Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *κοπώ
75 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-κοπώ [kopó] & -άω & με τύπο αποθετικού ρήματος -ιέμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα. I. επιτείνει τη σημασία του ρηματικού μέρους του α' συνθετικού ή δηλώνει συνεχή επανάληψη από μέρους του υποκειμένου της ενέργειας που υπαινίσσεται το α' συνθετικό: αστραφτο~, βροντο~, γλεντο~, γυαλο~, ιδρο~, μεθο~ και μεθοκοπάω· ξυλο~· φαντασιο~, χρεο~. || (σε αποθετικά ρήματα) σταυροκοπιέμαι, ζεστοκοπιέμαι. II. (συνήθ. λαϊκότρ.) δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κόβει, σπάει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βολο~, χορτο~.

[μσν. μετουσ. επίθημα -κοπώ < -κόπ(ος) -ώ ως β' συνθ.: μσν. ραβδο-κοπώ `χτυπώ συνεχώς με ραβδί΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-σκοπώ [skopó] : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος: 1. εξετάζει ή παρατηρεί αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βυθο~. 2. εξετάζει ή παρατηρεί με το όργανο ή το μέσο που εκφράζει το α' συνθετικό: ακτινο~. || κυριολεκτικά και μεταφορικά: βολιδο~. 3. κινηματογραφεί με τον τρόπο ή το μέσο που δηλώνει ή υπονοεί το α' συνθετικό: βιντεο~, μαγνητο~. 4. επιδιώκει αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό: κερδο~.

[λόγ.: 1: αρχ. -σκοπῶ < αρχ. ρ. σκοπῶ ως β' συνθ.: αρχ. οἰωνο-σκοπῶ `μαντεύω με βάση το πέταγμα πουλιών΄· 4: ελνστ. σημ.: ελνστ. καιρο-σκοπῶ· 2, 3: με βάση τα -σκόπησις, -σκόπιον < γαλλ. -scopie, -scope: μαγνητο-σκοπώ < μαγνητο-σκόπησις < γαλλ. magnétoscope]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινοσκοπώ [aktinoskopó] Ρ10.9α : (ιατρ.) εξετάζω με ακτινοσκόπηση.

[λόγ. ακτινοσκόπ(ησις) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινοσκοπώ [aktinoskopó] med (L)
  • perform radioscopy, examine by X-raying, to X-ray (syn εξετάζω στις ακτίνες χι):
    • με πήγαν σε γιατρούς, με ακτινοσκόπησαν, δε βρίσκουν τίποτε (Katsigra)

[der of ακτινοσκόπος]

[Λεξικό Κριαρά]
αλαφροκοπώ.
  • Kάνω κ. ελαφρό, ανεκτό:
    • (Aρμούρ. 113).

[<επίθ. αλαφρός + κοπώ. Μέσ. ιούμαι σήμ. κυπρ. (IΛ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανασκοπώ [anaskopó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω ανασκόπηση.

[λόγ. < αρχ. ἀνασκοπῶ `εξετάζω καλά, λογαριάζω περασμένα γεγονότα΄ σημδ. γαλλ. réviser & αγγλ. review]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανασκοπώ [anaskopó] ανασκοπείς, aor ανασκόπησα (subj ανασκοπήσω) pass ανασκοπούμαι, (L)
  • ① recall (to mind), recollect, meditate on (past events) (syn αναλογίζομαι, αναπολώ):
    • ο M. ανασκοπεί .. τον καιρό που έχει περάσει, τα έργα που έπραξε κλ (Panagiotop) |
    • παιδιάστικες αναμνήσεις .. που όταν κάποτε ανασκοπούμε τη ζωή μας .. πειθόμαστε πως είναι από τις σπάνιες στιγμές (KPolitis)
  • ② review, reconsider (syn επανεξετάζω):
    • ~ μια μακρά χρονική περίοδο |
    • ~ το παρελθόν και προβλέπω το μέλλον |
    • στην πραγματεία .. ανασκοπούνται και οι απόψεις των μελετητών του 19ου αιώνα (Platis)
  • ⓐ consider, weigh, evaluate, reckon (syn αναμετρώ,:
    • (αυτά τα κείμενα) θα μπορούσαν να βοηθήσουν το μεγάλο πλήθος των ελλήνων πολιτών ν' ανασκοπήσει σωστά, να σκεφθεί και να διαμορφώσει ξεκάθαρη γνώμη (Peponis) |
    • ανασκοπώντας το πλήθος των λόγων .. μάταια αναζητούμε .. τις αρετές των κλασικών μας ρητόρων (Tsatsos) |
    • poem κάθισα εδώ και ~ χρησμόν ανανεωμένο | που βρίσκει πλήρωση βραδεία στο γύρισμα του κύκλου (Papatsonis)
  • ③ make a résumé, summarize (syn συγκεφαλαιώνω):
    • ο κριτικός ανασκόπησε το θεατρικό 1947 |
    • ο Πλάτων στην αυτοβιογραφία του αυτή, ανασκοπεί σύντομα τη ζωή του (Theodorakop)

[fr AG, K ἀνασκοπῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσκοπώ [aposkopó] Ρ10.9α : για πρόσωπο που ενεργεί έχοντας ένα συγκεκριμένο σκοπό ή για ενέργεια που τείνει προς το σκοπό αυτό· έχω ως σκοπό, αποβλέπω1: Δεν ξέρω πού αποσκοπεί, όταν κάνει αυτές τις δηλώσεις. Προσφέρει τις υπηρεσίες του στην κοινωνία χωρίς να αποσκοπεί σε κτ., σε ανταμοιβή ή σε αναγνώριση. H πολιτική που ακολουθούμε αποσκοπεί στην αξιοποίηση όλων των φυσικών πόρων της χώρας.

[λόγ. < αρχ. ἀποσκοπῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσκοπώ [aposkopó] αποσκοπεί, ipf αποσκοπούσα, aor αποσκόπησα (L)
  • ① have as a goal or objective, aim at, intend (syn αποβλέπω 2, επιδιώκω, σκοπώ):
    • αποσκοπεί στην ανατροπή των κοινωνικών αξιών |
    • αποσκοπεί να εξασφαλίσει κέρδη |
    • η οργάνωση αποσκοπεί στην ενημέρωση της κοινής γνώμης |
    • οι σουλτάνοι αποσκοπούσαν να τρομοκρατήσουν τους χριστιανούς (Vacalop) |
    • όσοι αποσκοπούσανε στην τιμή και στο σεβασμό γράφανε λατινικά (ZLorentzatos) |
    • ο κριτικός αποσκοπεί μονάχα να εκφράσει τις δικές του συγκινήσεις (Thrylos) |
    • τι σημασία έχουν όλα τούτα σήμερα και πού αποσκοπούν; (Psathas) |
    • αποσκοπήσαμε να αντιμετωπίσουμε μερικούς στίχους του Κλεάνθη από τη σκοπιά των ορφικών κειμένων (Dragona-N)
  • ② be designed or intended for, be aimed at:
    • το σχέδιο αποσκοπεί στην επιτυχία προγνώσεων καιρού |
    • τα στρατιωτικά γυμνάσια αποσκοπούν στον εκφοβισμό του λαού |
    • οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης αποσκοπούν να συγκαλύψουν απαράδεκτες παραχωρήσεις |
    • σ' αυτό το διαχωρισμό αποσκοπεί ο έλεγχος του Π. (Tatakis) |
    • βασικοί θεσμοί της πολιτείας αποσκοπούν στην αποτροπή του μεγάλου αυτού κινδύνου (Despotop)

[fr kath αποσκοπώ ← MG ← K, AG ἀποσκοπῶ (-έω)]

[Λεξικό Κριαρά]
αρμοκοπώ.
  • Kόβω, παραλύω τους αρμούς του σώματος:
    • πιττάκιν τό αρμοκόπησε και εχάλασέν με ως χώμα (Λίβ. N 1776).

[<ουσ. αρμός + κοπώ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες