Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Καμού
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
καμουκάς ο,
βλ. καμουχάς.
[Λεξικό Κριαρά]
κάμουμα το,
βλ. κάμωμα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμουτσί το [kamutsí] Ο43 : καμουτσίκι.

[τουρκ. kamçι με ανάπτ. φων. ( [u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμουτσιά η [kamutsxá] Ο24 : καμουτσικιά.

[καμουτσ(ί) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμουτσίκι το [kamutsíki] & (προφ.) καμτσίκι το [kamtsíki] Ο44 : είδος μαστιγίου για να χτυπούν τα υποζύγια, που αποτελείται από μια ξύλινη λαβή στην άκρη της οποίας κρέμεται μια δερμάτινη λουρίδα ή ένα χοντρό σκοινί: Xτυπάει το άλογο με το ~ για να τρέξει. Ο καροτσιέρης χτύπησε με το ~ δυνατά τον αέρα. || όργανο βασανισμού: Tον έδειραν με το ~. (έκφρ.) του χρειάζεται ~, χρειάζεται σκληρή τιμωρία για να πειθαρχήσει· ΣYN έκφρ. του χρειάζεται βούρδουλας.

[καμουτσ(ί) -ίκι· τουρκ. kamç(ι) -ίκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμουτσικιά η [kamutsiká] & (προφ.) καμτσικιά η [kamtsiká] Ο24 : χτύπημα με καμουτσίκι: Ο αμαξάς έδωσε μια ~ στο άλογο.

[καμουτσίκ(ι), καμτσίκ(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμουτσικίζω [kamutsikízo] & (προφ.) καμτσικίζω [kamtsikízo] Ρ2.1α : χτυπώ με καμουτσίκι.

[καμουτσίκ(ι), καμτσίκ(ι) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμουφλάζ το [kamufláz] Ο (άκλ.) : 1. εξωτερική μεταμόρφωση, παραλλαγή αντικειμένου ή προσώπου, έτσι ώστε να προσαρμοστεί από την άποψη του σχήματος ή του χρώματος στο περιβάλλον του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κάποιος, κυρίως ο εχθρός σε περίοδο πολέμου, να το διακρίνει ή να το αναγνωρίσει. || (επέκτ.) απόκρυψη της πραγματικής κατάστασης με διάφορα τεχνάσματα. 2. τα υλικά, οι τρόποι που χρησιμοποιούνται για το καμουφλάζ.

[λόγ. < γαλλ. camouflage]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμουφλάρισμα το [kamuflárizma] Ο49 : η ενέργεια του καμουφλάρω· παραλλαγή.

[καμουφλαρισ- (καμουφλάρω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμουφλάρω [kamufláro] -ομαι Ρ6 : χρησιμοποιώ καμουφλάζ για να καλύψω κτ. ή κπ., ώστε να μην είναι ορατός ή να μη γίνεται αντιληπτή η πραγματική του ταυτότητα: Οι στρατιώτες προχωρούσαν καμουφλαρισμένοι με κλαριά δέντρων. ~ ένα άρμα / ένα κτίριο. || (επέκτ.) αποκρύπτω ή συγκαλύπτω κτ. με διάφορα μέσα ή τεχνάσματα: Προσπαθεί να καμουφλάρει τη φαλάκρα του / την ταραχή του / τις ιδιοτελείς προθέσεις του. H υπεροψία του είναι στην πραγματικότητα καμουφλαρισμένη ανασφάλεια.

[γαλλ. camoufl(er) -άρω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες