Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιάζων -ουσα -ον [iδiázon] Ε12 : (λόγ.) που έχει εντελώς ιδιαίτερο και μοναδικό χαρακτήρα: Iδιάζουσα κατάσταση, ιδιαίτερη και μοναδική. Iδιάζουσα οσμή, ιδιαίτερη και χαρακτηριστική.
ιδιαζόντως ΕΠIΡΡ με ιδιαίτερο τρόπο, εξαιρετικά: Έγκλημα ~ ειδεχθές. [λόγ. < ελνστ. ἰδιάζων, μεε. του ἰδιάζω· λόγ. < ελνστ. ἰδιαζόντως]