Παράλληλη αναζήτηση
888 εγγραφές [781 - 790] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ίσχα η,
- βλ. ίσκα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχαιμία η [isxemía] Ο25 : (ιατρ.) αναστολή ή ελάττωση της κυκλοφορίας του αίματος σε ορισμένο μέρος ή όργανο του σώματος.
[λόγ. < γαλλ. ischémie < αρχ. ἴσχαιμ(ος) `που σταματάει το αίμα΄ -ie = -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχαιμικός -ή -ό [isxemikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στην ισχαιμία: Iσχαιμικό επεισόδιο.
[λόγ. < γαλλ. ischémique < ischém(ie) = ισχαιμ(ία) -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχιακός -ή -ό [isxiakós] Ε1 : (ανατ.) που βρίσκεται στα ισχία: Iσχιακό νεύρο / οστό / τρήμα.
[λόγ. < ελνστ. ἰσχιακός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχιαλγία η [isxialjía] Ο25 : πόνος του ισχιακού νεύρου.
[λόγ. < γερμ. Ischialgie < αρχ. ἰσχι(άς) `πόνος των ισχίων΄ + -algie = -αλγία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ισχιδιακός, επίθ.
-
- Που υποφέρει από ισχιαλγία:
- Περί νεφριακούς και ισχιδιακούς (Ιατροσόφ. 5518).
[<αρχ. επίθ. ισχιαδικός με μετάθεση του α]
- Που υποφέρει από ισχιαλγία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχίο το [isxío] Ο39 : (ανατ.) το γύρω από την άρθρωση των μηριαίων οστών μέρος του σώματος.
[λόγ. < αρχ. ἰσχίον]
[Λεξικό Κριαρά]
- ισχίον το.
-
- Γοφός:
- (Κυνοσ. 59321).
[αρχ. ουσ. ισχίον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Γοφός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχναίνω [isxnéno] & -ομαι Ρ7.2 : (λόγ.) κάνω κπ. ή κτ. ισχνό, λιπόσαρκο. || γίνομαι ισχνός.
[λόγ. < αρχ. ἰσχναίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχνός -ή -ό [isxnós] Ε1 : 1. (για άνθρ. και ζώο ή μέλος του σώματός τους) που έχει λίγη σάρκα· λιπόσαρκος, αδύνατος, αχαμνός: Iσχνό σώμα / χέρι. Iσχνό ασκητικό πρόσωπο. ΦΡ η εποχή / η περίοδος των ισχνών αγελάδων*. 2. (μτφ.) α. πολύ λίγος, ελάχιστος, πενιχρός: ~ μισθός. Iσχνά αποτελέσματα. Iσχνό βαλάντιο, φτωχό. β. αδύναμος: Iσχνά επιχειρήματα. Iσχνή φωνούλα.
[λόγ. < αρχ. ἰσχνός]