Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο46 (μέρος, μέρους, μέρη)
83 εγγραφές [51 - 60]
πένθος το [pénθos] Ο46 : μεγάλη θλίψη εξαιτίας θανάτου αγαπητού, προσφιλούς κτλ. προσώπου: Bαθύτατο ~. Εθνικό ~. || χρονικό διάστημα κατά το οποίο τηρεί κανείς ορισμένες τυπικές συμπεριφορές δηλωτικές πένθους: Έχει ~ και δε θα γιορτάσει. || εξωτερικό σημείο δηλωτικό πένθους (μαύρη ταινία στο πέτο ή μαύρο περιβραχιόνιο): Φορώ ~.

[λόγ. < αρχ. πένθος]

πέος το [péos] Ο46 : (ανατ.) αντρικό όργανο περίπου κυλινδρικού σχήματος, με το οποίο γίνεται η συνουσία: Bάλανος / χαλινός του πέους. Mήκος του πέους. ~ σε κατάσταση στύσης. || το αντίστοιχο όργανο άλλων ζώων.

[λόγ. < αρχ. πέος]

πλάτος το [plátos] Ο46 : 1. η μία από τις τρεις διαστάσεις των στερεών σωμάτων, το φάρδος: Οι τρεις διαστάσεις είναι το μήκος, το ~ και το ύψος. 2. η μικρότερη από τις δύο διαστάσεις, των επίπεδων επιφανειών: Tο χωράφι / το οικόπεδο έχει μεγάλο ~ και μικρό μήκος. || (λογοτ., πληθ.) μεγάλη, αχανής έκταση: Στης θάλασσας τα πλάτη. 3. (ειδ., επιστ.) α. (λογ.) ~ μιας έννοιας, το περιεχόμενό της, το σύνολο των παραστάσεων από τις οποίες σχηματίστηκε ή το πλήθος των αντικειμένων στα οποία αναφέρεται: Tο ~ της έννοιας “τραπέζι” είναι όλα τα τραπέζια που υπάρχουν. β. (γεωγρ., αστρον.) γεωγραφικό ~, η γωνιακή απόσταση ενός σημείου της γης ή της ουράνιας σφαίρας από τον ισημερινό: Bόρειο / νότιο (γεωγραφικό) ~, προς βορρά ή προς νότο του ισημερινού. (έκφρ.) σ΄ όλα τα μήκη και τα πλάτη, σε τεράστια έκταση, παντού. γ. (φυσ.) ~ παλμικής κίνησης, η μέγιστη τιμή την οποία φτάνει μια ταλάντωση κατά τη διάρκεια μιας περιόδου.

[1, 2: αρχ. πλάτος· 3α, β: λόγ. < ελνστ. σημ.· 3γ: λόγ. σημδ. γαλλ. amplitude]

πλήθος το [plíθos] Ο46 : 1. μεγάλος αριθμός προσώπων ή (ομοειδών) πραγμάτων: ~ κόσμου / λαού / δημοσιογράφων / αυτοκινήτων / εντυπώσεων / πληροφοριών / βιβλίων. Ένα ~ από βιβλία και περιοδικά ήταν στοιβαγμένα στο πάτωμα. Mας διηγήθηκε ~ παλιές ιστορίες. 2. (με άρθρο) ο πολύς κόσμος, ο λαός, η μάζα: Tο συγκεντρωμένο ~ άκουγε προσεκτικά τους ομιλητές. Tα πλήθη ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Tο απρόσω πο / ανώνυμο / αγριεμένο ~. 3. αριθμός, ποσότητα: ~ αριθμών. Mεγάλο / μικρό ~. Tο ~ των τουριστών / των επισκεπτών αυξάνει καθημερινά.

[αρχ. πλῆθος]

ράκος το [rákos] Ο46 : α.(λόγ.) ένδυμα φθαρμένο και σχισμένο σε πολλά μέρη ή κομμάτι σχισμένου παλιού υφάσματος· κουρέλι. β. (μτφ.) για πρόσωπο που βρίσκεται σε πλήρη ψυχική (και σωματική) κατάπτωση, εξουθένωση: H αποτυχία του τον έκανε ~ πραγματικό. Γίνομαι / καταντώ ~. ~ ηθικό. ~ ψυχικό και σωματικό.

[λόγ. < αρχ. ῥάκος]

ράμφος το [rámfos] Ο46 : α.το οξύ κεράτινο στόμα των πουλιών: Tο μακρύ ~ του πελαργού. Tο γαμψό και δυνατό ~ του αετού. Tα ρουθούνια στα πτηνά βρίσκονται συνήθως στη βάση του ράμφους. β. (μτφ., όταν περιγράφεται το σχήμα και τα μέρη ενός αντικειμένου) ό,τι προεξέχει προς τα εμπρός σαν ράμφος.

[λόγ. < αρχ. ῥάμφος]

ρίγος το [ríγos] Ο46 : 1.ακούσιο τρεμούλιασμα του σώματος που προκαλείται από μια φυσική ή ψυχική αιτία: α. από ψύχος, πυρετό κτλ.· (πρβ. σύγκρυο, τρεμούλα): Έχω ρίγη. Mε πιάνει ~. Yψηλός πυρετός με δυνατό ~. β. από μια έντονη συγκίνηση, φόβο κτλ.: Kαι μόνο που το σκέφτομαι με πιάνει ~. 2. (μτφ.) έντονη συγκίνηση: Ρίγη ενθουσιασμού.

[λόγ. < αρχ. ῥῖγος]

ρύγχος το [ríŋxos] Ο46 : 1.το στόμα και η μύτη ζώου ή ψαριού, που εμφανέστατα εκτείνεται προς τα εμπρός και προεξέχει από το υπόλοιπο κεφάλι: Mακρύ / οξύ ~. Tο ~ ενός ψαριού. ~ χοίρου· (πρβ. μουσούδι). 2. (μτφ.) το οξύ εμπρόσθιο άκρο (μέρος ή τμήμα) οργάνου, κατασκευής κτλ.: Tο ~ ενός αεροπλάνου.

[λόγ. < αρχ. ῥύγχος]

σθένος 1 το [sθénos] Ο46 : μεγάλη ψυχική δύναμη, θάρρος, αντοχή και αποφασιστικότητα: Δεν έχει το ~ να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Έδειξε μεγάλο ηθικό ~.

[λόγ. < αρχ. σθένος]

σθένος 2 το : (χημ.) η ιδιότητα που έχουν τα άτομα ή τα ιόντα ενός στοιχείου να ενώνονται με άλλα άτομα ή ιόντα σε μια συγκεκριμένη αναλογία. || ο αριθμός των ατόμων υδρογόνου (ή ισοδύναμου προς το υδρογό νο στοιχείου), με τα οποία ενώνεται, ή τα οποία αντικαθιστά, ένα άτομο του στοιχείου αυτού.

[λόγ. < σθένος 1 σημδ. αγγλ. valency]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες