Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιδοσύνη [e∂osíni] η,
- bashfulness, modesty (syn in αιδημοσύνη):
- έχει την ~ της η ψυχή μας (Psichari) |
- το 'κανε ... έτσι από κρύφιο της ψυχόρμητο της αιδοσύνης, για να μη βλέπη τα μάτια του Aντρέα (id.) |
- ο Zευς ... στέλνει τον Eρμή να φέρη στους ανθρώπους την ~ και το δίκαιο (Theodorakop) |
- τηρούν τους νόμους με δυο λογιών πίεση, με την ( και με το φόβο (id.) |
- poem από την ( | τα εφηβικά τα μάγουλα βάφουνται μ' ένα χρώμα | που έχει το ακροούρανο, η αυγή στην πλάση όντας προβάλλη (Skipis)
[fr K αἰδοσύνη, a blend of αἰδ(ώς + αἰδημ)οσύνη]
- bashfulness, modesty (syn in αιδημοσύνη):