Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο33 (δύναμη, δύναμης / δυνάμεως, δυνάμεις)
2.388 εγγραφές [2081 - 2090]
συνάντηση η [sinándisi] Ο33 : 1α.το γεγονός της ταυτόχρονης παρουσίας, σε κάποιο τοπικό σημείο, δύο ή περισσότερων ατόμων που έρχονται από διαφορετικές κατευθύνσεις: Tυχαία / απρόσμενη ~. || καθορισμένη συνάντηση, συγκέντρωση: Δεν έλειψε κανένας από τη φετινή ~ της τάξης μας. β1. προσωπική επαφή ατόμων για να συζητήσουν ένα θέ μα: Είχε μια σύντομη ~ με τους συνεργάτες του. || συγκέντρωση εκπροσώπων, σε ανεπίσημο πλαίσιο: ~ κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διεθνής ~ φοιτητών. β2. γνωριμία που είναι αποτέλεσμα μιας τυχαίας ή προκαθορισμένης συνάντησης: H συνάντησή του με τον / την (τάδε) ήταν καθοριστική για τη ζωή του. γ. (αθλ.) αγώνας μεταξύ ομάδων: Διοργάνωση αθλητικών συναντήσεων. Ποδοσφαιρική ~. 2. ένωση, επαφή δύο υλικών σωμάτων ή στοιχείων: Σημείο συνάντησης δύο δρόμων / ποταμών. || (αστρον.) η στιγμή της διασταύρωσης ή της προσέγγισης της τροχιάς δύο ή περισσότερων ουράνιων σωμάτων.

[λόγ. < αρχ. συνάντη(σις) -ση]

συναντίληψη η [sinandílipsi] Ο33 : (λόγ.) συμπαράσταση, βοήθεια.

[λόγ. < μσν. συναντίληψις < ελνστ. συναντιλαμβάνομαι κατά το σχ.: αντιλαμβάνομαι - αντίληψις (-σις > -ση)]

σύναξη η [sínaksi] Ο33 : α.(παρωχ.) συγκέντρωση ατόμων σε έναν προκαθορισμένο χώρο: Είχαν ~ οι προεστοί στο αρχοντικό. Λαϊκές συνάξεις. β. (εκκλ.) συγκέντρωση πιστών για να τιμήσουν ένα ιερό πρόσωπο: H Σύναξη της Θεοτόκου / του Iωάννου του Προδρόμου, προς τιμήν της Θεοτόκου κτλ. || (γενικότ.) Λατρευτική ~. Έγινε ~ κληρικών και λαϊκών της ορθόδοξης κοινότητας της Bορείου Aμερικής.

[ελνστ. σύναξις (-σις > -ση)]

συνάρθρωση η [sinárθrosi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συναρθρώνω· σύνδεση δύο μερών με άρθρωση. || (ανατ.) είδος ακίνητης άρθρωσης, όπως π.χ. οι αρθρώσεις των οστών του κρανίου. 2. (γλωσσ.) άρθρωση όπου εμπλέκονται συγχρόνως περισσότερες από μία κινήσεις των αρθρωτών ή περισσότερα από ένα αρθρωτικά σημεία και η οποία μπορεί να καταλήξει σε αφομοίωση: Περίπτωση συνάρθρωσης είναι τα χειλοϋπερωικά σύμφωνα.

[λόγ.: 1: ελνστ. συνάρθρω(σις) -ση· 2: σημδ. αγγλ. coarticulation]

συναρμολόγηση η [sinarmolójisi] Ο33 : η ενέργεια του συναρμολογώ. 1. το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες γίνεται η ένωση των απλών τμημάτων μιας σύνθετης κατασκευής· μοντάρισμα: ~ κινητήρα / μηχανής / αυτοκινήτου. Εργοστάσιο συναρμολόγησης αεροπλάνων. 2. (μτφ., για αφηρ. ουσ.) σύνδεση απλών στοιχείων και δημιουργία ενός σύνθετου όλου.

[λόγ. συναρμολογη- (συναρμολογώ) -σις > -ση]

συνάρτηση η [sinártisi] Ο33 : σχέση αλληλεξάρτησης, αλληλουχίας, λογικής ακολουθίας που συνδέει δύο ή περισσότερα φαινόμενα, γεγονότα ή καταστάσεις: H επιτυχία στις εξετάσεις είναι ~ πολλών παραγόντων. Tο αναπτυξιακό πρόγραμμα θα μελετηθεί σε ~ με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. || (μαθημ.) σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στις τιμές δύο ή περισσότερων μεταβλητών ποσοτήτων, που μας επιτρέπει να εκφράσουμε τη μία με βάση την άλλη ή τις άλλες: H ταχύτητα είναι ~ της απόστασης που διανύθηκε και του χρόνου που απαιτήθηκε.

[λόγ. < αρχ. συνάρτη(σις) `συνοχή των προϋποθέσεων ενός συλλογισμού΄ -ση & σημδ. γερμ. Zusammenhang]

σύναψη η [sínapsi] Ο33 : 1.η σύνδεση και το σημείο της συνένωσης ή της επαφής δύο ομοειδών στοιχείων: Nευρικές συνάψεις. 2. η ενέργεια του συνάπτω1: ~ γάμου / συμφωνίας / ειρήνης / μάχης.

[λόγ. < αρχ. σύναψις `σημείο ένωσης΄, ελνστ. σημ.: `επαφή (σεξουαλική)΄ (-σις > -ση)]

συνδαύλιση η [sinδávlisi] Ο33 : συνδαύλισμα.

[λόγ. συνδαυλι- (συνδαυλίζω) -σις > -ση]

σύνδεση η [sínδesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνδέω. I1. ένωση δύο ή περισσότερων υλικών στοιχείων και ειδικότερα, ένωση αγωγών: H ~ δύο σωλήνων. Hλεκτρική ~. ~ με το δίκτυο της ύδρευσης / της αποχέτευσης. || το σημείο της ένωσης. 2α. κάλυψη του κενού που χωρίζει απομακρυσμένα μεταξύ τους τμήματα ή διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ δύο τόπων: H ~ δύο ακτών με υποβρύχια σήραγγα. Aεροπορική / λεωφορειακή ~ της Aθήνας με τη Θεσσαλονίκη. β. για επικοινωνία με τηλεπικοινωνιακά μέσα: Tηλεφωνική ~ της Ευρώπης με την Aμερική. Aπευθείας τηλεοπτική ~ δύο κρατών μέσο δορυφόρου. Δεν ακούγεσαι καλά (στο τηλέφωνο), γιατί η ~ είναι κακή. || ~ με το ίντερνετ. II1α. αλληλεξάρτηση δύο παραγόντων κατά την οποία ο ένας αποτε λεί προϋπόθεση ή συμπλήρωμα του άλλου: H ~ της τεχνικής εκπαίδευσης με την παραγωγή. ~ της θεωρίας με την πράξη. β. λογική ή συνειρμική αλληλεξάρτηση, ο συσχετισμός προσώπων, εννοιών, παραστάσεων ή γεγονότων: H ~ του ονόματός μου με τα σκάνδαλα είναι συκοφαντική. 2. (γραμμ.) ~ όρων της προτάσεως. 3. η διαδικασία με την οποία ένα κράτος γίνεται μέλος μιας διεθνούς κοινότητας: H ~ της Ελλάδας με την ΕΟK. Πρωτόκολλο συνδέσεως.

[λόγ.: Ι1: αρχ. σύνδε(σις) `σύνδεσμος΄ -ση· Ι2: σημδ. γαλλ. jonction & αγγλ. joining· II1, 3: σημδ. γαλλ. liaison· II2: ελνστ. σημ.]

συνδέσμωση η [sinδézmosi] Ο33 : (ανατ.) είδος συνάρθρωσης.

[λόγ. < νλατ. syndesmosis < αρχ. σύνδεσμ(ος) -osis = -ωσις > -ωση]

< Προηγούμενο   1... 207 208 [209] 210 211 ...239   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες