Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γ
2.393 εγγραφές [81 - 90]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαϊτανάκι το [γ(ai)tanáki] Ο44α : χορός της Aποκριάς με μεταμφιεσμένους χορευτές που χορεύουν γύρω από ένα κάθετο κοντάρι, πλέκοντας και ξεπλέκοντας τις κορδέλες που κρέμονται από την κορυφή του: Έγινε προσπάθεια για την αναβίωση της παλιάς αθηναϊκής αποκριάς με το ~. || (μτφ.): Προεδρικό / πολιτικό ~.

[γαϊτάν(ι) υποκορ. -άκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαϊτάνι το [γaitáni] Ο44 : λεπτό, συνήθ. μεταξωτό, κορδόνι που σε παλαιότερες εποχές στόλιζε τα τελειώματα των ρούχων: Tη βρήκαν κι έπλεκε ολόχρυσο ~. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα με χρυσά γαϊτάνια στα μανίκια. || Φρύδια σαν ~, λεπτά και καλοσχεδιασμένα. ΦΡ το πήρε / το πάει σκοινί* ~· ΣYN ΦΡ το πήρε / το πάει σκοινί κορδόνι.

[μσν. γαϊτά νιν υποκορ. του ελνστ. *γαϊταν(όν) -ι(ο)ν (πρβ. ελνστ. γαϊετανόν, ίσως παρετυμ. προς την πόλη Caieta, Gaeta) < αραβ. hītan (πρβ. τουρκ. gaytan)]

[Λεξικό Κριαρά]
γαϊτάνιν το· γαϊτάνι· γατάνι· γατάνιν.
  • Κορδόνι μεταξωτό:
    • Ωσάν ετσίμπαν ο αετός εκείνον το εγκόλπιν, γλυτώνει του εκ το στόμαν του και πέφτει το γατάνι (Ιμπ. 600
    • (ως φυλαχτό):
      • Καρδία μου, το γαϊτάνι σου … ετραχηλόδεσά το (Λίβ. Esc. 4090
    • (προκ. για φρύδια «γαϊτανωτά»):
      • (Ch. pop. 405
    • φρ. πλέκω γαϊτάνιν = σκευωρώ, δολοπλοκώ εναντίον κάπ.:
      • (Σαχλ. N 244).

[<μτγν. ουσ. γαϊτανόν (L‑S, λ. ά τα· πβ. DGE, λ. Γαϊετανός) + κατάλ. ι(ο)ν· πβ. λατ. gaitanum (linum) τον 4. αι. (Du Cange, Lat., λ. gaitanum, DGE, ό.π.) και τ. γαΐτανον τον 6.-7. αι. (LBG, λ. γαϊτάνιον). Η λ. τον 3.-4. αι. (LBG, ό.π.· βλ. και Bain, Philologus 138, 1994, 144-8), στο Meursius (ιον) και σήμ. (ι)]

[Λεξικό Κριαρά]
γαϊτανίτσι(ν) το· γατανίτσι(ν).
  • Γαϊτάνι (θωπευτ.):
    • (Ιμπ. 547).

[<ουσ. γαϊτάνι + κατάλ. ίτσι(ν)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαϊτανοφρύδα η [γaitanofríδa] Ο25α αρσ. γαϊτανοφρύδηςaitanofríδis] Ο11 : (λαϊκότρ., λογοτ.) αυτή που έχει φρύδια λεπτά και καλοσχεδιασμένα, σαν γαϊτάνι. || (ως επίθ.): ~ κοπελιά.

[γαϊτάν(ι) -ο- + φρύδ(ι) -α· γαϊτανοφρύδ(α) -ης]

[Λεξικό Κριαρά]
γαϊτανοφρύδης, επίθ.
  • Που έχει φρύδια λεπτά και καμπυλωτά όπως το γαϊτάνι:
    • γαϊτανοφρύδα και ωριά (Ch. pop 235).

[<ουσ. γαϊτάνι + φρύδι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαϊτανόφρυδο το [γaitanófriδo] Ο41 : (λαϊκότρ., λογοτ.) φρύδι λεπτό και καλοσχεδιασμένο, σαν γαϊτάνι.

[γαϊτάν(ι) -ο- + φρύδ(ι) -ο]

[Λεξικό Κριαρά]
γαϊτανόφρυδος, επίθ.· γατανόφρυδος.
  • Γαϊτανοφρύδης:
    • κόρη γατανόφρυδη (Ερωτοπ. 137).

[<ουσ. γαϊτάνι + φρύδι. Η λ. και ο τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. φρύδης)]

[Λεξικό Κριαρά]
γαϊτανωτός, επίθ.
  • Που είναι πλεγμένος σαν γαϊτάνι:
    • αλυσίδες … γαϊτανωτές (Πεντ. Έξ. XXVIII 14).

[<ουσ. γαϊτάνι + κατάλ. ωτός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάλα το [γála] Ο48 γεν. και γάλακτος : 1. παχύρρευστο υγρό, άσπρο ή ελαφρά κίτρινο, που εκκρίνεται από τους μαστούς της γυναίκας και των άλλων θηλυκών θηλαστικών μετά τον τοκετό: Tο μητρικό ~ είναι αναντικατάστατο. Πρόβειο / κατσικίσιο / αγελαδινό ~. Πλήρες / αποβουτυρωμένο / ολόπαχο ~. ~ φρέσκο / εβαπορέ. ~ σκόνη*. ~ του κουτιού, βιομηχανικά συμπυκνωμένο. Ξίνισε το ~. Πίνει πάντα καφέ με ~. (έκφρ.) κατεβάζω* ~. || Aρνάκι / μοσχαράκι / γουρουνάκι του γάλακτος, πολύ μικρό, που ακόμα θηλάζει (συνήθ. για σφάγιο). Bιομηχανία γάλακτος. Kρέμα γάλακτος. Σοκολάτα γάλακτος. || Είναι άσπρη σαν το ~, για γυναίκα με πολύ λευκό δέρμα. ΦΡ και του πουλιού το ~, για μεγάλη ποικιλία και αφθονία φαγητών και ποτών. το στόμα του μυρίζει ~, για κπ. πολύ νέο και άπειρο. μέλι* ~. σαν τη μύγα μες στο ~, για κπ. ή για κτ. που φαίνεται αταίριαστο, που ξεχωρίζει έντονα μέσα σε ένα σύνολο. ΠAΡ Όποιος καεί / κάηκε στο ~ / στο χυλό / στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι*. 2. ο γαλακτώδης χυμός διάφορων φυτών: ~ συκιάς / καρύδας. γαλατάκι το YΠΟKΟΡ. 1. Πιες το ~ σου, παιδί μου, και ύστερα θα βγεις να παίξεις. 2. γάλα σε συσκευασία που αντιστοιχεί στην ποσότητα που βάζει συνήθ. κάποιος στον καφέ του: Πίνει τον καφέ του με δύο γαλατάκια.

[αρχ. γάλα]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11 ...240   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες