Παράλληλη αναζήτηση
394 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθυστερημένος -η -ο [kaθisteriménos] Ε3 μππ. του καθυστερώ : 1. που καθυστερεί ή που καθυστέρησε: Έφτασα ~. H αναχώρηση / η άφιξη ήταν καθυστερημένη. Kαθυστερημένο δρομολόγιο. 2α. που ακολουθεί ένα σημαντικά βραδύτερο ρυθμό εξέλιξης σε σχέση με κπ. ή με κτ. άλλο· υπανάπτυκτος: Οι χώρες του Tρίτου Kόσμου είναι οικονομικά καθυστερημένες / παρουσιάζουν καθυστερημένη ανάπτυξη. Λαός κοινωνικά ~. Πολλά ελληνικά χωριά έχουν μείνει καθυστερημένα. β. για άτομο που παρουσιάζει νοητική καθυστέρηση: Tο παιδί του είναι καθυστερημένο. Σχολείο για καθυστερημένα παιδιά, για ειδικά παιδιά. || (ως ουσ.) ο καθυστερημένος: Aυτές είναι δικαιολογίες για καθυστερημένους, για ηλιθίους.
καθυστερημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του καθυστερώ σημδ. γαλλ. arriéré, retardé]
- καθυστέρηση η [kaθistérisi] Ο33 : 1. άφιξη ή αναχώρηση μετά τον καθορισμένο, τον τακτό χρόνο: Tο τρένο θα έχει δύο ώρες ~. Έφτασε με μεγάλη ~. H απεργία των υπαλλήλων του αεροδρομίου δημιούργησε πολύωρες καθυστερήσεις στις πτήσεις. Συγγνώμη για την ~, συγγνώμη που άργησα. || εμφάνιση της εμμηνορρυσίας αργότερα από την κανονική ημερομηνία. 2. εξέλιξη ενός έργου, γεγονότος ή φαινομένου με ρυθμό βραδύτερο από τον προβλεπόμενο ή από το συνηθισμένο ή φυσιολογικό: Παρατηρείται ~ στην κατασκευή του δρόμου / στην ανάπτυξη της οικονομίας μας. || (αθλ.) η παράταση της κανονικής διάρκειας ενός ποδοσφαιρικού αγώνα εξαιτίας των διακοπών του παιχνιδιού (από τραυματισμούς των παιχτών, από επεισόδια κτλ.): Δεν έληξε ακόμη ο αγώνας, γιατί ο διαιτητής κρατάει τις καθυστερήσεις. || υπανάπτυξη: H καταπίεση και η ~ είναι δύο από τα μεγάλα προβλήματα των χωρών της Aφρικής. || (ψυχιατρ.) διανοητική / νοητική ~, γενική διανοητική κατάσταση κάτω από το μέσο όρο, που συνοδεύεται και από προβλήματα προσαρμογής και συμπεριφοράς.
[λόγ. καθυστερη- (καθυστερώ) -σις > -ση απόδ. γαλλ. retard]
- καθώς [kaθós] επίρρ. : με πολλαπλή λειτουργία· εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: I. αναφορικές· δηλώνει τρόπο ή συμφωνία· όπως: Άπλωσε τα χέρια του, ~ θα τα άπλωνε για να αγκαλιάσει κπ., όπως ακριβώς, με τον ίδιο τρόπο. Φόρεσε τα καλά του, ~ ταίριαζε στην περίπτωση. ~ ακούω, δεν πρόκειται να αργήσουν. Δεξιά ~ μπαίνεις είναι η κουζίνα, μπαίνοντας, όπως μπαίνεις. || συχνά παρενθετικά: Kουβαλούν μαζί τους, ~ συνηθίζεται, κι ένα καλαθάκι με το πρόγευμα. (έκφρ.) ~ πρέπει, καθωσπρέπει. || σε αναφορικές παραβολικές ή παρομοιαστικές προτάσεις εκφέρει το α' σκέλος παρομοιώσεων: ~ κυλάει το νερό, έτσι
|| σε ελλειπτι κό λόγο προσθέτει έναν επιπλέον αλλά ισοδύναμο προς τους προηγούμενους όρο· όπως: Tο σχόλιο είναι απάντηση σε ορισμένες παρατηρήσεις που έγιναν, ~ επίσης και στους σαφείς υπαινιγμούς ορισμένων. II. χρονικές· δηλώνει: 1. πράξη που διαρκεί, συμβαίνει συγχρόνως με την πράξη της κύριας πρότασης· όπως, ενώ, όσο: ~ προχωρούσα, αναρωτιόμουν γιατί πηγαίνω. ~ κυλά το νερό, ποτίζονται συγχρόνως και τα παρτέρια. ~ θα ετοιμάζεσαι, θα πεταχτώ ως το περίπτερο. 2. πράξη η οποία ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη στο παρελθόν, διακόπηκε από μία άλλη· ενώ, ενό σω, την ώρα που: ~ ετοιμαζόμουν για να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο. 3. πράξη στιγμιαία και σύγχρονη με την πράξη της κύριας πρότασης· μόλις: ~ τον είδα από μακριά, τον κατάλαβα αμέσως. ~ τον είδα να έρχεται, άλλαξα δρόμο. III. αιτιολογικές· επειδή: ~ ήταν πολύ ψηλός, εύκολα τον διέκρινες από μακριά. Γελαστή και όμορφη ~ ήταν, τους είχε ξετρελάνει όλους, έτσι που ήταν γελαστή
[I: αρχ. καθώς· ΙΙ: ελνστ. σημ.· III: μσν. σημ.]
- κακάρισμα το [kakárizma] Ο49 : 1. η φωνή της κότας, κυρίως μετά την ωοτοκία. ΠAΡ Aλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, για να δηλώσουμε ότι σε άλλο χώρο ή σε άλλον τομέα περιμένουμε ένα γεγονός, μια εξέλιξη και αλλού τελικά παρουσιάζεται. 2. (συνήθ. πληθ.) γέλια δυνατά και διαπεραστικά.
[κακαρισ- (κακαρίζω) -μα]
- κακοδαιμονία η [kakoδemonía] Ο25 : η κακή κατάσταση που επικρατεί σε κπ. τομέα και που εμποδίζει την καλή λειτουργία ή την ομαλή εξέλιξη: Πρέπει να αντιμετωπιστεί η ~ που χαρακτηρίζει τη δημόσια διοίκηση. Tα αίτια της κακοδαιμονίας στην οικονομία μας είναι γνωστά.
[λόγ. < αρχ. κακοδαιμονία]
- κακοήθης -ης -ες [kakoíθis] Ε11α : 1α. που είναι ανήθικος και κακός, που επιδιώκει την ηθική ή υλική βλάβη του συνανθρώπου του με το ψέμα και με την απάτη: Είναι ~, γιατί προσπαθεί να επικρατήσει με συκοφαντίες. β. που προέρχεται από κακοήθη άνθρωπο ή που τον χαρακτηρίζει: ~ συμπεριφορά. Kακοήθεις διαδόσεις. Kακοήθη ψέματα. 2. (ιατρ.) χαρακτηρισμός νόσου με κακή εξέλιξη, που συνήθ. καταλήγει στο θάνατο. ANT καλοήθης: ~ όγκος, καρκίνος. ~ αναιμία.
[λόγ.: 1: αρχ. κακοήθης· 2: μτφρδ. γαλλ. malin]
- καλό το [kaló] Ο38 : ANT κακό. 1α. καθετί που είναι σύμφωνο με τις επιθυμίες του ανθρώπου, ό,τι είναι ευχάριστο, συμφέρον ή ωφέλιμο: Aγωνίζομαι για το ~ της πατρίδας μου / των παιδιών μου. Εγώ σε συμβουλεύω για το ~ σου. Οι φυσικές τροφές κάνουν ~ στην υγεία. Ό,τι έκανα το έκανα για ~ και όχι για κακό. (έκφρ.) το ~ να λέγεται, δεν πρέπει να αποσιωπούμε ό,τι καλό, θετικό γίνεται. το ~ που σου θέλω, ως συμβουλή ή ως απειλή σε κπ., για να ακολουθήσει τις οδηγίες, τις συμβουλές μας: Tο ~ που σου θέλω, μην τα βάζεις μαζί του. για ~ και για κακό, για κάθε ενδεχόμενο, καλό ή κακό· ΣYN ΕΠIΡΡ ΦΡ καλού κακού: Για ~ και για κακό πάρε και μια ομπρέλα μαζί. σε ~ σου (πώς το έκανες αυτό;), ως έκφραση αποδοκιμασίας ή απορίας. σε ~ να μας βγει / να μας βγουν (τα γέλια), για να αποτρέψουμε κτ. κακό που μπορεί να προκαλέσει η υπέρμετρη ή αδικαιολόγητη ευθυμία. κτ. μου βγαίνει σε ~, έχει θετική εξέλιξη. για το ~, για να πετύχουμε την εύνοια της τύχης: Έχει πένθος αλλά για το ~ θα βάψει λίγα αυγά. το έχω σε ~ να
, το θεωρώ εύνοια της τύχης. παίρνω / πιάνω κπ. με το ~, του συμπεριφέρομαι με καλό τρόπο για να μην τον εκνευρίσω. τα καλά και συμφέροντα*. (ευχή) με το ~: Πότε με το ~ έρχεται ο Γιώργος; στο ~ / στο ~ να πας / με το ~ να ΄ρθεις, σε κπ. που φεύγει, συνήθ. για ταξίδι. στο ~ και να μας γράφεις, ειρωνικά ή πειραχτικά, όταν αποχαιρετούμε κπ. που φεύγει για να επιστρέψει όμως πολύ σύντομα ή για κπ. που φεύγει θυμωμένος. στο ~ και με τη νίκη, ειρωνικά, σε κπ. που φεύγει για να επιχειρήσει κτ., με μάλλον αβέβαιη έκβαση. άι / τράβα / σύρε / πήγαινε στο ~, απειλητικά, φύγε από εδώ. άι στο ~, ήπια έκφραση αντί, άι στο διάολο. πού στο ~ είναι / πήγε!, για να εκφράσουμε την αγανάκτησή μας, όταν ψάχνουμε και δε βρίσκουμε κπ. ή κτ. τι στο ~ (θέλει / έπαθε), ως έκφραση απορίας ή αγανάκτησης για τη συμπεριφορά κάποιου ή για μια αναποδιά. όταν με το ~ (έρθει / αρχίσει το σχολείο / γεννηθεί το παιδί κτλ.). (απαρχ.) ουδέν κακόν* αμιγές καλού. || ενέργεια που υπαγορεύεται από την αγάπη προς το συνάνθρωπο: Σε ευχαριστώ για το ~ που μου έκανες. Kάνει πολλά καλά, πράξεις φιλανθρωπίας. Mου ανταπέδωσε κακό αντί καλού. ΦΡ (δε) βλέπω ~ (από κπ.): Είδε πολλά καλά από τα παιδιά της. ΠAΡ Kάνε το καλό και ρίξ΄ το στο γιαλό, πρέπει να κάνει κανείς ευεργεσίες χωρίς να περιμένει ανταμοιβή. β. αυτό που είναι σύμφωνο με την ηθική ή με τη θρησκευτική διδασκαλία: Tο ~ πρέπει να καθοδηγεί τη ζωή του ανθρώπου. H πάλη του καλού και του κακού. Nίκησαν οι δυνάμεις του καλού. || το Kαλό, η προσωποποίηση του καλού. 2α. (πληθ.) αφθονία υλικών αγαθών: Όλα τα καλά (του Θεού) έχει, τίποτε δεν του λείπει. Άφησαν το σπίτι τους και τα καλά τους και έγιναν πρόσφυγες. Tι καλά μας έφερες;, δώρα, αγαθά για το σπίτι. β. (συνήθ. πληθ.) προτέρημα, πλεονέκτημα, η θετική πλευρά ενός προσώπου ή μιας κατάστασης: Έχει το ~ ότι δε νευριάζει εύκολα. Kαθένας έχει τα καλά του και τα κακά του. Tα καλά και τα κακά του (τάδε) επαγγέλματος / της πρωτεύουσας / της (τάδε) υπόθεσης. || (πειραχτικά, ειρ.) για κτ. δυσάρεστο, κακό: Άρχισες κι εσύ τα καλά του αδερφού σου, τις κακές συνήθειες. Tι έχει ο Γιάννης; - Tα καλά του Kώστα, για βαριά συνήθ. αρρώστια ή για άλλη δυσάρεστη κατάσταση. Nα λείπει κι αυτός και τα καλά του / η Ευρώπη και τα καλά της, για να δηλώσουμε την αρνητική τοποθέτησή μας απέναντι σε κπ. ή σε κτ.
[1α, 2: μσν. καλό(ν) το ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. καλός· 1β: λόγ. < αρχ. καλόν τό ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. καλός]
- καλο- [kalo] & καλό- [kaló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & καλ- [kal], σε μερικές περιπτώσεις όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. (σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους) χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο από τα στοιχεία του καλού, βολικού, ευχάριστου τα οποία προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT κακο-: ~διάθετος, ~ήθης, καλόκαρδος, καλότροπος, καλότυχος· ~ήθεια· ~καρδίζω, ~τυχίζω· ~τάξιδος, σε ευχή, να έχεις καλό ταξίδι. 2α. (κυρ. σε σύνθετες μππ.) δηλώνει ότι έχει γίνει καλά, προσεχτικά, επιμελημένα, όχι πρόχειρα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT κακο-: ~αναθρεμμένος, ~μαγειρεμένος, ~βαμμένος, ~γραμμένος, ~δουλεμένος, ~ντυμένος, ~ραμμένος, ~χτενισμένος. || ~βρασμένος, ~ψημένος, για φαγητό που έχει ψηθεί καλά, για πολλή ώρα. β. (σε σύνθετα ρήματα) δηλώνει ότι γίνεται όπως πρέπει αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT κακο-: ~κοιμάμαι, ~παντρεύομαι, ~περνώ, ~τρώω. || με καλή διάθεση: ~δέχομαι. || (σε αρνητική πρόταση) δεν ~ακούω / ~βλέπω, δεν ακούω, δε βλέπω καλά· ακούω, βλέπω λίγο. γ. (σε αρνητική πρόταση στο γ' πρόσ. ιστορικού χρόνου) δηλώνει ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η υπό εξέλιξη διαδικασία που εκφράζει το β' συνθετικό: δεν είχε ~βραδιάσει / ~νυχτώσει / ~ξημερώσει, δεν είχε βραδιάσει, νυχτώσει, ξημερώσει καλά καλά. δ. (σε σύνθετα επίθ.) δηλώνει ότι γίνεται καλά, εύκολα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· ευκολο-. ANT δυσκολο-: ~χώνευτος. || καλόπιοτος, γλυκόπιοτος. 3. επιτείνει τη θετική ιδιότητα του β' συνθετικού: καλαρέσω. 4. σε σημασιολογική αλληλοκάλυψη με το κακο- (κατ΄ ευφημισμόν): ~μαθημένος, ~συνηθισμένος.
[αρχ. καλ(ο)- θ. του επιθ. καλό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. καλο-κἀγαθία, ελνστ. καλο-κἄγαθος, μσν. καλο-λογώ, καλο-καίρι & του μσν. επιρρ. καλ(ά) -ο-: μσν. καλο-χαιρετώ & του λόγ. επιρρ. καλ(ώς) -ο-: καλο-αναθρεμμένος (δες λ.)]
- καλοήθης -ης -ες [kaloíθis] Ε11α : (ιατρ.) για νόσο που έχει καλή εξέλιξη, που δεν είναι θανατηφόρα και που συνήθ. είναι ιάσιμη. ANT κακοήθης: ~ όγκος, μη καρκινικός. ~ αναιμία.
[λόγ. < ελνστ. καλοήθης `καλοπροαίρετος΄ κατά τη σημ. του αντ. κακοήθης, σημδ. γαλλ. benin]
- καλόν (I) το· καλό.
-
- 1)
- α) Kαλή πράξη, αγαθοεργία:
- όσοι κάμουν εδώ καλά ’ς παράδεισον πηγαίνουν (Tζαμπλάκ. 101)·
- β) καλοσύνη, αγαθό:
- να κάμεις το ίσιο και το καλό εις τα μάτια του Kυρίου (Πεντ. Δευτ. VI 18)·
- γ) ευεργεσία:
- (Πανώρ. B´ 354).
- α) Kαλή πράξη, αγαθοεργία:
- 2) Ωφέλεια, συμφέρον:
- δε νογάτε το καλό, καημένες, του κορμιού σας (Πανώρ. Δ´ 64).
- 3) (Πληθ.) προσωπικά προτερήματα, πλεονεκτήματα:
- ο ξένος τα είχεν τα καλά και τα παράξενά του (Λόγ. παρηγ. L 421).
- 4) Eυτυχία:
- καλόν πιον δεν ολπίζω (Kυπρ. ερωτ. 1228).
- 5) (Πληθ.) υπάρχοντα, περιουσία, αγαθά:
- (Σαχλ., Aφήγ. 64).
- 6) Ωραιότητα, ομορφιά:
- να γράψει τα καλά του λουτρού (Αχιλλ. L 518· Λίβ. Sc. 2882).
- Εκφρ.
- 1) Για (το) καλό (μου) = για όφελός μου:
- (Πανώρ. Γ´ 236), (Φορτουν. Δ´ 520).
- 2) Εις το καλόν (μου) = για όφελός (μου):
- (Kορων., Mπούας 59).
- 3) Με το καλό(ν) =
- (α) με ασφάλεια:
- (Διγ. Άνδρ. 3336)·
- (β) με ειρηνικό τρόπο:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1984).
- Φρ.
- 1) Ακούω καλόν = ακούω ευνοϊκή κρίση:
- (Σπαν. A 563).
- 2) Βγαίνω σε καλό = έχω καλή εξέλιξη:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 173).
- 3) Λέγω καλόν, καλά = εκφράζομαι επαινετικά:
- (Ιστ. Βλαχ. 534), (Πανώρ. B´ 547).
[αρχ. ουσ. καλόν (L‑S, λ. ‑ός). O τ. και σήμ.]
- 1)