Παράλληλη αναζήτηση
494 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ηλιογεννημένος, μτχ. επίθ.
-
- Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:
- της κόρης … της ηλιογεννημένης (Διγ. Esc. 441).
[<ουσ. ήλιος + μτχ. παρκ. του γεννώ]
- Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ηλιογέννητος, επίθ.
-
- Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:
- Κοράσιον ηλιογέννητον (Λίβ. Sc. 825).
[<ουσ. ήλιος + γεννώ]
- Γεννημένος από τον ήλιο· ωραίος όπως ο ήλιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλιογράφος ο [ilioγráfos] Ο18 : αστρονομικό όργανο για τη μέτρηση της ηλιοφάνειας.
[λόγ. < διεθ. helio- = ηλιο- + -graph = -γράφος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλιοθεραπεία η [iloθerapía] Ο25 : έκθεση του σώματος στον ήλιο συνήθ. για μαύρισμα, αλλά και για θεραπευτικούς σκοπούς: Kάθε μέρα έπαιρνε την ψάθα του και κατέβαινε στην αμμουδιά για ~.
[λόγ. < γαλλ. hélio thérapie < hélio- = ηλιο- + -thérapie = -θεραπεία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ηλιόκαλος, επίθ.
-
- Ωραίος σαν τον ήλιο·
- (εδώ το θηλ. ως ουσ.):
- η ηλιόκαλος προς τον άγουρον έφη (Διγ. Gr. 1430).
- (εδώ το θηλ. ως ουσ.):
[<ουσ. ήλιος + επίθ. καλός]
- Ωραίος σαν τον ήλιο·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλιοκαμένος -η -ο [ilokaménos] Ε3 : που το δέρμα του έχει πάρει από τον ήλιο ένα ωραίο σκούρο, μελαψό χρώμα, που έχει μαυρίσει από τον ήλιο· ηλιοψημένος.
[ηλιο- + καμένος μππ. του καίω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ηλιόκαυτον το.
-
- Ψάρι, χταπόδι ή αστακός αποξηραμένος στον ήλιο:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. Παράρτ. 3043).
[<μτγν. επίθ. ηλιόκαυστος. Τ. λιόκαυτο σήμ. ιδιωμ.]
- Ψάρι, χταπόδι ή αστακός αποξηραμένος στον ήλιο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηλιοκεντρικός -ή -ό [iliokendrikós] Ε1 : που θεωρεί τον ήλιο ως κέντρο του ηλιακού συστήματος ή όλου του σύμπαντος· (πρβ. γεωκεντρικός): Hλιοκεντρικό σύστημα, το αστρονομικό σύστημα του Kοπέρνικου που έδειξε ότι ο ήλιος είναι το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος.
[λόγ. < διεθ. helio- = ηλιο- + centr- < αρχ. κέντρ(ον) -ic = -ικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ηλιόκλιμαν το· ’λιόκλιμαν.
-
- Δύση του ηλίου, δειλινό:
- Ήτον ηλιόκλιμαν του ηλιού (Χούμνου, Κοσμογ. 551).
[<ουσ. ήλιος + κλίμαν]
- Δύση του ηλίου, δειλινό:
[Λεξικό Κριαρά]
- ηλιοκόσμητος, επίθ.
-
- Που στολίζεται από τον ήλιο:
- ουρανός ηλιοκόσμητος (Χίκα, Μονωδ. 34).
[<ουσ. ήλιος + κοσμώ]
- Που στολίζεται από τον ήλιο: