Παράλληλη αναζήτηση
833 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατενώς [atenós] adv (L)
- ① gym, milit (command to return to) attention
- ② fixedly, intently, (near-syn ασκαρδαμυκτί):
- το λουλουδάκι είχε τα μάτια του ~ |
- την έβλεπε μόνον ~ στα μάτια .. λέγοντάς της άφωνα πως ήθελε πρώτα την αμοιβή του (Karkavitsas)
[fr kath ατενώς ← K, AG ἀτενῶς, der of ἀτενής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατερμάτιστος, -η, -ο [atermátistos] (L)
- ① endless, interminable, boundless, continuous, everlasting (syn in ατέλειωτος 2):
- ατερμάτιστη εξέλιξη, κίνηση, σειρά |
- ατερμάτιστες συζητήσεις |
- κουκιά σ' ατερμάτιστο κομπολόι πέσαν ένα ένα εικοσιέξι χρόνια (Petsalis) |
- η γνώση είναι βέβαια ατερμάτιστη και κάθε τάση, που θα ήθελε να την τερματίσει, θα την καταργούσε (Theodorakop)
- ② inexhaustible, boundless, great (syn in ατέλειωτος 3):
- διαφεντεύει τις υλικές καλλονές και τέρπεται με την ατερμάτιστη ποικιλία τους (Papatsonis)
[fr kath ατερμάτιστος ← PatrG, K ἀτερμάτιστος, cpd w. *τερματιστός (: τερματίζω); cf der τερμάτισις (Korais) & τερματισμός]
- ① endless, interminable, boundless, continuous, everlasting (syn in ατέλειωτος 2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατέρμονα [atérmona] adv (L)
- endlessly, interminably, perpetually (syn in ατέλειωτα 1):
- κληρονομημένες ζωικές δυνάμεις .. ρέουνε ~ |
- να μην εκτείνουμε ~ την πραγματεία του θέματος αυτού (Andronikos)
[der of ατέρμονος]
- endlessly, interminably, perpetually (syn in ατέλειωτα 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατέρμονας [atérmonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : 1.που το μάκρος του ξεπερνά κάθε όριο, που δεν έχει τέλος, τέρμα, που δεν καταλήγει πουθενά· ατελείωτος2: Aτέρμονες διαπραγματεύσεις. || ~ απλωνόταν ο ωκεανός, απέραντος. 2. (τεχν.) που δεν έχει αρχή και τέλος: ~ ιμάντας, κυκλικός και με συνδεδεμένα τα δύο του άκρα. Aτέρμονο πριόνι, πριονοκορδέλα. ~ κοχλίας, χωρίς κεφαλή και οξύ άκρο. || (ως ουσ.) ο ατέρμονας, ο ατέρμονας κοχλίας.
[λόγ. < αρχ. ἀτέρμων, αιτ. -ονα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατέρμονας [atérmonas] ο, (L) mechanics
- worm (screw), worm gear (syn phr L ατέρμων κοχλίας):
- τα οδοντώματα του ατέρμονα και του τομέα είναι φθαρμένα (Vardakos)
[substantiv. m fr kath phr ατέρμων κοχλίας]
- worm (screw), worm gear (syn phr L ατέρμων κοχλίας):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατέρμονο [atérmono] το, (L)
- sth unbounded or limitless, infinity (near-syn ατελείωτο):
- οι βυζαντινές διακοσμήσεις .. ερωτοτροπούν με την αρχή του ατέρμονου, που είναι κι αυτό μια μορφή του ατελείωτου (Michelis) |
- δεν ξέρουνε το μεγαλείο της στέπας, ούτε το ~
[substantiv. n of ατέρμονος]
- sth unbounded or limitless, infinity (near-syn ατελείωτο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατέρμονος, -η, -ο [atérmonos] (L)
- ① endless, unbounded, limitless, (syn ατέρμων 1, near-syn απέραντος 2, απεριόριστος 1):
- ατέρμονη καμπύλη |
- θέλει να δηλώσει πως είναι ο κύκλος της ατέρμονης ιδέας του θεού (Karantonis) |
- με τη χυτή αυτή φωτοσκίαση .. συντελεί στο να φαίνεται η επιφάνεια ατέρμονη, δίχως όρια (Pallas) |
- βυθιζόμουνα στο ατέρμονο βάθος του χρόνου (Gialourakis)
- ⓐ endless, continuous, perpetual (syn ατέρμων 1b, near-syn ασταμάτητος 1, ατέλειωτος 2, παντοτινός):
- ατέρμονη αναζήτηση, ζωή, μελωδία, πορεία |
- ο πολιτισμός μας μας οδηγεί σ' ένα ατέρμονο μποτιλιάρισμα |
- οι νεκροί Φαραώ γύρεψαν να κρύψουν .. τα επίγεια αγαθά τους, για να τα έχουν συμπαραστάτες τους στην ατέρμονη αποδημία τους (Thrylos) |
- τα έθνη προκόβουν, όταν στην ατέρμονη αυτή λαμπαδηφορία η φλόγα της λαμπάδας στο κάθε νεότερο χέρι φουντώνει όλο και πιο πολύ (Kakridis)
- ② boundless, immense, enormous, long (syn in ατέλειωτος 2b):
- ~ |
- ατέρμονη ερημιά, θάλασσα, πεδιάδα |
- ατέρμονο δάσος |
- όπως κι αν προχωρούσε, έμπαινε στην ατέρμονη χώρα του σκοταδιού (LAkritas) |
- αποκεί και πέρα αρχίζει η ατέρμονη των νερών έκταση, ο μεγάλος Aτλαντικός ωκεανός (Ouranis) |
- είναι ψηλή, τα πόδια της χυτά κι ατέρμονα (Chakkas)
- ③ fig long-drawn, interminable, protracted (syn in ατέλειωτος 2c):
- ατέρμονη αφήγηση, μοναξιά, ονειροπόληση, συζήτηση |
- ατέρμονες διαπραγματεύσεις |
- ο B. έχει κάτι περισσότερο απ' την αχαλίνωτη και ατέρμονη πλημμύρα του λόγου (Spandonidis) |
- φθάνει .. στην πλατεία του Aγίου Mάρκου ύστερα από μια μακριά και σαν ατέρμονη περιπλάνηση μέσα στα σοκάκια (Thrylos)
- ⓑ inexhaustible, endless, great, profound (syn in ατέλειωτος 3):
- ατέρμονη θλίψη |
- είναι η ατέρμονη βιβλιακή γνώση, που μια ζωή ανθρώπου δε φτάνει να την εξαντλήσει (Prevelakis)
[der of ατέρμων]
- ① endless, unbounded, limitless, (syn ατέρμων 1, near-syn απέραντος 2, απεριόριστος 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατέρμων -ων -ον [atérmon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) 1. που το μάκρος του ξεπερνά κάθε όριο, που δεν έχει τέλος, τέρμα, που δεν καταλήγει πουθενά· ατελείωτος2: Aτέρμονες και άχρηστες συζητήσεις. 2. (τεχν.) που δεν έχει αρχή και τέλος: ~ κοχλίας, χωρίς κεφαλή και οξύ άκρο. || (ως ουσ.) ο ατέρμων, ο ατέρμων κοχλίας.
[λόγ. < αρχ. ἀτέρμων]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατέρμων, -ων, -ον [atérmon]
- ① endless, unbounded, limitless (syn in ατέρμονος 1):
- μπορούμε .. να προσατενίσομε αισιόδοξα το ατέρμον μέλλον (Athanas) |
- ο φιλόσοφος .. είναι καταδικσμένος να μη σταματάει ποτέ σ' αυτό τον ατέρμονα δρόμο (Papanoutsos)
- ⓐ endless, continuous, perpetual (syn in ατέρμονος 1b):
- ~ |
- ~ ταινία endless band |
- ~ πριονοκορδέλα band saw, ribbon saw |
- ~ άξων worm shaft |
- ~ κοχλίας worm gear (syn ατέρμονας) |
- ~ τροχός worm wheel |
- ξαναθυμάται την όση σοφία κέρδισε στην άναρχη, την ατέρμονα .. ζωή του (Karagatsis) |
- poem πέρασε μέσ' τη μνήμη του καιρού, μέσ' τους ατέρμονες γυρίζοντας μαιάνδρους (Kotsiras)
- ② boundless, immense, vast (syn in ατέλειωτος 2b):
- τα .. πολύωρα σκοτάδια της διαδρομής ενός ατέρμονος κάμπου φωτίζονται επιτέλους (Papatsonis) |
- όταν επήρε την απόφαση να μπει στον αγώνα, δεν είχε πίσω του .. τους ατέρμονες ωκεανούς ενός ολόκληρου γήινου ημισφαιρίου (Georgoulis) |
- μέσα .. στον ατέρμονα ουρανό ταξιδεύουν οι μακρινοί γαλαξίες (DOikonomidis)
- ⓑ fig long-drawn, interminable, protracted (syn in ατέλειωτος 2c):
- δεν θα οδηγήσει στην αποδοχή ενός ατέρμονα διαλόγου
[fr kath ατέρμων ← Κ, ΑG ἀτέρμων]
- ① endless, unbounded, limitless (syn in ατέρμονος 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατετραγώνιστος -η -ο [atetraγónistos] Ε5 : που δεν έχει ή που δεν μπορεί να πάρει τετράγωνο σχήμα. ANT τετραγωνισμένος: Aτετραγώνιστο χωράφι.
[λόγ. α- 1 τετραγωνισ- (τετραγωνίζω) -τος]