κεντρικό φωνήεν [central vowel]

κεντρικό φωνήεν [central vowel]

Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των φωνηέντων με βάση τη θέση της γλώσσας μέσα στη στοματική κοιλότητα ως προς τον οριζόντιο άξονα άρθρωσης, δηλαδή σε σχέση με το πόσο μπροστά ή πίσω τοποθετείται κατά την άρθρωση ενός φθόγγου. Τα κεντρικά φωνήεντα είναι αυτά που αρθρώνονται μεταξύ των μπροστινών και πίσω φωνηέντων και δεν είναι ιδιαίτερα συχνά στις γλώσσες. Το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο αναγνωρίζει τα εξής κεντρικά φωνήεντα: τα κλειστά [ɨ] (αστρόγγυλο) και [ʉ] (στρογγυλό), τα μισοκλειστά [ɘ] (αστρόγγυλο) και [ɵ] (στρογγυλό), το μεσαίο [ə] (schwa), τα μισανοιχτά [ɜ] (αστρόγγυλο) και [ʚ] (στρογγυλό) και το ανοιχτό [ɐ]. Η κοινή νέα ελληνική δεν διαθέτει κανένα από τα φωνήεντα αυτά. (Βλ. και στρογγυλό φωνήεν, αστρόγγυλο φωνήεν).

Μ. Αραποπούλου

Πηγές

  • Κρύσταλ, Ντ. 2000. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης.)
  • Πετρούνιας, Ευ. [1984] 1993. Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση. 1ος τόμ. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.)
  • Pullum, G. K. & W. A. Ladusaw. 1996. Phonetic Symbol Guide. 2η έκδ. Σικάγο & Λονδίνο: The University of Chicago Press.)

Μπορείτε να ακούσετε τους σχετικούς φθόγγους, μεταξύ άλλων, στις παρακάτω διευθύνσεις:

 

Πεδίο

φωνητική