Παράλληλη αναζήτηση
2.393 εγγραφές [2381 - 2390] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γωνία η· γωνιά.
-
- 1) Γωνία, ως γεωμετρικό σχήμα:
- (Μαχ. 66).
- 2) Σιδερένιο γωνιώδες εργαλείο για γωνιώδη ρύθμιση ξύλων και λίθων:
- (Βακτ. αρχιερ. 215).
- 3) Απόκεντρο σημείο χώρου:
- Εις τούτην την μικρήν γωνιάν του κόσμου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [33]).
- 4) Τζάκι:
- εις του σπιτιού της τη γωνιά χάμαι στη γη καθίζει (Ερωτόκρ. Γ´ 1759).
- 5) Γωνιώδης εσοχή ή εξοχή οικοδομήματος:
- (Μαχ. 25434).
- 6) Φρ. βάνω εις τες γωνίες = βάζω μέσα στο σπίτι:
- (Σαχλ. B´ PM 411).
[αρχ. ουσ. γωνία. Ο τ. το 12. αι. (LBG) και σήμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Γωνία, ως γεωμετρικό σχήμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- γωνιαδάτος, επίθ.,
- βλ. γωνιδάτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γωνιάζω [γonázo] Ρ2.1α μππ. γωνιασμένος : (οικ.) δίνω σε κτ. σχήμα γωνίας. || χαράσσω ορθή γωνία ή τοποθετώ κτ. σε ορθή γωνία.
[γων(ιά) -ιάζω (πρβ. ελνστ. γωνιάζω `τοποθετώ σε γωνία΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γωνιάζω.
-
- Κρύβομαι:
- (Παράφρ. Χων. 652).
[μτγν. γωνιάζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κρύβομαι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γωνιαίος -α -ο [γoniéos] Ε4 : (λόγ.) γωνιακός: Γωνιαία πολυκατοικία.
[λόγ. < ελνστ. γωνιαῖος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γωνιακός -ή -ό [γoniakós] Ε1 : 1. που βρίσκεται σε γωνία: Γωνιακό σπίτι / δωμάτιο. Γωνιακό οικόπεδο / κομμάτι. Mένει στη γωνιακή πολυκατοικία. 2. (φυσ.) γωνιακή ταχύτητα*.
[λόγ. < ελνστ. γωνιακός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γώνιασμα το [γónazma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του γωνιάζω.
[γωνιασ- (γωνιάζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γωνιδάτος, επίθ.· γωνιαδάτος.
-
- Που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος:
- κομμάτιν βλέπω απέδειρες, καλόν και γωνιδάτον (Προδρ. IV 114 (γωνιαδ‑ κριτ. υπ.)).
[<μτγν. ουσ. γωνίδιον (ιδιωμ. ‑ι, ΙΛ) + κατάλ. ‑άτος. Η λ. στο Du Cange]
- Που έχει τέσσερεις γωνίες, τετράγωνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γωνιο- [γonio] & γωνιό- [γonió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. (γεωμ.) με αναφορά στη γωνία ως γεωμετρικό σχήμα: ~μέτρηση, γωνιόμετρο. 2. για αντικείμενα, κατασκευές που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη γωνιών: γωνιόδεσμος.
[λόγ. < ελνστ. γωνιο- θ. του αρχ. ουσ. γωνί(α) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. γωνιό-φυλλος `με μυτερά φύλλα΄ & γαλλ. gonio- < ελνστ. γωνιο-: γωνιό-μετρο < γαλλ. goniomètre]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γωνιογράφος ο [γonioγráfos] Ο18 : (ναυτ.) όργανο με το οποίο μετριούνται και χαράσσονται οι γωνίες πλεύσεως επάνω στο ναυτικό χάρτη.
[λόγ. γωνιο- + -γράφος]