Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ατ
833 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ατ‑μεϊντάνιν το· ατ-μεϊτάνι.
— Πβ. και μεϊντάνι.
  • Iπποδρόμιο:
    • εσυνάχθη ο λαός εις το ατ‑μεϊτάνι (Hagia Sophia ψ 6037).

[<τουρκ. at meydanι. H λ. στο Du Cange (λ. ατμεϊτάνη)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άτα η [áta] Ο (άκλ.) : βρεφική λέξη για τη βόλτα: Έλα, κούκλα μου, να πάμε ~.

[λ. νηπιακή]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτα [áta] indecl, baby talk
  • walk, outing, bye-bye (syn βόλτα, περίπατος):
    • πάμε ~

[perh fr στράτα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αταβάνωτος -η -ο [atavánotos] Ε5 : (για το εσωτερικό κτίσματος) που δεν έχει ταβάνι, οροφή: Έβαλαν τη στέγη στις αποθήκες αλλά τις άφησαν αταβάνωτες.

[α- 1 ταβανώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αταβάνωτος, -η, -ο [atavánotos]
  • lacking a fully constructed or finished ceiling, ceilingless:
    • αταβάνωτο δωμάτιο, σπίτι |
    • εκρέμονταν από την αταβάνωτη σκεπή πέντε δέκα πλέχτρες ξεροκύδωνα (Karkavitsas)

[cpd w. *ταβανωτός (: ταβανώνω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αταβικός, -ή, -ό [atavikós] (L)
  • relating to an ancestral or primordial type or phase, atavistic (syn αταβιστικός, near-syn αρχέγονος 2b):
    • αταβική επάνοδος biol throwback |
    • οι κακόφωνες ψαλμωδίες .. γεννούν μια παράξενη, ίσως αταβική, γοητεία στις ανατολίτικες ψυχές μας (Karagatsis)

[fr kath (neol) αταβικός ← It atavico]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αταβισμός ο [atavizmós] Ο17 : (βιολ.) φαινόμενο κατά το οποίο χαρακτηριστικές ιδιότητες ενός προγόνου εμφανίζονται σε απογόνους ύστερα από δύο ή περισσότερες γενιές.

[λόγ. < γαλλ. atavisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αταβισμός [atavizmós] ο, (L)
  • recurrence (in an organism) of characteristics found in remote ancestors, atavism (syn προγονισμός):
    • βιολογικός, κοινωνικός ~ |
    • στα βάθη της ψυχής του Π.B. εξυπνούσε από αταβισμό το αίσθημα του αρχαίου πατέρα (Xenop) |
    • έχει την άνεση και τη φυσικότητα, που δίνουν η ανατροφή κι ο ~ από γενεές αρχοντικών προγόνων (Ouranis) |
    • τα χέρια του μαλάζανε, τρυπώνανε ανίδεα, οδηγημέν' απ' τον αταβισμό του φύλου (KPolitis) |
    • έχει μέσα του τον αταβισμό του χωρικού (Evelpidis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αταβισμός ← It atavismo (cf Fr atavisme), this der of Lat atavus 'forefather']

[Λεξικό Γεωργακά]
αταβιστικά [atavistiká] adv (L)
  • in an atavistic manner, atavistically:
    • ~

[der of αταβιστικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αταβιστικός -ή -ό [atavistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το φαινόμενο του αταβισμού: Aταβιστικά χαρακτηριστικά. Aταβιστική συμπεριφορά.

[λόγ. < αγγλ. atavistic (-ic = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...84   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες