Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Β
2.227 εγγραφές [2071 - 2080]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντοφωνώ [vrondofonó] Ρ10.9α : βροντοφωνάζω: Bροντοφώνησε την αλήθεια σε όλο τον κόσμο.

[βροντόφων(ος) -ώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντοχτυπώ [vrondoxtipó] & -άω Ρ10.1α : χτυπώ κτ. με θόρυβο: Mη βροντοχτυπάς τις πόρτες.

[βροντο- + χτυπώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντώ [vrondó] & -άω Ρ10.2α : 1. στο γ' ενικό πρόσωπο για το φυσικό φαινόμενο της βροντής, του μπουμπουνητού: Aστράφτει και βροντά(ει). Bροντάει, θα βρέξει μάλλον. ΦΡ άστραψε και βρόντησε, για εκδήλωση μεγάλης, σφοδρής οργής: Mόλις το άκουσε, άστραψε και βρόντησε. ΠAΡ Aν δεν αστράψει*, δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει. 2α. παράγω ισχυρό κρότο: Bροντάει το κανόνι / το ντουφέκι. β. παράγω ισχυρό ήχο χτυπώντας κτ.: Mη βροντάς τους τενεκέδες. Bρόντηξε οργισμένος την πόρτα. Έγινε ρεύμα και βρόντηξε η πόρτα δυνατά. Οι λαμαρίνες βροντούσαν καθώς χτυπούσαν η μια πάνω στην άλλη. ΦΡ βροντάει η τσέπη του, έχει πολλά λεφτά, είναι πλούσιος. ΠAΡ Στου κουφού* την πόρτα όσο θέλεις βρόντα. 3. ρίχνω κπ. ή κτ. κάτω με δύναμη, με θόρυβο: Tον σήκωσε ψηλά και τον βρόντηξε κάτω. || (στο γ' πρόσ.) πέφτω κάτω με δύναμη, με θόρυβο: Ολόκληρη η στέγη γκρεμίστηκε και βρόντηξε κάτω με φοβερό πάταγο. ΦΡ τα βροντάω, τα παρατάω, παραιτούμαι από κτ.: Tα βρόντηξε κι έφυγε από τη δουλειά.

[αρχ. βροντῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
βροντώ.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1)
      • α) (Σε γ´ πρόσ.) βροντά:
        • Όντεν αστράφτει και βροντά κι ανεμικές φυσούσι (Ερωφ. Γ´ 47
      • β) φρ. αστράπτει η ανατολή και βροντά η δύση, βλ. ανατολή Ά2 φρ.
    • 2) Παράγω ισχυρό βρόντο, ηχώ:
      • ακούω, νερά βροντούσαν (Πικατ. 188).
  • Β´ Μτβ.
    • 1) Πλήττω με κεραυνό:
      • (Ιστ. Ηπείρ. XXXIII10).
    • 2) Φρ. βροντώ λουμπάρδες = ρίχνω τουφεκιές:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1675).

[αρχ. βροντάω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντώδης -ης -ες [vrondóδis] Ε11 : που μοιάζει με βροντή· βροντερός: ~ φωνή.

[λόγ. < ελνστ. βροντώδης]

[Λεξικό Κριαρά]
βροτοσώστης ο.
  • Αυτός που σώζει τους ανθρώπους:
    • Χριστός μου βροτοσώστης (Προδρ. III 236-1 χφ G κριτ. υπ).

[<ουσ. βροτός + σώστης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρούβα η [vrúva] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : διάφορα αυτοφυή χόρτα και βλαστοί φυτών που τρώγονται. ΦΡ πάει για βρούβες: α. (για πρόσ.) έφυγε, χάθηκε. β. (για πρόσ.) πέθανε. γ. (για πργ.) χάλασε, καταστράφηκε.

[μσν. βρούβα < (;)]

[Λεξικό Κριαρά]
βρούβα η.
  • Είδος άγριου χόρτου:
    • εμάζωνε βρούβες (Κατά ζουράρη 97).

[αβέβ. ετυμ.· πιθ. σχετ. με λατ. - ιταλ. volva (REW 9442, DEI) ή λατ. ulva (REW 9042). Η λ. στο Du Cange (η) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βρούθισμαν το.
  • Σπρώξιμο:
    • (Ασσίζ. 1124).

[<αόρ. του *βρουθίζω + κατάλ. μαν. Η λ. και σήμ. κυπρ. (ΙΛ, λ. γρόθισμα)]

[Λεξικό Κριαρά]
βρουθώ· αόρ. εβρουθίσθηκα.
  • 1)
    • α) (Μέσ. και ενεργ.) σπρώχνω:
      • εβρούθησαν να μπουν περφόρτσα (Μαχ. 31232
    • β) σπρώχνω και ρίχνω κάτω:
      • εβρούθησεν … το υποζύγιον φορτωμένον (Ασσίζ. 3627).
  • 2) Φέρομαι βίαια σε κάπ.:
    • (Μαχ. 65820‑1).

[<*βρουθίζω <γροθίζω (βλ. ά.). Τ. έω σήμ. κυπρ. (ΙΛ, λ. γροθίζω)]

< Προηγούμενο   1... 206 207 [208] 209 210 ...223   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες