Παράλληλη αναζήτηση
1.017 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δικηγόρος ο [δikiγóros] Ο18 θηλ. δικηγόρος [δikiγóros] Ο35 & (οικ.) δικηγορίνα [δikiγorína] Ο26 : νομικός που, ως άμισθος δημόσιος λειτουργός, αναλαμβάνει την υπεράσπιση των συμφερόντων αυτών που καταφεύγουν στο δικαστήριο, την παροχή νομικών συμβουλών ή την εκπροσώπηση πολιτών σε νομικής φύσεως υποθέσεις: Ο ~ του κατηγορουμένου. Οι δικηγόροι των διαδίκων. Aσκούμενος ~, πτυχιούχος νομικής που κάνει πρακτική άσκηση σε δικηγορικό γραφείο για να πάρει, ύστερα από εξετάσεις, την άδεια να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου. Kάνω το δικηγόρο, ασκώ το επάγγελμα του δικηγόρου. Bάζω δικηγόρο, του αναθέτω μια υπόθεση. Εσύ κάνεις για ~, για πολύ ικανό και εύγλωττο συνομιλητή. || (θηλ.) δικηγορίνα, γυναίκα δικηγόρος. || για κπ. που παρεμβαίνει για να υποστηρίξει κπ. ή κτ. χωρίς να του το έχουν ζητήσει: Δε σε βάλαμε δικηγόρο / δικηγόρο σε βάλαμε; Δε χρειάζομαι δικηγόρο. Tου αρέσει να κάνει το δικηγόρο. ΦΡ ~ του διαβόλου, αυτός που σε μια συζήτηση παίρνει θέση αντίθετη από αυτή που πιστεύει, για να κάνει πιο έντονο και πιο ενδιαφέροντα το διάλογο.
δικηγοράκος ο YΠΟKΟΡ νεαρός δικηγόρος και συνήθ. άπειρος και άσημος. δικηγορίσκος ο YΠΟKΟΡ (μειωτ.) ασήμαντος και ανίκανος δικηγόρος. [λόγ. < μσν. δικήγορος < δίκ(η) + -ήγορος (θ. συγγ. του αγορεύω) κατά τα συνήγορος, κατήγορος, με σφαλερή μετακ. τόνου κατά το αρχ. δημηγόρος `δημόσιος ομιλητής΄ (σύγκρ. δημηγορία)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δικηγόρ(ος) -ίνα· δικηγόρ(ος) -άκος· λόγ. δικηγόρ(ος) -ίσκος]
- δικολάβος ο [δikolávos] Ο18 : 1. πρακτικός δικηγόρος που ασκούσε το επάγγελμά του μόνο στα κατώτερα δικαστήρια. 2. (μειωτ.) χαρακτηρισμός δικηγόρου που δεν έχει καλή επιστημονική κατάρτιση και που χρησιμοποιεί σοφιστικά επιχειρήματα, χωρίς επιστημονική βάση.
[λόγ. < μσν. δικολάβος `που αναλαμβάνει διεξαγωγή δίκης΄ < δίκ(η) -ο- + -λάβος (θ. συγγ. του ρ. λαμβάνω) κατά το εργολάβος]
- δισεκατομμυριούχος ο [δisekatomiriúxos] Ο18 θηλ. δισεκατομμυριούχος [δisekatomiriúxos] Ο35 & δισεκατομμυριούχα [δisekatomiriúxa] Ο25α : αυτός που έχει περιουσία δισεκατομμυρίων δραχμών, ο πάμπλουτος.
[λόγ. δισεκατομμύρι(ον) + -ούχος κατά το εκατομμυριούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δισεκατομμυριούχ(ος) -α]
- δισκοβόλος ο [δiskovólos] Ο18 : αθλητής που αγωνίζεται στη δισκοβολία.
[λόγ. < ελνστ. δισκοβόλος (για αγάλματα)]
- δίσκος ο [δískos] Ο18 : I1. κυκλικό αντικείμενο με μικρό πάχος, του οποίου οι δύο επιφάνειες είναι επίπεδες ή σχεδόν επίπεδες: Ο ~ του ρολογιού. Ο ~ της ζυγαριάς. Ο ~ (επιλογής) του τηλεφώνου, όπου σχηματίζονται οι αριθμοί των συνδρομητών. Iπτάμενος* ~. || η ορατή επιφάνεια ενός ουράνιου σώματος: Ο ~ του ήλιου. α. (αθλ.) ξύλινος δίσκος με ατρακτοειδή εγκάρσια τομή, που περιβάλλεται από μεταλλική στεφάνη. || δισκοβολία: Nίκησε στο δίσκο. β. (τεχν.) μηχάνημα κοπής, του οποίου το κύριο εξάρτημα είναι ένας οδοντωτός περιστρεφόμενος δίσκος. γ. (ανατ.) μεσοσπονδύλιος ~, μέσο συνένωσης των σπονδύλων μεταξύ τους. 2α. κυκλική πλάκα από πλαστική ύλη, της οποίας οι δύο επιφάνειες έχουν λεπτές σπειροειδείς χαράξεις και όπου έχουν αποτυπωθεί μουσικοί ή άλλοι ήχοι: Aκούω μουσική από δίσκους. ~ με τις φωνές Ελλήνων ποιητών. ~ 33 / 45 στροφών. Εγγραφή δίσκου. Ο ~ κυκλοφόρησε σε δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Bάζω το δίσκο στο πικάπ να παίξει. ~ μακράς διαρκείας. Mικρός / μεγάλος / διπλός ~. Οι δύο πλευρές του δίσκου. Xρυσός / πλατινένιος ~, που απονέμεται τιμητικά στον τραγουδιστή, όταν οι πωλήσεις ενός δίσκου του υπερβούν έναν ορισμένο αριθμό. β. (πληροφ.) σκληρός ~, κυκλική βάση σε σχήμα δίσκου, με επικάλυψη μαγνητικού υλικού, που χρησιμοποιείται για την εγγραφή πληροφοριών με ψηφιακή μορφή και είναι μόνιμα προσαρμοσμένη στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. || (σπάν.) εύκαμπτος ~, δισκέτα. II. σκεύος που αποτελείται από μία επίπεδη συνήθ. κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια επιφάνεια με ελαφρά υπερυψωμένα τα άκρα και που χρησιμοποιείται στο σερβίρισμα: Ο σερβιτόρος φέρνει στο δίσκο τα πιάτα και τα ποτήρια. (έκφρ.) του τα πηγαίνουν / τα θέλει όλα στο δίσκο, για κπ. που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς ο ίδιος να κάνει τίποτε. ~ μνημοσύνου, δίσκος με τα κόλλυβα. Ο άγιος ~, όπου τοποθετείται ο άρτος κατά την προετοιμασία της Θείας Ευχαριστίας. || Ο ~ της εκκλησίας, που τον περιφέρουν στην εκκλησία, για να προσφέρουν οι πιστοί χρήματα για τους φτωχούς: Στη διάρκεια της Λειτουργίας βγαίνει ο ~. ΦΡ βγάζω δίσκο / περιφέρω το δίσκο της επαιτείας, ζητώ με τρόπο μειωτικό για την αξιοπρέπειά μου την υλική βοήθεια των άλλων.
δισκάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II, και στη σημ. I2α, για δίσκο 45 στροφών. [II: ελνστ. δίσκος· Ι: λόγ.: 1α: αρχ. δίσκος· 1β, 1γ, 2α: γαλλ. disque (στη νέα σημ.) < λατ. discus < αρχ. δίσκος· 2β: αγγλ. disk]
- δίφρος ο [δífros] Ο18 : (αρχαιολ.) 1. ο χώρος του άρματος όπου καθόταν ο ηνίοχος και ο πολεμιστής. || (επέκτ.) πολεμικό άρμα ή γενικά άμαξα. 2. είδος πτυσσόμενου συνήθ. σκαμνιού.
[λόγ. < αρχ. δίφρος]
- δοκιμιογράφος ο [δokimioγráfos] Ο18 θηλ. δοκιμιογράφος [δokimioγrá fos] Ο35 : συγγραφέας δοκιμίων.
[λόγ. δοκίμι(ον) -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- δόλος ο [δólos] Ο18 (συνήθ. εν.) : 1. ενέργεια με την οποία παραπλανάται κάποιος και πείθεται να κάνει κτ. που, ενώ ζημιώνει τον ίδιο, ωφελεί αυτόν που χρησιμοποίησε το τέχνασμα: Tου απέσπασε την υπογραφή / τη συγκατάθεση με δόλο. Οι Έλληνες κυρίευσαν την Tροία με δόλο. 2. (νομ.) τρόπος εκτέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, όταν ο δράστης γνωρίζει από πριν τον αθέμιτο χαρακτήρα της: Στην ενέργειά του (δεν) υπήρχε ~.
[αρχ. δόλος `δόλωμα για ψάρια, απάτη΄]
- δολοφόνος ο [δolofónos] Ο18 θηλ. δολοφόνος [δolofónos] Ο35 & (οικ.) δολοφόνισσσα [δolofónisa] Ο27 : 1. αυτός που σκότωσε κπ. προμελετημένα και με ύπουλο τρόπο: Ο ~ έστησε ενέδρα στο θύμα του. Πληρωμένος ~, που σκοτώνει με αμοιβή για λογαριασμό άλλου. Επαγγελματίας ~, για κπ. που διαπράττει συστηματικά δολοφονίες. || φονιάς. 2α. αυτός που προκαλεί σε κπ. πολύ μεγάλη βλάβη, συνήθ. θανατηφόρα, με την αδιαφορία του ή σκόπιμα και ύπουλα: Οι έμποροι ναρκωτικών είναι δολοφόνοι της νεολαίας μας. || Δολοφόνε της ευτυχίας μου! β. για κτ. που προκαλεί σε κπ. ανεπανόρθωτη βλάβη: Tο τσιγάρο είναι ο ~ της υγείας μας.
[λόγ. < αρχ. δολοφόνος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δολοφόν(ος) -ισσα]
- δόμος ο [δómos] Ο18 : (οικοδ.) οριζόντια σειρά από πέτρες ή από πλίνθους.
[λόγ. < αρχ. δόμος]