Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαμικός -ή -ό [elamikós] & ελαμιτικός -ή -ό [elamitikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία ασιατική χώρα του Ελάμ ή στο λαό της, τους Ελαμίτες: ~ πολιτισμός. Ελαμιτική τέχνη / γλυπτική.
[λόγ. < ελνστ. όν. χώρας Ἐλάμ (ανατολ. προέλ.) -ικός· λόγ. < ελνστ. \\Ελαμίτ(ης) -ικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ελαμίτες οι.
-
- Ονομασία λαού της Περσίας:
- Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίτες (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 303v).
[μτγν. εθν. Ελαμίται (Bauer)]
- Ονομασία λαού της Περσίας: