Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κόμι
11 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομίζω [komízo] Ρ2.1α : (λόγ.) φέρνω, μεταφέρω, κυρίως στην απαρχ. ΦΡ ~ γλαύκα* εις Aθήνας.

[λόγ. < αρχ. κομίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόμικς το [kómiks] & κόμικ το [kómik] Ο (άκλ.) : αστείες ή περιπετειώδεις ιστορίες σε σκίτσα, που συνοδεύονται από πολύ σύντομο κείμενο, καθώς και από τους διαλόγους των προσώπων. || περιοδικό με κόμικς. || (ως επίθ.): Σε μορφή κόμικ.

[λόγ. < αγγλ. comic & πληθ. comics]

[Λεξικό Κριαρά]
κόμις ο.
– Βλ. και κόμης.
  • 1)
    • α) Άρχοντας, διοικητής επαρχίας:
      • του κόμιτος Σαρνών (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 550
    • β) έκφρ. κόμις των αλόγων = απόδοση της λ. μεραχούρης (βλ. ά.):
      • (Σφρ., Xρον. 13420).
  • 2) Aξιωματούχος του στόλου· κυβερνήτης πλοίου:
    • (Bέλθ. 1227).

[<λατ. comes. Η λ. τον 4. αι. (Lampe, μης)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομισάριος ο [komisários] Ο19 : επίτροπος, στην κομματική, κομμουνιστική ορολογία. || (προφ.) ο επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[λόγ. < ρωσ. komissar (στη νέα σημ.) -ιος < υστλατ. commissarius `πληρεξούσιος΄ (πρβ. μσν. κομμισσάριος `πληρεξούσιος΄ < λατ. commissarius)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομιστής ο [komistís] Ο7 θηλ. κομίστρια [komístria] Ο27 : αυτός που φέρνει σε κπ. κτ.: ~ του σημειώματος / της επιστολής / του βιβλίου. || Ο ~ του μηνύματος. ~ καλών ειδήσεων.

[λόγ. < αρχ. κομιστής, κομίστρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόμιστρο το [kómistro] Ο40 : (επίσ.) στον ενικό και στον πληθυντικό, τα ναύλα, συνήθ. όταν μισθώνει κάποιος ένα μεταφορικό μέσο αποκλειστικά για προσωπική χρήση: Aποφασίστηκε αύξηση του κομίστρου των ταξί.

[λόγ. < ελνστ. κόμιστρον, αρχ. σημ.: `αμοιβή για επιστροφή χαμένης περιουσίας΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κόμιτας ο.
– Βλ. και κόμης, κόμις.
  • Αξιωματικός του στόλου· καπετάνιος:
    • τον κόμιτα, του κατέργου τον κύρην (Χρον. Μορ. H 2190).

[<ουσ. κόμις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομιτατζής ο [komitadzís] Ο8 : ονομασία μέλους του βουλγαρικού κομιτάτου.

[τουρκ. komitacι (< komita = κομιτάτο) `Βούλγαρος, Έλληνας ή Σέρβος, μέλος επαναστατικής οργάνωσης΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομιτάτο το [komitáto] Ο39 : ονομασία μυστικών πολιτικοστρατιωτικών οργανώσεων στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού: Tο βουλγαρικό ~, που έδρασε στην τουρκοκρατούμενη Mακεδονία.

[ιταλ. comitato < γαλλ. comité `επιτροπή΄ (διαφ. το μσν. κομιτάτο < λατ. comitatus `συνοδεία αυτοκράτορα΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
κομιτίβα η.
  • Ομάδα ανθρώπων, συντροφιά, παρέα:
    • (Φορτουν. Ε´ 267).

[<ιταλ. comitiva]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες