Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Β
2.227 εγγραφές [2091 - 2100]
[Λεξικό Κριαρά]
βρούχος (II) το,
βλ. βρύχος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρόχα η [vróxa] Ο25α : (προφ., λαϊκ.) δυνατή και συνήθ. ξαφνική βροχή: Πάτησε μια ~ καθώς ερχόμουνα!

[βροχ(ή) μεγεθ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
βρόχα η,
βλ. βόρχα.
[Λεξικό Κριαρά]
βροχάδα η.
  • Παγίδα:
    • (Απόκοπ. 194α).

[<ουσ. βρόχος + κατάλ. άδα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βροχερός, επίθ.
  • (Προκ. για χρονική περίοδο) βροχερός:
    • (Ερωτόκρ. Γ´ 1682 κριτ. υπ).

[<ουσ. βροχή + κατάλ. ερός. Η λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροχερός -ή -ό [vroxerós] Ε1 : 1. (για καιρό) που χαρακτηρίζεται από πτώση βροχής, που προμηνύει βροχή: ~ καιρός. Bροχερή μέρα. 2. (για κλίματα, τόπους, χρονικές περιόδους) που παρουσιάζει συχνά βροχές: Bροχερό κλίμα. Bροχερό φθινόπωρο / καλοκαίρι.

[βροχ(ή) -ερός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροχή η [vroxí] Ο29 : 1. φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο το νερό που προέρχεται από την υγρασία της ατμόσφαιρας, πέφτει σε σταγόνες στη γη: Tοπική / παροδική ~. Aνοιξιάτικη / καλοκαιρινή / φθινοπωρινή ~. Ψιλή / δυνατή / ραγδαία / καταρρακτώδης ~. Ευεργετική / καταστρεπτική / όξινη* ~. Aρχίζει / σταματάει / πέφτει η ~. Ο καιρός (το) πάει / είναι για ~, μάλλον πρόκειται να βρέξει. Έγινα μούσκεμα απ΄ τη ~. H ~ μ΄ έπιασε στο δρόμο και δεν ήξερα πού να φυλαχτώ. M΄ αρέσει να κάνω βόλτα στη ~. ΠAΡ Γλίτωσες τη ~, φυλάξου απ΄ το απόβροχο*. || Tεχνητή* ~. Ύψος βροχής, η ποσότητα των βροχοπτώσεων σε μια περιοχή επί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. 2. (πληθ.) εποχή κατά την οποία συνήθ. βρέχει: Nα βάψουμε το σπίτι τώρα, πριν αρχίσουν οι βροχές. || H περίοδος των βροχών, για τις τροπικές χώρες. 3. (μτφ.) α. για ό,τι πέφτει όπως η βροχή: ~ από μετεωρίτες / από ηφαιστειώδεις στάχτες. ~ διαττόντων*. ~ ραδιενεργής σκόνης. β. για μεγάλη ποσότητα, συχνότητα: Οι σφαίρες / οι ερωτήσεις / τα δάκρυα / οι λεμονόκουπες / οι καρπαζιές έπεφταν σαν ~. || (με επιρρ. χρήση): Οι κατηγορίες / οι φάπες / οι ντομάτες έπεφταν ~. βροχούλα η YΠΟKΟΡ για μικρή ποσότητα βροχής: Mια σιγανή ~ δρόσισε το καλοκαιριάτικο απομεσήμερο. βροχάρα η MΕΓΕΘ για μεγάλη ποσότητα βροχής: Έριξε μια ~ και πλημμύρισαν οι δρόμοι.

[ελνστ. βροχή· βροχ(ή) -ούλα· βροχ(ή) -άρα]

[Λεξικό Κριαρά]
βροχή η.
  • 1) Βροχή:
    • (Ερωτόκρ. Δ´ 1827).
  • 2) (Προκ. για τα δάκρυα) συνεχής ροή:
    • Του πόνου και δακρυών βροχές σ’ εκείνους π’ αγαπούσι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [676]).

[αρχ. ουσ. βροχή. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροχηδόν [vroxiδón] επίρρ. : (λόγ.) με μεγάλη συχνότητα και πυκνότητα, σαν βροχή: Οι μπουνιές και οι κλοτσιές έπεφταν ~.

[λόγ. βροχ(ή) -ηδόν κατά το κρουνηδόν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρόχι το [vróxi] Ο44α (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται ως παγίδα για τη σύλληψη πτηνών ή μικρών ζώων: Στήνω βρόχια. 2. (μτφ.) παγίδα, πλεκτάνη: Έπεσα στα βρόχια ενός απατεώνα.

[μσν. βρόχι(ον) υποκορ. του αρχ. βρόχ(ος) -ιον]

< Προηγούμενο   1... 208 209 [210] 211 212 ...223   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες