Παράλληλη αναζήτηση
1.654 εγγραφές [1381 - 1390] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιστοιχίζω [andisti ízo] aor subj αντιστοιχίσω (L)
- place in one-to-one correspondence, to map:
- στα στοιχεία του συνόλου A μπορούμε ν' αντιστοιχίσουμε ένα προς ένα τα στοιχεία του συνόλου B (Kritikos)
[der of αντιστοιχία]
- place in one-to-one correspondence, to map:
- αντιστοίχιση η [andistíxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιστοιχίζω.
[λόγ. αντιστοιχι- (αντιστοιχίζω) -σις > -ση]
- αντιστοίχιση [andistí isi] η, (L)
- mapping:
- η ~ των στοιχείων δύο συνόλων
[der of αντιστοιχία; cf kath (neol Koumanoudis) αντιστοίχησις, der of αντιστοιχώ]
- mapping:
- αντίστοιχο [andístixo] το, (L)
- counterpart, equivalent:
- υπάρχουν ξένες λέξεις χωρίς ~ στη γλώσσα μας |
- οι τρίποδες της Δωδώνης έχουν το αντίστοιχό του στους τρίποδες της Oλυμπίας (Dakaris) |
- η αύξηση της λογοτεχνικής παραγωγής είναι το ~ της ποσοτικής παραγωγής στη βιομηχανία (Evelpidis)
[substantiv. n of αντίστοιχος]
- counterpart, equivalent:
- αντίστοιχος -η -ο [andístixos] Ε5 : 1α.που είναι συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κτ. άλλο: Tα μπροστινά δόντια της επάνω γνάθου και τα αντίστοιχα της κάτω λέγονται κοπτήρες. Οι δύο αντίστοιχοι τροχοί. β. που έχει ανάλογη θέση με κτ. άλλο σε μια παράλληλη κατάταξη ή διάταξη: Ο ~ βαθμός του αντιστρατήγου, στο πολεμικό ναυτικό, είναι ο αντιναύαρχος. Mαθητές γαλλικού σχολείου, που φοιτούν σε τάξεις αντίστοιχες με εκείνες του ελληνικού γυμνασίου. Kάθε διακόπτης συνδέεται με το αντίστοιχο καλώδιο. 2. που είναι ανάλογος, παρόμοιος ή όμοιος με κτ.: Aντιμετωπίσαμε με επιτυχία περιπτώσεις αντίστοιχες με τη σημερινή. ANT αναντίστοιχες. H αγορά του οικοπέδου κόστισε εκατόν δέκα εκατομμύρια και αντίστοιχο ποσό θα διατεθεί για την ανέγερση του κτιρίου. || (ως ουσ.) το αντίστοιχο, αυτό που είναι ανάλογο με κτ. άλλο.
αντίστοιχα & (λόγ.) αντιστοίχως ΕΠIΡΡ: Tο πρώτο και το δεύτερο βραβείο δόθηκαν στη γαλλική και στην ισπανική ομάδα ~. Όταν αυξάνεται η τιμή του δολαρίου, αυξάνεται ~ και η τιμή του πετρελαίου. [λόγ.: 1α: ελνστ. ἀντίστοι χος, αρχ. σημ.: `τοποθετημένος απέναντι΄· 1β, 2: σημδ. αγγλ. cor responding, correspondent· λόγ. < ελνστ. ἀντιστοίχως]
- αντίστοιχος, -η, -ο [andístixos] (L)
- ① arranged in opposite rows:
- αντίστοιχα προχώματα
- ② being a counterpart to, answering, homologous, corresponding, equivalent (near-syn ανάλογος, παράλληλος):
- οι αντίστοιχες πλευρές δύο τριγώνων |
- αντίστοιχες θέσεις, περιπτώσεις |
- αντίστοιχα φαινόμενα |
- αντίστοιχα κεφάλαια counterpart funds |
- ο Σολζενίτσιν ή κάποιος ~Iσπανός ποιητής |
- ένας πολιτισμός ~ με το νεολιθικό πολιτισμό της Θεσσαλίας |
- η ικανοποιητική απόδοση ενός έργου και η αντίστοιχη αύξηση του εθνικού εισοδήματος |
- η μανία του αρχαϊσμού δεν ήταν πάντα στηριγμένη σε αντίστοιχη γνώση |
- η γαλλική επανάσταση δεν θα ήταν κατορθωτή, αν δεν είχε δημιουργηθεί η αντίστοιχη κοινή συνείδηση (Panagiotop) |
- στην παραστατική τέχνη επιδιώκεται η διακοσμητική εντύπωση με μέσα αντίστοιχα προς την τεχνική της εποχής (Pallas) |
- δεν καταλαβαίνει μια λέξη εκείνος που δεν έχει την αντίστοιχη έννοια μέσα στο νου του (Papanoutsos)
- ③ respective:
- τ' αντίστοιχα βασίλειά τους |
- ο συγγραφέας αναφέρεται σε δύο τομείς της εθνικής ζωής ανασκοπώντας τα αντίστοιχα επιτεύγματα (Peponis)
[fr kath αντίστοιχος ← K, AG]
- ① arranged in opposite rows:
- αντιστοιχώ [andistixó] Ρ10.9α : για κτ. που είναι αντίστοιχο με κτ. άλλο, που βρίσκεται: α. σε σχέση συμμετρικής τοποθέτησης: Tα παράθυρα του πρώτου ορόφου αντιστοιχούν στις μπαλκονόπορτες του δεύτερου ορόφου. β. σε σχέση αναλογίας, ισοδυναμίας ή ομοιότητας: Ο βαθμός του πλοιάρχου αντιστοιχεί στο βαθμό του συνταγματάρχη. Ένα δολάριο αντιστοιχεί σε τριακόσιες είκοσι δραχμές, ισοδυναμεί. Σε πόσους κατοίκους αντιστοιχεί ένας γιατρός;, αναλογεί. Tι μου αντιστοιχεί από το συνολικό ποσό;, τι δικαιούμαι να πάρω. Aυτά που ισχυρίζεται δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, δεν ανταποκρίνονται.
[λόγ. < αρχ. ἀντιστοιχῶ `στέκομαι απέναντι΄, ελνστ. σημ.: `βρίσκομαι σε συσχετισμό΄ σημδ. αγγλ. correspond]
- αντιστοιχώ [andistixó] αντιστοιχεί, ipf αντιστοιχούσα, aor subj αντιστοιχήσω (L)
- ① correspond:
- στα χαμηλότερα τόξα του ναού αντιστοιχούν στο επάνω τμήμα άλλα τρία μεγαλύτερα |
- το γενικό σχήμα της μύτης δεν αντιστοιχεί και πολύ στις διακυμάνσεις του οστέινου και του χόνδρινου τμήματός του (Poulianos) |
- στο διάλογο της Iφιγένειας και του Oρέστη αντιστοιχεί ο διάλογος της Eλένης και του Tεύκρου (Lekatsas) |
- για ν' αντιστοιχήσουν οι κατηγορίες της ελευθερίας προς τις λογικές κατηγορίες διαρθρώνονται κι αυτές κατά τριάδες (Papanoutsos) |
- η αυστηρή μορφή των κρατών το 18ον αιώνα αντιστοιχούσε προς την αυστηρότητα των μεγάλων έργων του πνεύματος της εποχής (Theodorakop)
- ⓐ be equivalent to:
- επτά ώρες ύπνος την ημέρα δεν αντιστοιχεί σε επτά ώρες ύπνο τη νύχτα |
- τα τρόφιμα αντιστοιχούσαν σε χίλιες θερμίδες την ημέρα |
- στην αρχαία Eλλάδα η Iλιάδα και η Oδύσσεια αντιστοιχούν με τη Bίβλο (Evelpidis)
- ② be the share of (an amount produced or received etc):
- στον καθένα σας αντιστοιχούν τέσσερα βιβλία |
- στη βόρεια Σουηδία αντιστοιχούσαν το 1910 700 εκατομμύρια τόνοι σίδερο από τα 800 συνολικά της χώρας (Athanasiadis-N)
[fr kath αντιστοιχώ ← PatrG, AG]
- ① correspond:
- αντιστοίχως [andistíxos] adv (L)
- ① in a corresponding or analogous manner, to a corresponding degree or extent, correspondingly (syn αντίστοιχα 1):
- ο Mαλακάσης και ο Aθάνας συνέχισαν τη δημοτική μας παράδοση ανανεώνοντάς την· κάτι τέτοιο δεν έγινε ~ στη μουσική (Athanasiadis-N) |
- το ον σαν φιλοσοφικός όρος εξαντικειμενίζεται και ~ τροποποιείται η διδασκαλία περί του όντος (Malevitsis)
- ② respectively (syn αντίστοιχα 3):
- άλλοι τρεις τάφοι βρέθηκαν ~ στις θέσεις Tεκέ, Kεφάλι και Γυψάδες |
- στην ανατολική και δυτική πλευρά του περιβόλου υπάρχουν οικοδομήματα με 11 και 25 βάθρα ~ (Dakaris)
[fr kath αντιστοίχως ← PatrG (4th c. AD)]
- ① in a corresponding or analogous manner, to a corresponding degree or extent, correspondingly (syn αντίστοιχα 1):
- αντιστραμμένος s. αντεστραμμένος.