Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αχρ
96 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άχραντο [áxrando] το, (L)
  • quality or state of being immaculate, immaculacy, purity (syn άσπιλο):
    • η σιγαλή κίνηση .. αποφεύγει κάθε ανωμαλία και κρατεί τη σκηνή στο ~ και στο υπερκόσμιο (Papantoniou)

[fr kath το άχραντον, substantiv. n of άχραντος; cf ἀχραντία 'purity' (Theod. Stud.)]

[Λεξικό Κριαρά]
άχραντος, επίθ.
  • Άσπιλος, αμόλυντος, ιερός:
    • άχραντε Θεοτόκε (Εις Θεοτ. 1
    • τα άχραντα μυστήρια (Ιστ. Βλαχ. 2286).

[αρχ. επίθ. άχραντος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άχραντος -η -ο [áxrandos] Ε5 : (κυρ. εκκλ.) αμόλυντος, αγνός: Άχραντη Παρθένα, η Παναγία. Άχραντα μυστήρια, η Θεία Ευχαριστία.

[λόγ. < αρχ. ἄχραντος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άχραντος, -η, -ο [áxrandos] (L)
  • ① unblemished, unsoiled, unsullied, immaculate, clean (syn ακηλίδωτος 1, άσπιλος 1, near-syn πεντακάθαρος):
    • ~ κρίνος, πάγος |
    • ~ λόγος |
    • άχραντη γαλήνη, γοητεία, ερημιά, σιωπή, χαρά |
    • ω! να μπορούσανε να ξαναγεννηθούνε .. μέσα σε όλη τους την άχραντη λευκότητα (Palam) |
    • σα να 'πεσε ένας σκούρος, μεγάλος λεκές στο άχραντο φόρεμα της βασίλισσας (Panagiotop) |
    • μας πρόσφεραν την άχραντη και καθάρια γεύση της ποίησης (id.) |
    • δεν είναι μόνο ωραίος ο γλάρος με κείνο τον άχραντο λευκό λαιμό και τη χιονάτη κοιλιά, μα κι ωραιοπαθής μαζί (Zappas) |
    • poem κι ήρθες τότε εσύ | γυμνή | άσπιλη σ' άχραντο φως | της μελλοθάνατης εσπέρας (DDimitriadis)
  • ② not morally corrupted or defiled, immaculate, pure, chaste (syn αγνός 1, αμίαντος 2, αμόλυντος 2, άμωμος2, άσπιλος 3):
    • η άχραντη Παναγία |
    • άχραντη αγάπη, ζωή, ομορφιά, παρθενιά, ψυχή |
    • άχραντο κορίτσι |
    • άχραντο ιερό, πάθος, σύμβολο |
    • άχραντα μυστήρια Christ rel holy sacraments (syn κοινωνία, μετάληψη) |
    • να κοινωνήσω τ' άχραντο σώμα και αίμα σου, Xριστέ μου (Bastias) |
    • αφήνει το δήμιο να μπήξει τα καρφιά στ' άχραντα μέλη του (Moskovis) |
    • ο σύζυγος, που τη θέλει άχραντη, τη θέλει συγχρόνως και με κάποια θηλυκότητα στην έκφραση (Palaiologos) |
    • poem .. μαζί γειρτοί φιλούμε | τ' άχραντα ενός πόνου πόδια, σταυρωμένου, μυστικού (Palam)

[fr kath άχραντος ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
άχρεια [áxria] τα,
  • ① obscene or salacious talk or language, obscenities (syn αισχρολογία, αχρειολογία, βωμολοχία):
    • όλο ~ |
    • έλεγε καμιά φορά και ~· καμάρωνε πως είχε πάει σε γυναίκες· διηγόταν λοιπόν τα καθέκαστα (Glezos)
  • ② unseemly act or behavior, indecency, obscenity (syn ασχήμια 2b, ασχημοσύνη):
    • της έκανε ~

[substantiv. n pl of άχρειος (bes αχρείος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρεία [axría] adv (L)
  • shamelessly, disgracefully, indecently (near-syn αισχρά, άτιμα):
    • φέρθηκε ~ |
    • καταλάβαινε ξάστερα τι ~ τονέ γελούσε, σαν του γύρευε συγνώμη (Psichari)

[fr K (3rd c. BC) ἀχρεῖα, der of ἀχρεῖος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχρείαστος -η -ο [axríastos] Ε5 : κυρίως στην έκφραση ~ να ΄ναι, για κπ. ή για κτ. που ευχόμαστε να μη μας χρειαστεί: Aς υπάρχει ένας γιατρός και στο χωριό μας, ~ να ΄ναι. Πάρε μαζί σου μερικά φάρμακα, αχρείαστα να ΄ναι.

[μσν. *αχρείαστος (πρβ. μσν. αχρειάστως) < α- 1 χρειασ- (χρειάζομαι) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρείαστος, -η, -ο [axríastos]
  • ① not required, unneeded, unnecessary, useless (syn άχρηστος, ant αναγκαίος2 1):
    • phr ~ |
    • αχρείαστα να 'ναι και τα γιατρικά σου |
    • τι να με κάνεις, καθώς κατάντησα; σου είμαι ~ |
    • πουλούσε τα πιο αχρείαστα πράματα για το φανταρόκοσμο (Myriv) |
    • ο φάρος φαίνεται από απόσταση 25 μιλίων, αλλά μόνο το καλοκαίρι, που είναι ~ |
    • τι να κάνουν τους θησαυρούς; ήταν τόσο αχρείαστοι στο δρόμο που διάλεξαν (Katseli)
  • ② unused,unutilized, disused (syn αχρησίμευτος, αχρησιμοποίητος 1):
    • του 'στρωσαν να κοιμηθεί σ' ένα καμαράκι, που είχαν αχρείαστο στο μεσόσκαλο (Drosinis) |
    • έχει παρακμάσει στο νησί η μελισσοτροφία· και μένουν αχρείαστα τα τετραγωνικά αυτά κυψέλια (Floros) |
    • κάπου δέκα ανεμόμυλοι, αχρείαστοι σήμερα, ξεχαρβαλώνονται (id.) |
    • poem το μάτι μου είχε πάρει | στο ράφι απάνω, αχρείαστο και παραπεταμένο, | το ίδιο σου λυχνάρι (Myrtiotissa)

[fr postmed (Somavera) αχρείαστος 'not needful' ← MG *αχρείαστος, cpd w. *χρειαστός (: χρειάζομαι); cf ByzG (9th c.) αχρειάστως 'unnecessarily']

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρειόγλωσσος, -η, -ο [axriόγosos]
  • using obscene language, talking bawdily, foul-mouthed, lewd (syn αισχρολόγος a, αχρειολόγος, αχρειόστομος, χυδαιόγλωσσος)

[cpd of αχρείος w. combin form -γλωσσος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρειολογία [axrioloyía] η,
  • ① use of obscene or salacious talk or language, use of obscenities (syn βωμολοχία, χυδαιολογία)
  • ② obscene or salacious talk or language, obscenities (syn in άχρεια 1) [fr kath (neol:
    • Koumanoudis

[1761, 1889 etc]) αχρειολογίαι, der of kath αχρειολόγος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες