Παράλληλη αναζήτηση
2.227 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαβυλωνιακός -ή -ό [vaviloniakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη Bαβυλώνα, στη Bαβυλωνία ή στους Bαβυλωνίους: Bαβυλωνιακή θρησκεία.
[λόγ. < αρχ. Bαβυλωνιακός]
- βαβυλωνικός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με τη Βαβυλώνα, βαβυλωνιακός:
- βαβυλωνικήν γλώσσαν (Κύριλλ. Κων/π. 373).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η γλώσσα των Βαβυλωνίων:
- εις την Βαβυλώνα … ο Δανιήλ έγραφε βαβυλωνικά (αυτ. 373).
[<τοπων. Βαβυλών + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 4. αι. (DGE, L‑S Suppl.· βλ. και LBG)]
- Που σχετίζεται με τη Βαβυλώνα, βαβυλωνιακός:
- βαβυλώνιος, επίθ.
-
- Που ανήκει στη Βαβυλώνα:
- βαβυλώνια τείχη (Δούκ. 30912).
- Ως εθν. = ο κάτοικος της Βαβυλώνας:
- (αυτ. 32920‑1).
[αρχ. επίθ. βαβυλώνιος. Η λ. και σήμ.]
- Που ανήκει στη Βαβυλώνα:
- Βαβυλωνίτης ο.
-
- Ο κάτοικος της Βαβυλώνας:
- (Διήγ. Αλ. G 27137).
[<τοπων. Βαβυλώνα + κατάλ. ‑ίτης]
- Ο κάτοικος της Βαβυλώνας:
- βαβώ.
-
- Γαβγίζω:
- φωνή δεν είχανε ποσώς, σαν σκύλοι εβαβούσαν (Αλεξ. 1600).
[<αόρ. του βαβίζω]
- Γαβγίζω:
- βαγγέλιο το [vangé
o] Ο39 : (προφ.) το ευαγγέλιο. [μσν. βαγγέλιο(ν) < ευαγγέλιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- βαγγέλιο(ν) το,
- βλ. ευαγγέλιον.
- βαγγελιστής ο,
- βλ. ευαγγελιστής.
- Bαγγελίστρα η [vangelístra & vagelístra] Ο25α : επωνυμία που συνοδεύει ή αντικαθιστά τη λέξη Παναγία: H Παναγιά η ~ να μας βοηθάει. H ~ να βάλει το χέρι της. || (ως επιφ.) ~ μου!, ως επίκληση ή ως εκδήλωση θαυμασμού· Παναγία μου, Xριστέ μου, Θεέ μου: ~ μου, ένας άντρακλας!
[ελνστ. εὐαγγελίστρια `αυτή που φέρνει τα καλά νέα΄ (για τη Σαμαρείτισσα), ίσως με συσχετισμό προς τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ευαγγέλιον > βαγγέλιο καθώς και του άτ. [i] ανάμεσα σε [tr] και άτ. φων. < εὐαγγελισ(τής) -τρια]
- Βαγδαΐτης ο.
-
- Ο κάτοικος της Βαγδάτης:
- (Διγ. Gr. 3574).
[<τοπων. Βαγδά(ς) (Διγ. Gr. 249, κ.α.· Παγδά, Esc. 568) + κατάλ. ‑ίτης]
- Ο κάτοικος της Βαγδάτης: