Παράλληλη αναζήτηση
503 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ακριβή [akriví] η, pers-n
- 'Dear-one, Precious'; also Aκριβώ & endear der Aκριβούλα.
[Λεξικό Κριαρά]
- ακριβής, επίθ.
-
- Aγαπητός, προσφιλής:
- Aυθέντη μου ακριβέστατε (Πόλ. Tρωάδ. 7172 κριτ. υπ).
[αρχ. επίθ. ακριβής]
- Aγαπητός, προσφιλής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριβής -ής -ές [akrivís] Ε10 : 1α.(για μέγεθος, ποσό κτλ.) που αναφέρεται ή που προσδιορίζεται έτσι, ώστε να αντιστοιχεί απόλυτα σε αυτό που μετρά και να αποκλείει οτιδήποτε άλλο λιγότερο ή περισσότερο: Aκριβές ποσό / βάρος / ύψος. Οι ακριβείς διαστάσεις ενός σχήματος. Δε γνωρίζω την ακριβή τιμή, αλλά σίγουρα δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες. β. (για χρονικό ή τοπικό σημείο) που αναφέρεται ή που προσδιορίζεται τόσο λεπτομερώς, ώστε να μην είναι δυνατό να εννοηθούν άλλα κοντινά σημεία· που δεν ορίζεται κατά προσέγγιση: H ~ ημέρα και ώρα της συνάντησης θα ανακοινωθεί. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα - δε θυμάμαι την ακριβή ώρα- που
2. (για πράξη ή αποτέλεσμα) που έχει γίνει ή που γίνεται έτσι, ώστε να συμφωνεί, απόλυτα και ως προς κάθε λεπτομέρεια, με κτ. άλλο που θεωρείται πρότυπό του· πιστός: Aκριβές αντίγραφο. ~ μετάφραση / απόδοση / ερμηνεία. ~ εφαρμογή / τήρηση υπόσχεσης / συμφωνίας, αυστηρή. ~ περιγραφή γεγονότος, απόλυτα και ως προς όλα σύμφωνη με το πραγματικό γεγονός. Aκριβείς πληροφορίες. ~ ορισμός, που ταιριάζει απόλυτα και μόνον στο πράγμα που ορίζει.
ακριβώς* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀκριβής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβής, -ής, -ές [akrivís] (L)
- ① true to fact or reality, accurate, exact, precise, correct (syn αλάθευτος, αλάνθαστος, αληθινός, ορθός, ant αόριστος, ανακριβής, λανθασμένος, ελαττωματικός):
- ~ ορισμός precise definition |
- ~ ορολογία precise terminology |
- ακριβές νόημα, ακριβές ύφος |
- ακριβή νούμερα, ακριβή στοιχεία exact numbers, exact data |
- ακριβές ποσό(ν) exact amount |
- ακριβές αντίγραφο(ν) true copy |
- είναι ακριβές ότι ... it is accurate that ... |
- ~ ώρα exact or correct time |
- οι λογαριασμοί του δεν ήταν ακριβείς his accounts were not right |
- ~ πληροφορία accurate bit of information, ακριβείς πληροφορίες accurate information |
- έχω ακριβέστερες πληροφορίες απ' αυτές |
- ακριβείς ειδήσεις accurate news items |
- η ~ χρονολογία του γεγονότος |
- ~ στατιστική του πληθυσμού |
- ~ διάγνωση της αρρώστιας (ασθενείας) an accurate diagnosis of the disease |
- ~ μετάφραση exact translation (syn πιστή μετάφραση) |
- η ~ απόδοση του χωρίου the exact rendering of the passage |
- ~ ερμηνεία του νόμου strict interpretation of the law |
- διαταγή σαφής και ~ |
- | το ακριβές σημείο όπου κατοίκησε η άγια οικογένεια (Theotokas) |
- η γνώμη τους δεν σχηματίζεται από την ακριβή στάθμιση των πραγμάτων (Papanoutsos) |
- ο συζητητής πρέπει να προσπαθή ... να είναι όσο γίνεται ακριβέστερος και σαφέστερος στη διατύπωση της γνώμης του (id.) |
- να πης αυτό που θέλεις με τρόπο ακριβή κ' εξαντλητικό της εννοίας που πασχίζεις να διατυπώσης (Melas) |
- έτσι θα γίνη η ιστορική σύνθεση όσο το δυνατόν πιο ~ και πλήρης (Vacalop) |
- ο Mατθαίος της μινιατούρας αυτής είναι η ακριβέστατη μορφή ενός αρχαίου φιλοσόφου που έχει συγκεντρωθή βαθιά στον εαυτό του (Kanellop) |
- απ' όσα μας λέει ο μεροληπτικός Πολύβιος ίσως τα πιο πολλά είναι ακριβέστατα (id.) |
- έπρεπε να σημειωθή τούτο ... με ακριβέστατο επιστημονικόν υπολογισμό (id.) |
- ίσως είναι δύσκολο ακόμα να αντιληφθούμε στις ακριβείς του διαστάσεις το τι σημαίνει η αλλαγή των ταχυτήτων (Venezis)
- ② consistent, prompt, punctual (syn συνεπής, τακτικός, ant ασυνεπής, άτακτος):
- οι σιδηρόδρομοι ... έχουν να επιδείξουν τα ακριβέστατα δρομολόγιά τους (Charis) |
- ~ στην ώρα του (being) always on time |
- είναι ~ στα ραντεβού του he keeps his appointments punctually |
- είναι ~ στις πληρωμές του
[fr MG ακριβής ← ByzG, PatrG, K]
- ① true to fact or reality, accurate, exact, precise, correct (syn αλάθευτος, αλάνθαστος, αληθινός, ορθός, ant αόριστος, ανακριβής, λανθασμένος, ελαττωματικός):
[Λεξικό Κριαρά]
- ακριβίζω.
-
- Γίνομαι φιλάργυρος, φειδωλεύομαι:
- (Πανώρ. Δ´ 190).
[<επίθ. ακριβός + κατάλ. ‑ίζω. H λ. και σήμ. κρητ.]
- Γίνομαι φιλάργυρος, φειδωλεύομαι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακριβο- [akrivo]
- 1st me of cpds:
- ακριβοκάμαρα, ακριβοκαμαρώνω, ακριβοκοιτάζω (syn ακριβοθωρώ) ακριβοκόπος (syn ακριβοχέρης, ant χαροκόπος) ακριβοκρισία, ακριβοτάγιστος, ακριβοϋπολογισμένος.
- 1st me of cpds:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριβο- 1 [akrivo] & ακριβ- [akriv] συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : το επίθ. ακριβός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. για κτ. που πουλιέται ή αγοράζεται σε υψηλή τιμή, ακριβά: ακριβαγοράζω, ~πληρώνω, ~πουλώ. 2. με επιτατική σημασία δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται, ισχύει σε μεγάλο βαθμό, (υπερβολικά) πολύ: ~εξετάζω· ακριβαγαπημένος· ακριβαγάπητος, ~πόθητος. || με πολλή φροντίδα: ~θρεμμένος, ~ταϊσμένος. 3. χαρακτηρίζει πρόσωπα για τα οποία δύσκολα ισχύει αυτό που συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~θώρητος, ~μίλητος.
[μσν. ακριβ(ο)- θ. του επιθ. ακριβ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ακριβο-αναθρεμμένος, ακριβ-αναθρεμμένος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριβο- 2 : το επίθ. ακριβής ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται: 1. με ακρίβεια, με προσοχή και σχολαστικότητα και επομένως σωστά: ~μετρώ· ~ζυγιασμένος. 2. με σαφήνεια, κυριολεκτικά: ~λογώ· ~λόγος· ~λεξία.
[1: ελνστ. ἀκριβο- θ. του επιθ. ἀκριβ(ής) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. ἀκριβο-λογῶ· 2: λόγ. < ελνστ. ἀκριβο-]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακριβοαναθρεμμένος, μτχ. επίθ.,
- βλ. ακριβαναθρεμμένος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακριβογιός ο [akrivojós] Ο17 : (λογοτ.) πολυαγαπημένος γιος, συνήθ. για μοναχογιό.
[ακριβο- 1 + γιος]