Παράλληλη αναζήτηση
31 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γκομενιλίκι το [gomenilíki] Ο44α : (λαϊκ., ειρ.) η επιδίωξη σύναψης ερωτικών σχέσεων: Tον έφαγαν τα γκομενιλίκια.
[γκόμεν(α) -ιλίκι]
- γκομπλέν το [goblén] Ο (άκλ.) : μονή, λοξή βελονιά πάνω σε καμβά. || κέντημα στο οποίο συνήθ. ολόκληρη η επιφάνεια του υφάσματος καλύπτεται από βελονιές γκομπλέν που σχηματίζουν διάφορες παραστάσεις: Kάδρο ~.
[λόγ. < γαλλ. gobelin < ανθρωπων. Gobelin (όν. οικογένειας κατασκευαστών)]
- γκομπώνω,
- βλ. κομπώνω.
- γκορτσιά η [gortsxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) άγρια αχλαδιά.
[βουλγ. gornic(a) ( [gó-] ) -ιά 1 με συγκ. του άτ. [i] πλάι σε [r] και αποβ. του [n] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]
- γκόρφι το,
- βλ. εγκόλπιον.
- γκουάς η [guás] Ο (άκλ.) : τεχνική στη ζωγραφική κατά την οποία τα χρώματα διαλύονται σε νερό ανακατωμένο με κόλλα και με την προσθήκη μελιού αποκτούν παχύρρευστη υφή. || ζωγραφικό έργο με την τεχνική γκουάς.
[λόγ. < γαλλ. gouache]
- γκουβερναδόρος ο· γκουμπερναδόρος· γοβερναδόρος· γουβερναδόρος· γουβερναδούρος· γουμπερναδούρος· κουβερναδόρος· κουβερνατόρος.
-
- Διοικητής, κυβερνήτης:
- Εις την στρατείαν άπασαν ποίκαν γουβερναδόρον (Κορων., Μπούας 146).
[<βεν. governator - παλαιότ. ιταλ. governadore, gubernatore. Οι τ. γουβερναδόρος και κουβερνατόρος και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γκουβερνάτορας)]
- Διοικητής, κυβερνήτης:
- γκουβερνάντα η [guvernánda] Ο25 : γυναίκα στην οποία έχει ανατεθεί ιδιωτικά η ανατροφή και η εκπαίδευση μικρών παιδιών· (πρβ. νταντά, παραμάνα).
[γαλλ. gouvernant(e) -α]
- γκουβερνάρω· γοβερνάρω· γουβερνάρω.
-
- 1) Διοικώ, κυβερνώ:
- κινά και γοβερνάρει τα σύμπαντα (Μορεζίν., Λόγ. 467· Στάθ. Α´ 146).
- 2) Επιβλέπω, φροντίζω, περιποιούμαι:
- ήβαλέν τονε εις το στάβλον του και εγοβερνάριζε τα άλογά του (Κατά ζουράρη 179).
[<βεν. governar - ιταλ. governare, παλαιότ. gubernare. Η λ. και σήμ. κρητ. (ΙΛ)]
- 1) Διοικώ, κυβερνώ:
- γκουβέρνο το [guvérno] & κουβέρνο το [kuvérno] Ο39 : (παρωχ.) η κυβέρνηση.
[αντδ. < ιταλ. goberno < λατ. gubernum < guberno < αρχ. κυβερνῶ, [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] · τροπή [g > k] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα]