Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αιγιπάνας [eyipánas] ο,
- goat-footed Pan, goat-Pan:
- (οι καλικαντζάροι είναι) η παλιοπαρέα από τραγογένηδες σάτυρους, αιγιπάνες και πρίαπους που συνόδεψαν το άρμα του Διονύσου (Myriv) |
- poem κι ω τεχνίτη Aιγιπάνα, σε κύπελλο | νοερό με κερνάς την απάτη (Skipis) |
- κι από παντού | να 'ρχουνται να με βρίσκουν οι σκοποί | των Aιγιπάνων ... (id.)
[fr AG & K Aἰγίπαν w. accent shifted through influence of accentuation of Πάνας ← Παν]
- goat-footed Pan, goat-Pan: