Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Γαλάτης ο.
-
- 1) Ο κάτοικος της Γαλατίας, ο Γάλλος:
- (Byz. Kleinchron. Α´ 31212).
- 2) Ο κάτοικος της μικρασιατικής Γαλατίας:
- (Δούκ. 9133).
[αρχ. εθν. Γαλάτης. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ο κάτοικος της Γαλατίας, ο Γάλλος: