Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Αργείος ο.
-
- Ο κάτοικος του Άργους:
- (Byz. Kleinchron. A´ 25460).
[αρχ. εθν. Αργείος. Η λ. και σήμ.]
- Ο κάτοικος του Άργους:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αργείος, -α, -ο [aryíos] (& αργείος) geogr
- of, fr or relating to Argos, Argive (syn Aργίτης, adj αργίτικος):
- ~ βασιλιάς |
- Aργείο πέπλο |
- Aργεία βασιλική οικογένεια |
- Aργεία σχολή γλυπτικής |
- η επεξεργασία του μαρμάρου, κάπως σκληρή, ερμηνεύεται από τη χαλκοπλαστική παράδοση των αργείων εργαστηρίων (Karouzou) |
- σ' ένα μικρό χάλκινον αρύβαλλο από τη Σπάρτη .. είναι χαραγμένος με αργεία γράμματα ο στίχος (Karouzos) |
- οι σάτυροι το πιο πιθανό είναι πως γιόρταζαν με το χορό τους την ευτυχία, που είχε φέρει ο άγνωστος ξένος στην αργεία γη (Kakridis) |
- τον Φορωνέα η αργεία παράδοση τον θεωρούσε τον πρώτο άνθρωπο της γης αυτής (id.)
[fr kath Aργείος ← AG Aργεῖος]
- of, fr or relating to Argos, Argive (syn Aργίτης, adj αργίτικος):