Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γκο
31 εγγραφές [11 - 20]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκομενιλίκι το [gomenilíki] Ο44α : (λαϊκ., ειρ.) η επιδίωξη σύναψης ερωτικών σχέσεων: Tον έφαγαν τα γκομενιλίκια.

[γκόμεν(α) -ιλίκι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκομπλέν το [goblén] Ο (άκλ.) : μονή, λοξή βελονιά πάνω σε καμβά. || κέντημα στο οποίο συνήθ. ολόκληρη η επιφάνεια του υφάσματος καλύπτεται από βελονιές γκομπλέν που σχηματίζουν διάφορες παραστάσεις: Kάδρο ~.

[λόγ. < γαλλ. gobelin < ανθρωπων. Gobelin (όν. οικογένειας κατασκευαστών)]

[Λεξικό Κριαρά]
γκομπώνω,
βλ. κομπώνω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκορτσιά η [gortsxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) άγρια αχλαδιά.

[βουλγ. gornic(a) ( [gó-] ) -ιά 1 με συγκ. του άτ. [i] πλάι σε [r] και αποβ. του [n] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γκόρφι το,
βλ. εγκόλπιον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκουάς η [guás] Ο (άκλ.) : τεχνική στη ζωγραφική κατά την οποία τα χρώματα διαλύονται σε νερό ανακατωμένο με κόλλα και με την προσθήκη μελιού αποκτούν παχύρρευστη υφή. || ζωγραφικό έργο με την τεχνική γκουάς.

[λόγ. < γαλλ. gouache]

[Λεξικό Κριαρά]
γκουβερναδόρος ο· γκουμπερναδόρος· γοβερναδόρος· γουβερναδόρος· γουβερναδούρος· γουμπερναδούρος· κουβερναδόρος· κουβερνατόρος.
  • Διοικητής, κυβερνήτης:
    • Εις την στρατείαν άπασαν ποίκαν γουβερναδόρον (Κορων., Μπούας 146).

[<βεν. governator - παλαιότ. ιταλ. governadore, gubernatore. Οι τ. γουβερναδόρος και κουβερνατόρος και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γκουβερνάτορας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκουβερνάντα η [guvernánda] Ο25 : γυναίκα στην οποία έχει ανατεθεί ιδιωτικά η ανατροφή και η εκπαίδευση μικρών παιδιών· (πρβ. νταντά, παραμάνα).

[γαλλ. gouvernant(e)]

[Λεξικό Κριαρά]
γκουβερνάρω· γοβερνάρω· γουβερνάρω.
  • 1) Διοικώ, κυβερνώ:
    • κινά και γοβερνάρει τα σύμπαντα (Μορεζίν., Λόγ. 467· Στάθ. Α´ 146).
  • 2) Επιβλέπω, φροντίζω, περιποιούμαι:
    • ήβαλέν τονε εις το στάβλον του και εγοβερνάριζε τα άλογά του (Κατά ζουράρη 179).

[<βεν. governar - ιταλ. governare, παλαιότ. gubernare. Η λ. και σήμ. κρητ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκουβέρνο το [guvérno] & κουβέρνο το [kuvérno] Ο39 : (παρωχ.) η κυβέρνηση.

[αντδ. < ιταλ. goberno < λατ. gubernum < guberno < αρχ. κυβερνῶ, [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] · τροπή [g > k] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες