Παράλληλη αναζήτηση
7.305 εγγραφές [7011 - 7020] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαιρία η,
- βλ. ευκαιρία.
[Λεξικό Κριαρά]
- εύχαιρος, επίθ.,
- βλ. εύκαιρος.
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαράκτηρος, επίθ.
-
- Που έχει ωραία χαρακτηριστικά, όμορφος:
- (Ερμον. Δ 178).
[<επίρρ. ευ + ουσ. χαρακτήρ. Η λ. τον 4. αι. (L‑S)· βλ. και LBG]
- Που έχει ωραία χαρακτηριστικά, όμορφος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαρίζομαι· ευκαρίζομαι· αόρ. ευχαρίστην· ευχαρίστηκα.
-
- 1) Εκφράζω τις ευχαριστίες μου σε κάπ., ευχαριστώ:
- Φίλοι μου, ευχαρίζομαί σας πως με αγαπάτε οτόσον (Μαχ. 38428).
- 2) Ευχαριστούμαι, ικανοποιούμαι:
- ο σιρ Τιπάτ ως γνωστικός είπεν τους εις λογήν όπου ευκαρίστησαν (αυτ. 3846).
[<επίρρ. ευ + χαρίζομαι ή <αόρ. του ευχαριστώ με επίδρ. του χαρίζομαι. Το ενεργ. τον 9. αι. (LBG) και σε παπυρ.]
- 1) Εκφράζω τις ευχαριστίες μου σε κάπ., ευχαριστώ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εύχαρις -ις -ι [éfxaris] Ε (λόγ., μόνο στην ονομ. και αιτ. εν.) : (συνήθ. ειρ. ή πειραχτικά) χαρωπός, χαρούμενος: Tι συμβαίνει και είσαι τόσο ~; Πήρε ένα πολύ εύχαρι ύφος.
[λόγ. < αρχ. εὔχαρις]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαρισία η· αυκαρισιά· ευχαρισιά.
-
- α) Ευγνωμοσύνη:
- (Κυπρ. ερωτ. 9618)·
- β) καλή διάθεση:
- ποτέ της σ’ όσα πάθιασα είπεν και πρέπει ευχαρισιά (αυτ. 12528).
[<ευχαρίζομαι + κατάλ. ‑σία]
- α) Ευγνωμοσύνη:
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαριστημένα, επίρρ.· ευκαριστημένα· φκαριστημένα· φχαριστημένα.
-
- Με ευχαρίστηση, ικανοποίηση:
- θέλει πηαίνει ως πεθυμά, καλά, ευκαριστημένα (Φορτουν. Α´ 293).
[<μτχ.παρκ. του ευχαριστώ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Με ευχαρίστηση, ικανοποίηση:
[Λεξικό Κριαρά]
- ευχαριστήριος, επίθ.
-
- Που λέγεται ή γίνεται σε ένδειξη ευχαριστίας:
- ύμνους ευχαριστηρίους αναπέμψατε (Καναν. 565).
[μτγν. επίθ. ευχαριστήριος. Η λ. και σήμ.]
- Που λέγεται ή γίνεται σε ένδειξη ευχαριστίας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχαριστήριος -α -ο [efxaristírios] Ε6 : α.για γραπτό ή για προφορικό λόγο με τον οποίο εκφράζονται ευχαριστίες: ~ ύμνος. Ευχαριστήρια επιστολή / προσευχή. Ευχαριστήριο γράμμα. β. που γίνεται για να εκφραστούν ευχαριστίες ή ως έκφραση ευχαριστίας: Ευχαριστήρια επίσκεψη / σύναξη. Ευχαριστήριο δώρο. γ. (ως ουσ.) γ1. το ευχαριστήριο, κάρτα με ευχαριστίες, που στέλνει κάποιος για τις ευχές, τα συγχαρητήρια ή τα συλλυπητήρια που έλαβε. γ2. (παρωχ.) τα ευχαριστήρια, λόγια ευχαριστίας, ευχαριστίες.
[λόγ. < ελνστ. εὐχαριστήριος `που εκφράζει ευγνωμοσύνη΄ & κατά τις σημ. της λ. ευχαριστώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευχαρίστηση η [efxarístisi] Ο33 : ευχάριστο συναίσθημα που προξενούν σε κπ. οι ενέργειες ή οι καταστάσεις που είναι σύμφωνες με τις επιθυμίες του ή με τις αντιλήψεις του. ANT δυσαρέσκεια: Παρακολουθώ με ~ τις προόδους σου. Δεν έκρυβε την ευχαρίστησή του για τα αποτελέσματα. Δέχομαι την πρόσκλησή σου με πολλή ~, ευχαρίστως. (έκφρ.) βρίσκω ~ σε κτ. ή κτ. μου κάνει ~, μου αρέσει, με ευχαριστεί: Bρίσκω μεγάλη ~ στο διάβασμα. Δε μου κάνει ~ να ταξιδεύω. κάνω κτ. από ~, όχι υποχρεωτικά ή από καθήκον: Tου έκανα ένα δώρο από ~. κάνω κτ. για την ευχαρίστησή μου, για την ψυχαγωγία μου. || για γεγονός ή για κατάσταση που προξενεί ευχαρίστηση: Είναι ~ να ακούς μουσική. H μελέτη δεν είναι αγγαρεία αλλά ~. || (σε τυποποιημένες εκφράσεις ευγένειας): Aν έχεις την ~, μου δίνεις λίγο νερό; Έχετε την ~ να μου δώσετε λίγο νερό; Mε πολλή ~ να σας δώσω ό,τι θέλετε, πολύ ευχαρίστως. Ευχαρίστησή μου να σας φιλοξενήσω, χαρά μου. Έχω την ~ να σας παρουσιάσω το νέο μας συνάδελφο, έχω τη χαρά. Mε ποιον έχω την ~ να μιλώ;, όταν μας είναι άγνωστος ο συνομιλητής μας. (Δώσε / δώστε) ό,τι έχεις / έχετε ~, για έρανο ή γενικά για υλική βοήθεια.
[λόγ. ευχαριστη- (ευχαριστώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. plaisir]