Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδιάρρηκτος -η -ο [aδiáriktos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν διαρρήξει, που δεν είναι διαρρηγμένος: Tο χρηματοκιβώτιο βρέθηκε αδιάρρηκτο. 2. (μτφ.) για πολύ στενή και σταθερή σχέση· άρρηκτος: ~ δεσμός. Aδιάρρηκτη συμμαχία / ενότητα / φιλία.
αδιάρρηκτα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: ~ δεμένος με κτ. Tο δράμα στην αρχή ήταν ~ συνυφασμένο με τη λατρεία. [λόγ.: 2: ελνστ. ἀδιάρρηκτος `που δεν έχει σπάσει΄· 1: κατά τη σημ. της λ. διαρρήκτης]