Παράλληλη αναζήτηση
1.056 εγγραφές [921 - 930] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέσπερο [anéspero] το, (L)
- ① period of time before sunset, early evening, late afternoon (syn δείλι, δειλινό):
- πριν απ' το ~ άρχισε να βρέχει |
- στο ~ ο μονιάς τα στήθια τους θωράει ν' αχνολογούνε (Kazantz Od 8.512)
- ② eternity, the everlasting (syn το αιώνιο):
- ο ποιητής υψώνεται στο ~ (Chatzinis)
[substantiv. n of MG ανέσπερος]
- ① period of time before sunset, early evening, late afternoon (syn δείλι, δειλινό):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανέσπερος, επίθ.
-
- Που δε δύει, που φωτίζει πάντοτε:
- ζωήν την αιώνιον και φως το ανέσπερον (Iστ. πατρ. 12316· Eρωτοπ. 127).
[μτγν. επίθ. ανέσπερος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Που δε δύει, που φωτίζει πάντοτε:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέσπερος -η -ο [anésperos] Ε5 : (λόγ., λογοτ.) που δε δύει: Aνέσπερο άστρο. || που δε σβήνει ποτέ: Aνέσπερο φως.
[λόγ. < ελνστ. ἀνέσπερος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέσπερος, -η, -ο [anésperos] (L) lit & poet
- ① not setting, not dimming, eternal (syn άσβηστος, διαρκής):
- ανέσπερο αστέρι, σέλας, φέγγος, φως |
- ~ ήλιος |
- ανέσπερη αναλαμπή, αχτίδα, λάμψη |
- μεσάνυχτα του Πόλου με τον ανέσπερο ήλιο (Athanasiadis-N)
- ⓐ unending, continuous (syn αβράδιαστος):
- φτωχοί και γυμνοί επρόβαιναν στο φως της ανέσπερης μέρας (Panagiotop) |
- poem κι ο χάροντας |
- -Xαίρε, ψιθύρισε, | νύχτα μου ανέσπερη κι ασβόλια (Skipis) |
- και μέσα απ' τα κελιά των φυλακών σου | ήλιος ας λάμψει ανέσπερης μέρας (Lefteriotis)
- ② fig long lasting, everlasting, eternal (syn αιώνιος, διαρκής):
- ανέσπερη δόξα, ζωή, λατρεία, αλήθεια, ευτυχία, φωνή |
- ανέσπερο πνεύμα |
- άνθρωπος προικισμένος με ανέσπερα νιάτα (Panagiotop) |
- ακτινοβολεί το ανέσπερο ηθικό μεγαλείο (Papanoutsos) |
- η αθανασία φέρνει την αισθητή ζωή σ' επαφή με τον ανέσπερο κόσμο των ιδεών (Andronikos) |
- poem τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας | γίνει πνοές κι ανέσπερα πουλιά (Elytis) |
- πνευματική ανέσπερη εικόνα | που τη μετάρσια κλίμακα τελειώνει | των αθανάτων (Xydis) |
- άναυγη, ανέσπερη όλη η ζήση (Vlastos)
[fr kath ανέσπερος ← MG ← LK, PatrG ἀνέσπερος, cpd of pref ἀν- & dσπερος / ἑσπέρα]
- ① not setting, not dimming, eternal (syn άσβηστος, διαρκής):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέσπλαχνα [anésplaxna] adv (L)
- without compassion, pitilessly, mercilessly, cruelly (syn άσπλαχνα, αλύπητα, σκληρά, ant ευσπλαχνικά):
- ο άνεμος φυσάει ~ και συρομαδάει τις ψυχές (Kazantz) |
- ποιος του δίνει τόση γοητεία και ομορφιά και ~ μονομιάς το σβήνει; (id.) |
- poem δεν παλεύουν τώρα ~ πια μόνο Tρώες κι Aργίτες (Homer Il 5.379 Kaz-Kakr) |
- ~ ο καθένας τη χρεή που του 'λαχε ξετρέχει (Kazantz Od 13.379) |
- μα ~, άγρυπνα φρουρούν τ' αστέρια | το άγιο Φουζί στα φρένα του σηκώθη (id.) |
- τα φύλλα του, που ~ τα ρίχνεις χάμου, | δες πως ο κρύος αέρας τα σκορπά (Malakasis)
[der of ανέσπλαχνος]
- without compassion, pitilessly, mercilessly, cruelly (syn άσπλαχνα, αλύπητα, σκληρά, ant ευσπλαχνικά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέσπλαχνος, -η, -ο [anésplaxnos] (L)
- pitiless, merciless, ruthless, cruel (syn άσπλαχνος, αλύπητος, ανελέητος L, σκληρός, ant ευσπλαχνικός):
- ~ θεός, κόσμος |
- ανέσπλαχνη διαταγή, καρδιά, μητέρα |
- ανέσπλαχνο κοντάρι, μαχαίρι |
- είχε ανέσπλαχνο φυσικό για να μπορέσει να βαστήξει τόσα πράγματα στο κελάρι της όταν πείνασε ο κόσμος (Prevelakis, adapted) |
- ο θεός καταδέχτηκε να του ανοίξει του ανέσπλαχνου μελλούμενου τις πόρτες (EIR Taxidia) |
- ποιος ~ νουνός έδωκε τ' όνομα του άγριου τύραννου της Kόρινθος; (Kazantz) |
- poem .. τους είδε να σκορπίζουν στη μάχη μέσα την ανέσπλαχνη (Homer Il 7.189 Kaz-Kakr) |
- ο Δίας, ο γιος του Kρόνου, μ' έμπλεξε σε συμφορά μεγάλη | ο ~ (ib 2.112) |
- .. μα ο ~ ο νους του | τους πιο γερούς ζητάει δεντροκορμούς (Kazantz Od. 21.778) |
- μονάχα ο θεός μπορεί να ξεστομάει τ' ανέσπλαχνά σου λόγια (ib 4.827)
[fr kath (neol]
- pitiless, merciless, ruthless, cruel (syn άσπλαχνος, αλύπητος, ανελέητος L, σκληρός, ant ευσπλαχνικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεσταλμένος, -η, -ο [anestalménos] (L)
- checked, stopped, arrested:
- ανεσταλμένη παραγωγή, πρόοδος |
- είναι μια πόλη μ' ανεσταλμένο ρυθμό ζωής (Ouranis) |
- ήταν σεξουαλικά ~ με τη γυναίκα του (PChartokollis)
[fr kath ανεσταλμένος ← K, ppp of ἀναστέλλω]
- checked, stopped, arrested:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέστη [anésti] Ρ : (λόγ.) αναστήθηκε, στις εκκλησιαστικές εκφράσεις Xριστός* ~. αληθώς* ~.
[λόγ. < γ' εν. πρόσ. του αρχ. ρ. ἀνίσταμαι (από ελνστ. εκκλ. φρ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέστη [anésti] (L) aor
- of ανίσταμαι:
- phr Xριστός ~ Christ is risen w. the response αληθώς ~ truly he is risen
[fr the Christian church service at Easter]
- of ανίσταμαι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ανέστης [anéstis] ο, (& Aνέστος) pers-n
- :
- ο ~ δεν πρόκειται να γίνει καλός άνθρωπος (Petsalis) |
- ο Aνέστος ήταν ένα κόκκαλο πολύ γερό (Patatzis)
[fr the phr Xριστός ανέστη]