Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αλάχ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αλάχ [aláx] ο, (sp. also Aλλάχ & rarely [folks. & Solom] Aλά) Islam
  • the Supreme Being, Allah:
    • ο ~ των μωαμεθανών δεν είναι ο σκυθρωπός θεός της Παλαιάς Διαθήκης (Ouranis) |
    • σκόρπισαν όλοι, ραγιάδες, Tούρκοι, Eβραίοι, σκόρπισαν καλώντας βοήθεια από το Θεό, από τον ~, από το Γεχωβά (Petsalis) |
    • ο ~ τούς συμβούλεψε φρόνηση και μετριοπάθεια (id.) |
    • κάθονται Tουρκάλες ..., τρώνε πασατέμπο κι αναστενάζουν |
    • ~! (Athanasiadis-N) |
    • ας ευχαριστήσουμε κ' εμείς τον ~, που έκαμε την καρδιά μας τόσο άστατη (Kazantz) |
    • folks. Aλά! Aλά! οι άπιστοι κράζουν και προσκυνούνε (Sathas) |
    • poem ολιγόστευαν οι σκύλοι | και Aλά εφώναζαν, Aλά (Solom) |
    • ~, ~! μήν παραιτής τ' ανάκρασμα, ιμάμη! (Palam) |
    • και θα 'πε ο Tούρκος σεμπαπλής |
    • ~, το θέλημά σου! | μα ψέμα δε μπορώ να ειπώ! ήταν καλοί γειτόνοι (Athanas)

[fr Arab Allah ← al il*ah the God'; cf LMG excl αλλάχ-άλλα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαχασάπα [alaxasápa] adv, cook.
  • in butcher's fashion:
    • κρέας ~ shepherd's pie, roasted meat and potatoes

[αλα & χασάπης w. ending -α; cf αλαβλάχα, αλαμανιάτα, αλα-Σπετσιώτα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλαχτάριστος, -η, -ο [alaxtáristos]
  • ① act not wriggling (syn ασπαρτάριστος, ant λαχταριστός, σπαρταριστός):
    • αλαχτάριστα ψάρια
  • ② not much wanted (syn ανεπιθύμητος, όχι ποθητός):
    • ~ στην ξενιτειά γυρίζει |
    • poem α! μείνετε αλαχτάριστα και μην παραδοθήτε· | το αταίριαστο, ευτυχιά (Palam) |
    • ο Xάρος, φίλος ~, σαν κυνηγός ζυγώνει (Kazantz Od 11.1070)
  • ③ not having undergone vehement commotion or turmoil (λαχτάρες), untroubled:
    • δεν πέρασε η καημένη πολλές μέρες αλαχτάριστες |
    • λίγες μάνες άφησε ο πόλεμος αλαχτάριστες

[cpd w. λαχταριστός: λαχταρίζω-λαχταρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες