάτης:
- (Δωρ. Μον. XXII), (Κορων. Μπούας 9).
[<τοπων. Λακεδαιμονία/Λακ(κ)ο‑ (Χρον. Μορ. H 1716 κ.α.) + κατάλ. ‑ίτης. Η λ. τον 9.-10. αι. (Χρον. Μον. 115)]
- Που κατοικεί στη μεσν. Λακεδαιμονία (= Σπάρτη) ή κατάγεται από εκεί, Σπαρτιάτης:
- Λακεδαίμων ο.
-
- Λακεδαιμόνιος· (στον πληθ. συνεκδ.) προκ. για τη μεσν. Σπάρτη:
- εάλω … Πελοπόννησος πάσα πλην Λακεδαιμόνων και Μονεμβασίας (Δούκ. 3517).
[αρχ. επίθ. Λακεδαίμων ως εθν.]
- Λακεδαιμόνιος· (στον πληθ. συνεκδ.) προκ. για τη μεσν. Σπάρτη:
- λακέρδα η [lakérδa] Ο25 : κρέας παλαμίδας αλατισμένο και διατηρημένο σε λάδι.
[μσν. λακέρτα `σκουμπρί΄, *λακέρδα (πρβ. τουρκ. lâkerda) < λατ. lacerta `σαύρα, σκουμπρί΄ (η σημ. `σκουμπρί΄ με βάση το αρχ. σαύρα, σαῦρος `σαύρα, σκουμπρί΄) ( [t > δ] μέσω των βεν;)]
- λακέρτα η.
-
- Παλαμίδα:
- δελφίνους και … λακέρτας (Θεολ., Τζίρ. 35815).
- Ως προσωποπ.:
- (Οψαρ. 36229).
[<λατ. - παλαιοτ. ιταλ. lacerta. Τ. λακέρδα σήμ.]
- Παλαμίδα:
- λακές ο [lakés] Ο13 : 1. ένστολος υπηρέτης των ευγενών. 2. (μτφ.) αυτός που με δουλοπρέπεια υπηρετεί τα συμφέροντα τρίτων: Οι ντόπιοι λακέδες του ιμπεριαλισμού.
[γαλλ. laquais -ς]
- λακίζω [lakízo] Ρ2.1α & (σπάν.) λακώ [lakó] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) φεύγω, απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια κυρίως μπροστά σε εχθρό, αντίπαλο ή κίνδυνο· το σκάω: Λακίσανε τρομαγμένοι μπρος στην ορμή των αντιπάλων. Όταν με είδε, λάκισε σαν λαγός.
[λακώ: ελνστ. λακῶ `σκάω΄ ή μέσω του μσν. γλακώ `τρέχω΄ < ελνστ. *ἐκλακῶ < ἐκ- λακῶ· λακίζω: λακ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. λακησ-]
- λακινάριν το· αλοκινάριν.
-
- Επιβήτορας ίππος:
- αλοκινάριν μαυροχιλίδονον ετών έ δίκοκκον (Νεκρολ. φ. 270v).
[<ουσ. λακινία + κατάλ. ‑άριν. Τ. ‑τ ζˇι‑ σήμ. κυπρ.]
- Επιβήτορας ίππος:
- λακινία η· λακινιά.
-
- Κοπάδι ζώων, συνήθως αλόγων:
- εγεννήθην ένα πουλάριν εις την λακινίαν σου (Διήγ. Αλ. V 30).
[<λατ. lacinia. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κοπάδι ζώων, συνήθως αλόγων:
- λακιρντί το [lakirdí] & λακριντί το [lakridí] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) φλύαρη συζήτηση, κουβέντα, διήγηση· φλυαρία: Πιάσανε το ~ με τις ώρες και δεν έλεγαν να σταματήσουν.
[τουρκ. lakîrdî `κουβέντα΄· μετάθ. του [r] ]