Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ε3 (άσπρος, άσπρη, άσπρο)
485 εγγραφές [321 - 330]
περιβεβλημένος -η -ο [perivevliménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν περιβάλει.

[λόγ. μππ. του περιβάλλω]

περιγεγραμμένος -η -ο [perijeγraménos] Ε3 μππ. του περιγράφω : (λόγ.) για γεωμετρικό σχήμα που περικλείει, περιβάλλει άλλο (εγγεγραμμένο σ΄ αυτό): Tρίγωνο περιγεγραμμένο σε κύκλο, του οποίου και οι τρεις πλευρές εφάπτονται στην περιφέρεια κύκλου.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. τό περιγεγραμμένον]

περικεκομμένος -η -ο [perikekoménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν περικόψει: Περικεκομμένες αποδοχές.

[λόγ. < ελνστ. περικεκομμένος μππ. του αρχ. περικόπτω]

περιτετμημένος -η -ο [peritetmiménos] Ε3 : (για πρόσ.) που έχει υποβληθεί σε περιτομή.

[λόγ. < ελνστ. περιτετμημένος μππ. αρχ. περιτέμνω]

πετυχημένος -η -ο [petiximénos] Ε3 : 1. που έχει διακριθεί στη σταδιοδρομία του ή στο έργο που έχει αναλάβει και στο οποίο έχει αφοσιωθεί· επιτυχημένος: ~ γιατρός / επιχειρηματίας. Είναι μια πετυχημένη μητέρα. || Είναι πολύ ~ κοινωνικά. 2. του οποίου η έκβαση είναι επιθυμητή, που έχει στεφθεί από επιτυχία: Πετυχημένη παράσταση / διαφήμιση / διακόσμηση. Πολύ πετυχημένο το γλυκό / το φόρεμα. 3. για έξυπνη ή σωστή ενέργεια, που γίνεται την κατάλληλη στιγμή: Πετυχημένη κίνηση. Πετυχημένο κόλπο. || Πετυχημένη απάντηση. πετυχημένα ΕΠIΡΡ.

[μππ. του πετυχαίνω]

πεφωτισμένος -η -ο [pefotizménos] Ε3 : (ιστ., λόγ.) στον όρο πεφωτισμένη μοναρχία / δεσποτεία, η φωτισμένη, η φωτεινή μοναρχία.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. τά πεφωτισμένα μππ. του φωτίζω `διδάσκω΄ σημδ. γερμ. aufgeklärt ή αγγλ. enlightened]

πικραμένος -η -ο [pikraménos] Ε3 μππ. του πικραίνω : που τον έχουν πικράνει· πολύ στενοχωρημένος, λυπημένος, δυσαρεστημένος (λόγω απογοήτευσης, αισθήματος αδικίας κτλ.): ~ άνθρωπος. Πικραμένη μάνα. Είμαι πολύ ~ μαζί σου. || Πικραμένα χείλη, τα χείλη ενός πικραμένου ανθρώπου. || (ως ουσ.) ο πικραμένος. (έκφρ.) θα γελάσουν και οι πικραμένοι ή θα γελάσει ο κάθε ~, αυτό που θα συμβεί ή θα ειπωθεί, θα είναι πολύ αστείο ή γελοίο. πικραμένα ΕΠIΡΡ.

[μππ. του πικραίνω]

πιπεράτος -η -ο [piperátos] Ε3 : 1. που έχει έντονη, καυστική γεύση: Πιπεράτη γεύση. Πιπεράτο τυρί. 2. (μτφ.) τολμηρός, καυστικός: Πιπεράτα λόγια / ανέκδοτα / αστεία.

[μσν. πιπεράτος < ελνστ. πεπερᾶτος κατά το πιπέρι]

πλείστος -η -ο [plístos] Ε3 : (λόγ.) πάρα πολύς ως προς τον αριθμό, την ποσότητα: Έθεσαν πλείστα θέματα προς συζήτηση. Πρέπει να αντιμετωπιστούν πλείστα προβλήματα. || ο περισσότερος: Στις πλείστες των περιπτώσεων αντέδρασε σωστά. (έκφρ.) πλείστοι όσοι, πάρα πολλοί: Aκούστηκαν πλείστα όσα εναντίον του. ως επί το πλείστον ή (κατά) το πλείστον: α. τις περισσότερες φορές, συχνότατα: Tα βράδια, ως επί το πλείστον, μένει ξύπνιος ως αργά. β. κατά το μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό: Οι τουρίστες που έρχονται στην Ελλάδα είναι, ως επί το πλείστον, Ευρωπαίοι.

[λόγ. < αρχ. πλεῖστος υπερθ. του πολύς]

πληγωμένος -η -ο [pliγoménos] Ε3 μππ. του πληγώνω : 1. που έχει πληγωθεί, που έχει πληγή, τραύμα: Πληγωμένο χέρι / πόδι / κεφάλι. Πληγωμένο ζώο / πουλί. Οι βαριά πληγωμένοι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. || (ως ουσ.) ο πληγωμένος, ο τραυματίας: Στο πεδίο της μάχης ακούγονταν τα βογκητά των πληγωμένων. 2. (μτφ.) που του έχουν προξενήσει μεγάλη λύπη, πόνο, που τον έχουν προσβάλει βαριά: Πληγωμένη καρδιά / ψυχή / περηφάνια / αξιοπρέπεια. Ο ~ του εγωισμός ζητούσε εκδίκηση.

[μππ. του ρ. πληγώνω]

< Προηγούμενο   1... 31 32 [33] 34 35 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες