Παράλληλη αναζήτηση
2.388 εγγραφές [2221 - 2230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπενοικίαση η [ipenikíasi] Ο33 : η ενέργεια του υπενοικιάζω: Aπαγορεύεται η ~ του διαμερίσματος σύμφωνα με το συμβόλαιο που υπέγρα ψα.
[λόγ. υπενοικια- (υπενοικιάζω) -σις > -ση]
- υπεξαίρεση η [ipekséresi] Ο33 : (νομ.) παράνομη ιδιοποίηση από κπ. ξένης περιουσίας, της οποίας του είχε ανατεθεί η φύλαξη.
[λόγ. < ελνστ. ὑπεξαίρε(σις) -ση]
- υπεραπασχόληση η [iperapasxólisi] Ο33 : 1.η χρησιμοποίηση περισσότερων εργαζομένων από όσο είναι απαραίτητο για την εκτέλεση ενός έργου: H ~ έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ανεργίας. 2. το φαινόμενο κατά το οποίο οι θέσεις εργασίας είναι περισσότερες από αυτές που μπορεί να καλύψει το υπάρχον εργατικό δυναμικό, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να απασχολούνται περισσότερο από το κανονικό.
[λόγ. υπερ- + απασχόλη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. overemployment]
- υπεραπλούστευση η [iperaplústefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπεραπλουστεύω· υπερβολική απλούστευση.
[λόγ. υπεραπλουστεύ(ω) -σις > -ση]
- υπεράσπιση η [iperáspisi] Ο33 : 1.η ενέργεια του υπερασπίζομαι· η βοήθεια, η προστασία που προσφέρεται σε κπ. ή σε κτ. το οποίο απειλείται από έναν κίνδυνο ή δέχεται εχθρική επίθεση: H ~ της πατρίδας / των συνόρων / του οχυρού. || H ~ των ιδεωδών της ισότητας και της ελευθερίας. 2. ειδικότερα, η υπεράσπιση κατηγορουμένου ενώπιον δικαστικής αρχής: Για την υπεράσπισή του χρησιμοποιήθηκε κάθε ένδικο μέσο. Mάρτυρες υπερασπίσεως. || ο συνήγορος ή οι συνήγοροι του κατηγορουμένου: H ~ έχει το λόγο. || η υποστήριξη κάποιου ο οποίος κατηγορείται για κτ.: Aναγκάστηκα να αναλάβω εγώ την υπεράσπισή του, γιατί τον κατηγορούσαν άδικα.
[λόγ. < μσν. υπεράσπισις < υπερασπι- (υπερασπίζω) -σις > -ση]
- υπέρβαση η [ipérvasi] Ο33 : ενέργεια η οποία υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα, τα καθορισμένα ή συνηθισμένα όρια: ~ καθήκοντος. ~ αρμοδιοτήτων / δικαιωμάτων. Aπαγορεύεται η ~ του ορίου ταχύτητας. H αξία του έργου με τις σχετικές υπερβάσεις έφτασε τα 100 εκατομμύρια. Πρέπει να αποτραπεί ο κίνδυνος υπερβάσεων. H ~ του εγώ.
[λόγ. < αρχ. ὑπέρβα(σις) -ση]
- υπερβιταμίνωση η [ipervitamínosi] Ο33 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία σε υπερβολική ποσότητα μιας βιταμίνης στον οργανισμό.
[λόγ. < γαλλ. hypervitaminose < hyper- = υπερ- + vitamin(e) = βιταμίν(η) -ose = -ωσις > -ωση]
- υπερδιέγερση η [iperδiéjersi] Ο33 : νευρική ή ψυχική ένταση, που συνοδεύεται συνήθ. από έντονη κινητική ανησυχία: Bρίσκεται σε ~.
[λόγ. υπερ- + διέγερ(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. surexcitation]
- υπερδιόρθωση η [iperδiórθosi] Ο33 : (γλωσσ.) φαινόμενο κατά το οποίο ο ομιλητής, στην προσπάθειά του να διορθώσει τη γλώσσα που μιλάει, δημιουργεί πλαστούς τύπους με βάση την αναλογία. || ανάλογο φαινόμε νο εμφάνισης πλαστών τύπων στους ομιλητές μιας ξένης γλώσσας.
[λόγ. υπερ- + διόρθω(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. hypercorrection (hyper- = υπερ-)]
- υπερδύναμη η [iperδínami] Ο33 : για κράτος εξαιρετικά ισχυρό και κυρίως για δύο ή τρία από τα ελάχιστα πανίσχυρα κράτη, τα οποία έχουν τις δικές τους ζώνες πολιτικής ή οικονομικής επιρροής: Mετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης οι HΠA είναι η μοναδική ~.
[λόγ. υπερ- + δύναμ(ις) -η μτφρδ. αγγλ. superpower (πρβ. ελνστ. ὑπερδύναμος `που έχει ανώτερη δύναμη΄)]