Παράλληλη αναζήτηση
1.056 εγγραφές [201 - 210] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανεκπαίδευση [anekpé∂efsi] η, (L)
- re-education (syn L επανεκπαίδευση):
- γρήγορη αποπεράτωση πυκνών (σε χρόνο) σπουδών και αργότερα αλλεπάλληλες ανεκπαιδεύσεις (Papanoutsos)
[neol, cpd of αν(α)- & εκπαίδευσις]
- re-education (syn L επανεκπαίδευση):
- ανεκπαίδευτος -η -ο [anekpéδeftos] Ε5 : που δεν εκπαιδεύτηκε ή που δεν είναι δυνατό να τον εκπαιδεύσουν.
[λόγ. αν- (δες α- 1) εκπαιδεύ(ω) -τος]
- ανεκπαίδευτος, -η, -ο [anekpé∂eftos] (L)
- ① not educated, untaught (syn απαίδευτος L, αμόρφωτος, ακατάρτιστος, ant εκπαιδευμένος, καταρτισμένος):
- πλούσιες χώρες επιτρέπουν (εάν το επιτρέπουν) στον εαυτό τους την πολυτέλεια ανεκπαίδευτων επαγγελματιών (Papanoutsos) |
- το Kράτος διορίζει προσωπικό ανεκπαίδευτο, ακατάρτιστο, ανειδίκευτο (id.)
- ② milit untrained:
- οι νεοσύλλεκτοι είναι ακόμη ανεκπαίδευτοι
[fr kath ανεκπαίδευτος (Koumanoudis), cpd of pref αν- & *εκπαιδευτός (: εκπαιδεύω)]
- ① not educated, untaught (syn απαίδευτος L, αμόρφωτος, ακατάρτιστος, ant εκπαιδευμένος, καταρτισμένος):
- ανεκπλήρωτο [anekplíroto] το, (L)
- non-fulfillment (ant εκπλήρωση):
- μελετά το ~ του πόθου (Spandonidis) |
- κάθε καλλιτέχνης γράφει κάτω από την ώθηση του ανεκπλήρωτου (Chatzinis) |
- O Ίψεν συμβολίζει όλη την κυρίαρχη δύναμη του άγνωστου, του ανεκπλήρωτου (Thrylos) |
- είπα να μείνω με την ηδονή τ' ανεκπλήρωτου, να κουβαλώ τον Tαΰγετο μέσα μου (Gialourakis) |
- poem ο λόγος .., | καθώς ξερόφυλλο έπεσε λαμπρό, στην κοιμισμένη | θάλασσα του ανεκπλήρωτου που τόσα μου κρατεί (Papantoniou)
[fr kath ανεκπλήρωτον, substantiv. n of LK ανεκπλήρωτος]
- non-fulfillment (ant εκπλήρωση):
- ανεκπλήρωτος -η -ο [anekplírotos] Ε5 : που (καθόλου ή εν μέρει) δεν εκπληρώθηκε, δεν πραγματοποιήθηκε ή που δεν τον εκπλήρωσαν, δεν τον πραγματοποίησαν, απραγματοποίητος: α. (για κτ. που αποτελεί υποχρέωση, καθήκον): Aνεκπλήρωτες υποσχέσεις. β. (για κτ. που περιμένουμε ή περιμέναμε να γίνει, να πραγματοποιηθεί): Aνεκπλήρωτες επιθυμίες, ανικανοποίητες. Aνεκπλήρωτη ευχή. Tα ανεκπλήρωτα όνειρα της νιότης μας.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεκπλήρωτος]
- ανεκπλήρωτος, -η, -ο [anekplírotos] (L)
- ① unfulfilled, unrealized, unredeemed (syn απραγματοποίητος, ant πραγματοποιημένος):
- ανεκπλήρωτη δυνατότητα, ελπίδα, επιθυμία, ευχή, προσδοκία, υπόσχεση |
- ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες |
- ~ έρωτας, καημός |
- πόθοι ανεκπλήρωτοι |
- ανεκπλήρωτο αίτημα, καθήκον |
- ανεκπλήρωτα όνειρα |
- ανεκπλήρωτο χρέος |
- δεν είναι έλλειψη σοφίας ν' αφήνει κανείς πάντα κάτι ανεκπλήρωτο στη ζωή του (Ouranis) |
- poem στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη | μένα η ζωή πληρώθη (Polydouri)
- ⓐ unfulfilled, unsatisfied, of a person:
- φτάσαμε στο σπίτι ανεκπλήρωτοι (Laina)
- ② unfulfillable, unrealizable (ant πραγματοποιήσιμος):
- αυτά δεν γίνονται, είναι όνειρα ανεκπλήρωτα
[fr kath ανεκπλήρωτος ← LK ανεκπλήρωτος (1st c. AD), cpd of pref αν- & *εκπληρωτός; cf also MG εκπλήρωτος (Kriaras' Lex)]
- ① unfulfilled, unrealized, unredeemed (syn απραγματοποίητος, ant πραγματοποιημένος):
- ανέκπλοκος, επίθ.
-
- Που δεν είναι παντρεμένος, ανύπαντρος:
- (Eπιθαλ. Aνδρ. B´ 555).
[<στερ. αν‑ + εκπλέκω]
- Που δεν είναι παντρεμένος, ανύπαντρος:
- ανεκποίητος -η -ο [anekpíitos] Ε5 : α.που δεν τον έχουν εκποιήσει: Aνεκποίητα εμπορεύματα, απούλητα. || Aνεκποίητη κληρονομιά / περιουσία. β. που δεν επιτρέπεται ή δεν μπορούμε να τον εκποιήσουμε: Οι αρχαιολογικοί θησαυροί είναι ανεκποίητοι.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεκποίητος `αναπαλλοτρίωτος΄ κατά την αλλ. της σημ. του εκποιώ]
- ανεκποίητος, -η, -ο [anekpíitos] (L)
- ① unsold (syn απούλητος, L απώλητος, ant εκποιημένος):
- ανεκποίητα είδη
- ② unsalable (ant εκποιήσιμος):
- ανεκποίητα αντικείμενα
[fr kath ανεκποίητο (Koumanoudis) ← PatrG (4th c. AD +), cpd of pref αν- & LK εκποιητός (2nd c. AD), verbal adj of εκποιώ]
- ① unsold (syn απούλητος, L απώλητος, ant εκποιημένος):
- ανεκράτητος, -η, -ο [anekrátitos] (& ανεκράτηγος & ανεκράταγος) region. & (D) & lit
- ① unrestrained, vehement (syn in ακράταγος 1):
- τ' άλογα τριποδίζαν ανεκράτητα (Prevelakis) |
- το αμαξάκι χυμάτιζε ανεκράτητο σ' έναν κατήφορο (id.)
- ② passionate, fiery (syn in ακράτητος):
- μεθυσμένη από ανεκράταγη αγάπη έλυνε τ' ασημένια μαλλιά της (Panagiotop)
[fr MG ανεκράτητος (Digenis), cpd of αν- & MG ακράτητος (-ηγος, -αγος) w. no semantic change ← AG ἀκράτητος]
- ① unrestrained, vehement (syn in ακράταγος 1):