Παράλληλη αναζήτηση
503 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακράτητος, επίθ.
-
- Aσυγκράτητος, ακατάσχετος, ορμητικός:
- προς πολέμων συμπλοκάς ακράτητος υπήρχεν (Kαλλίμ. 854).
[αρχ. επίθ. ακράτητος. H λ. και σήμ.]
- Aσυγκράτητος, ακατάσχετος, ορμητικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακράτητος -η -ο [akrátitos] Ε5 : που έχει τόση ορμή και δύναμη, ώστε είναι αδύνατο να συγκρατηθεί· ασυγκράτητος: Όρμησαν ακράτητοι, ακάθεκτοι. Aκράτητη χαρά. Aκράτητα γέλια, ασυγκράτητα. Aκράτητη φαντασία, αχαλίνωτη. Aκράτητη φλυαρία, ακατάσχετη. Aκράτητο πάθος / μίσος. ~ πόθος, παράφορος, αχαλίνωτος.
ακράτητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀκράτητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακράτητος, -η, -ο [akrátitos]
- ① unrestrained, unhindered, unchecked or uncheckable, irrepressible (syn ακάθεκτος, ακατάσχετος, ασυγκράτητος, αχαλίνωτος, βίαιος, ορμητικός, ant κρατημένος, συγκρατημένος [or συγκρατούμενος]):
- ~ άνθρωπος |
- έτρεχε, χύθηκε, όρμησε, προχώρησε ~ |
- ακράτητα παιδιά, νιάτα ορμητικά κι ακράτητα |
- άλογο ακράτητο |
- ακράτητη τρεχάλα |
- ~ θαυμασμός, βερμπαλισμός |
- ακράτητη ορμή, εξόρμηση, δύναμη, τόλμη |
- ακράτητο κύμα, ρεύμα |
- ακράτητη βροχή, φουρτούνα |
- ακράτητα νεύρα unrestrained nerves |
- ακράτητη χαρά, ευθυμία |
- ακράτητη απ' τη χαρά της |
- ακράτητα γέλια (δάκρυα) irrepressible, unsuppressed, unrestrained laughter (tears) |
- πλούσια πηγή από νερό που έρρεεν ακράτητο, πλημμυριστό (Palam) |
- το τάγμα εξόρμησε ακράτητο (Terzakis) |
- ο ψυχρός άνεμος γίνηκε ~ (Karagatsis) |
- απαρνιόντανε η μια (σχολή) την άλλη με τυφλή εμπάθεια και ακράτητη ροπή στην έξαλλη υπερβολή (Theotokas) |
- ο στίχος του (sc του Παλαμά) ήταν άφθονος, ~ και γυμνασμένος για κάθε προσέγγιση (Charis) |
- το θέμα είναι ... πλεγμένο με λογής περιπέτειες και ακράτητη φαντασία (Dimaras) |
- poem το γοργοφύσημ' ακράτητο πήρε | προς τ' αξεδιάλυτου χάους το δρόμο (Palam) |
- ξεσπά ο στρατός τους ~ τη λύσσα του, όπου τύχη (Malakasis) |
- κι ωσά να χύθη αμέτρητη | κι ακράτητη η τρομάρα (Sikel) |
- (δυο κριάρια) χτυπιόνται ακράτητα με τα στριφτά τους κέρατα αντιμέτωπα (id.)
- ② passionate, fiery, indomitable (syn παράφορος, φλογερός, αδάμαστος, near-syn απερίγραπτος, ant συγκρατημένος, χαλαρός, ψύχραιμος):
- ακράτητο πάθος (ant ψυχρή ηρέμηση) |
- ~ ενθουσιασμός |
- τον κατέχει ~ πόθος για δράση |
- ακράτητη επιθυμία, e.g. μου ήρθε άκρατη επιθυμία να επικοινωνήσω με τον Poveretto (Palam) |
- (τα φιλελεύθερα στοιχεία) θα ξεσπάσουν με ακράτητο μίσος (Kazantz) |
- πού είναι; έκαμε ακράτητη η Pόζα (Xenop) |
- αμαρτίες ... καλοκαθαρισμένες μέσα στη φωτιά του λυρισμού του πιο ακράτητου (Palam) |
- στο (γλυπτό) κεφάλι είναι διάχυτη η ακράτητη επιθανάτια θλίψη (Karouzou) |
- poem ακούοντας τον ακράτητο αυτόν αίνο | με του Aισχύλου τον άκρατο σκοπό |
- "η Eλλάδα σκώθηκε και τρώει τον ξένο" (Sikel)
[fr MG ακράτητος ← K, PatrG]
- ① unrestrained, unhindered, unchecked or uncheckable, irrepressible (syn ακάθεκτος, ακατάσχετος, ασυγκράτητος, αχαλίνωτος, βίαιος, ορμητικός, ant κρατημένος, συγκρατημένος [or συγκρατούμενος]):
[Λεξικό Κριαρά]
- ακρατισμός ο.
-
- Φρ. κάμνω ή ποιώ ακρατισμόν = γευματίζω, τρώγω (συν. πρόχειρα):
- (Kορων., Mπούας 60, 77).
[μτγν. ουσ. ακρατισμός]
- Φρ. κάμνω ή ποιώ ακρατισμόν = γευματίζω, τρώγω (συν. πρόχειρα):
[Λεξικό Κριαρά]
- ακράτιστος, επίθ.
-
- Aσυγκράτητος, αχαλίνωτος, αδίστακτος ηθικά:
- Έν κακού τσουλούκου σπέρμα, ακρατίστου και χυδαίου (Πτωχολ. α 586).
[<στερ. α‑ + κρατίζω. H λ. στο Somav.]
- Aσυγκράτητος, αχαλίνωτος, αδίστακτος ηθικά:
[Λεξικό Κριαρά]
- ακράτος, επίθ.
-
- 1) Aμιγής, ανόθευτος, καθαρός:
- (Ch. pop. 554).
- 2) (Προκ. για ανθρώπινη αρετή) γνήσιος, πραγματικός:
- παλληκάρι ακράτον είσαι (Φορτουν. Δ´ 190).
[<αρχ. επίθ. άκρατος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aμιγής, ανόθευτος, καθαρός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκρατος -η -ο [ákratos] Ε5 : (λόγ.) που χαρακτηρίζεται από απουσία ξένων στοιχείων που θα μπορούσαν να τον μετριάσουν ή να περιορίσουν την έντασή του· ασυγκράτητος: ~ εγωισμός / ενθουσιασμός / θυμός. || ακραιφνής: ~ ιδεαλισμός.
[λόγ. < αρχ. ἄκρατος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκρατος, -η, -ο [ákratos] (L)
- ① unmixed, unadulterated, pure (syn αγνός, ακράτος, L αμιγής, ανακάτωτος [also ανέρωτος], ανόθευτος, γνήσιος, καθαρός, ant ανακατωμένος [also νερωμένος], νοθεμένος):
- άκρατο κρασί (syn ανέρωτο κρασί) |
- τ' άκρατο κρασάκι (Psichari) |
- άκρατο γάλα (Delmouzos) |
- poem κρασί είν' η άγνοια άκρατο (Schinas)
- ② fig true, pure, genuine (syn αληθινός, γνήσιος, πραγματικός, χωρίς αλλότρια στοιχεία ή αλλότριες επιδράσεις):
- άκρατη ελευθερία |
- ~ βεντετισμός |
- ένα είδος άκρατου λυρισμού |
- ~ κοινοβουλευτισμός, εθνικισμός, πατριωτισμός, φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός, κομμουνισμός |
- ~ επιστημονισμός, ιδεαλισμός, κοινωνισμός, πολιτικός μηδενισμός, ορθολογισμός, ρεαλισμός, σκεπτικισμός, συντηρητισμός, σχετικισμός, υλισμός (ματεριαλισμός), άκρατη υλοκρατία, ~ υποκειμενισμός (υποκειμενικός αισθηματισμός) |
- ~ δημοτικισμός, άκρατη δημοτική, άκρατη καθαρεύουσα |
- ~ βερμπαλισμός |
- άκρατα λαϊκά στοιχεία |
- ~ ο ήλιος, δηλαδή έκθεση του γυμνού σώματος στις άμεσες του ηλίου ακτίνες, είναι φάρμακο (Katsigra) |
- φυσιολάτρης και ανθρωπολάτρης ~ (Palam) |
- δεν αποφεύγει κανένα λαϊκισμό από τους πιο άκρατους (id.) |
- άκρατη χαρά στην απόλαυση μιας μορφής (Papanoutsos) |
- δε συμμερίζομαι την άκρατη αισιοδοξία των επιστημόνων (Panagiotop) |
- (δεν ακολουθούμε) το παράδειγμα των παλιότερων άκρατων καθαρευουσιάνων που όλα τα ξενικά ονόματα ... τα εξελλήνιζαν (Kriaras) |
- (Γερμανοί) φιλέλληνες όσοι ήρθαν στον Aγώνα |
- ποτισμένοι από τον πλέον άκρατο, τον πλέον μεθυστικό ρομαντικό νεοκλασικισμό (Dimaras) |
- μονοκόμματος, ~ από αισθησιακά και παθητικά στοιχεία ... παρουσιάζεται ο ψυχικός του κόσμος (Tsatsos) |
- έχει απλωθή ... η άκρατη συγγνώμη προς ό,τι εγκόσμιο και μόρσιμο (id.) |
- ~ και καθαρός ελληνισμός δεν υπάρχει (Papatsonis) |
- περίμενα με πόθο, που μόνο με τον άκρατο ερωτικό πόθο μπορεί να συγκριθή (id.) |
- η καθαρή, η άκρατη μητροκρατία ήταν μάλλον μια εξαίρεση παρά κανόνας (Fteris) |
- poem γέλασε τότε με άκρατη απονιά το αψόθυμο λαρύγγι (Kazantz Od 3.1175) |
- έτσι απ' την άκρατη λαμπρή φωνήν ό,τι διαβαίνει | διαβαίνει δίχως σκιά (Sikel) |
- ω επιθυμία της ζωής άκρατη | κ' έξοχη τυράννια! (Karelli)
[fr K, PatrG ← AG ἄκρατος]
- ① unmixed, unadulterated, pure (syn αγνός, ακράτος, L αμιγής, ανακάτωτος [also ανέρωτος], ανόθευτος, γνήσιος, καθαρός, ant ανακατωμένος [also νερωμένος], νοθεμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακράτος, -η, -ο [akrátos] (D)
- ① unmixed, unadulterated (w. other ingredients such as water), pure (syn in άκρατος 1):
- κρασί ακράτο (syn ανέρωτο κρασί) |
- το πίνει ακράτο |
- ακράτο το σαντορινιό κρασί χτυπάει στο κεφάλι |
- λάδι ακράτο |
- ~ μόσκος |
- ακράτο ασήμι, ακράτο μάλαμα (χρυσάφι) |
- ~ ασβέστης calcinated lime |
- η κάθε πλάκα (της αυλής) χρισμένη το περιγύρι της με ακράτον ασβέστη (Myriv) |
- η θάλασσα ... είναι παστρικιά, ακράτη! (id.) |
- η αμμουδιά τής Bίγλας με τα νερά, ακράτα σαν αγιασμός (id.) |
- ένας χαρμόσυνος σαματάς ανέβαινε αποκάτω, χυνόταν μέσα από το παράθυρο μαζί με τον ακράτο πρωινόν αέρα (id.) |
- poem κι ανέβη, φούντωσε στον ουρανό το μέγα ακράτο ρόδο until the sun's red rose climbed up the sky and bloomed (Kazantz Od 13.402) |
- ... μέσα στο ακράτο σου αίμα | βρήκα την άγγιχτη χαρά (Vlastos) |
- ήπια αποπάνω το κρασί | το ακράτο, το χιλιόχρονο (Sikel) |
- κέρνα κρασάκι ακράτο (Stavrou Ar)
- ② fig genuine, true, real (syn in άκρατος 2):
- φίλος ~, φιλία ακράτη |
- poem ... στο νου του ξάφνου εχύθη | ακράτη αγάπη για τον άρπαγο που του μιλούσε κύρη (Kazantz Od 1.342) |
- κι αρχίζει ακράτο θρήνο να κινάη, πέρφανο μοιρολόι (ib 19.827) |
- ... δεν πρόφτασε με τον πολύν αγώνα | να γίνη πνέμα ακράτο ... have not found time in its great fight to turn from flesh and bone into pure spirit (ib 23.32) |
- των φτερών τη λαχτάρα την ακράτη | στα ξένα πρωτογνώρισα, στη Pώμη (Sikel) |
- και μες στο ακράτο κράμα | η πείνα μου έσκουζε (id.) |
- και γύρα οι πιστικοί δυνάμωναν | το γαίμα τους με ακράτα γέλια (id.)
[fr MG ακράτος ← K, PatrG, AG ἄκρατος; the shifted accent anal. after adjs in -άτος such as μονάτος, also γεμάτος]
- ① unmixed, unadulterated (w. other ingredients such as water), pure (syn in άκρατος 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακράφνου [akráfnu] region. & lit
- suddenly (syn ξαφνικά):
- poem και ~ η βροντοκούδουνη καρδιά βαριοξεσπάει σε θρήνο (Kazantz Od 4.1188) |
- του εφάνη ~ πως ξημέρωσε και στάθη ομπρός του ο γήλιος (ib14.738) |
- κι ~ τρέμουλο ξεκόρφισε και μέσ' τα χιόνια εχάθη (ib 22.665)
[cpd of adv άκρα, q.v., & adv MG & ModG άφνου]
- suddenly (syn ξαφνικά):