Τεχνολογίες της Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) και διδασκαλία της ελληνικής 

Αξιοποίηση των ΤΠΕ στην ελληνική εκπαίδευση 

 

Περίληψη

Κατά τα σχολικά έτη 1999-2001 επιδιώχθηκε για πρώτη φορά η επιμόρφωση φιλολόγων εκπαιδευτικών, προκειμένου να επιμορφώσουν άλλους εκπαιδευτικούς στη χρήση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) στη διδακτική διαδικασία. Η επιμόρφωση διεξήχθη στο πλαίσιο του έργου Οδύσσεια από συνεργαζόμενα πανεπιστημιακά τμήματα των Πανεπιστημίων της Αθήνας και Θεσσαλονίκης (Φιλοσοφική Σχολή και Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, αντίστοιχα). Μετά την αποφοίτησή τους οι συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί εργάστηκαν ως επιμορφωτές άλλων εκπαιδευτικών μέχρι και το σχολικό έτος 2002-2003.

Στόχος της παρούσας έρευνας είναι να αποτυπώσει την εμπειρία που αποκτήθηκε και τη λειτουργία του όλου συστήματος (από τη δική τους επιλογή και επιμόρφωση μέχρι και την επιμόρφωση των άλλων εκπαιδευτικών από τους ίδιους) από την οπτική των ίδιων των εκπαιδευτικών-επιμορφωτών. Ελήφθησαν προς τούτο συνεντεύξεις από δέκα εκπαιδευτικούς-επιμορφωτές που έλαβαν μέρος στην ανωτέρω διαδικασία, οι οποίες αναλύονται με τη μέθοδο της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου.

Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η επιμορφωτική αυτή διαδικασία δημιούργησε μια πρώτη κρίσιμη ομάδα εκπαιδευτικών-επιμορφωτών φιλολογικών μαθημάτων με την αξιοποίηση των ΤΠΕ στην Ελλάδα. Πρόκειται για εκπαιδευτικούς που δεν αρκέστηκαν στην επιμόρφωση αυτή, αλλά οι περισσότεροι έδειξαν έντονο ενδιαφέρον για συνεχή εκπαίδευσή τους από εκεί και ύστερα.

Οι εκπαιδευτικοί αυτοί προσεγγίζουν θετικά, με κάποιες επιμέρους -σε κάποιες περιπτώσεις έντονες- επιφυλάξεις, την επιμορφωτική διαδικασία που ακολούθησαν. Θεωρούν ότι οι όποιες ατέλειες είναι φυσιολογικές, με δεδομένο το γεγονός ότι αυτή ήταν η πρώτη σοβαρή προσπάθεια. Μετά την αποφοίτησή τους ανέλαβαν σχολεία από μεγάλο γεωγραφικό εύρος, κυρίως από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, και η επιμορφωτική τους εμπειρία ήταν τα τρία χρόνια. Επισημαίνεται ότι το όλο σύστημα, από την ανάθεση σχολείων μέχρι και τη διάθεση των εργαστηρίων Πληροφορικής σε κάθε σχολείο δεν λειτούργησε ικανοποιητικά, με αποτέλεσμα η επιτυχία ή αποτυχία της όλης προσπάθειας να εξαρτάται από το βαθμό και την έκταση των πρωτοβουλιών που θα επιδείκνυαν οι ίδιοι.

Πολλά είναι τα προβλήματα που αναδεικνύονται από τη διαδικασία της επιμόρφωσης που ανέλαβαν να υλοποιήσουν. Ένα σημαντικό ζήτημα που αναδεικνύεται είναι αυτό των προαπαιτούμενων στοιχειωδών τεχνολογικών γνώσεων από τους εκπαιδευόμενους εκπαιδευτικούς, η έλλειψη των οποίων καθυστερούσε σημαντικά τους στόχους της επιμόρφωσης. Επισημαίνεται, επίσης, η έλλειψη ενός σαφούς επιμορφωτικού curriculum, βάσει του οποίου θα πορευόταν ο κάθε επιμορφωτής. Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι το περιεχόμενο και οι στόχοι της επιμόρφωσης ήταν πολύ πιο μπροστά από την αναμονή των φιλολόγων (περίμεναν κυρίως εξοικείωση με την τεχνολογική διάσταση), αλλά και τις ισχύουσες διδακτικές πρακτικές τους (ταυτίζονταν με ξεπερασμένης αντίληψης εκπαιδευτικό λογισμικό).

Ως προς την αποτελεσματικότητα της όλης επιμορφωτικής παρέμβασης οι απόψεις διίστανται. Οι μισοί περίπου από τους επιμορφωτές είδαν πολύ λίγα θετικά αποτελέσματα και αυτό το αποδίδουν στη συνθετότητα του ζητήματος. Ευοίωνη είναι η διαπίστωση από τους υπόλοιπους που επισημαίνουν ότι, παρά τις δυσκολίες αυτές, η επιμονή σε συγκεκριμένους στόχους και η διάρκεια μπορούν να φέρουν θετικά αποτελέσματα. Τονίζεται από κάποιους επιμορφωτές ότι η όποια αλλαγή προς την κατεύθυνση αυτή δύσκολα μετατρέπεται σε πράξη, αφού πολλά στοιχεία του σχολικού συστήματος αποτρέπουν μια τέτοια προοπτική.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι προτάσεις που καταθέτουν οι επιμορφωτές ως προς το πώς μπορούν να βελτιωθούν τα πράγματα στην επιμόρφωση των φιλολόγων. Οι προτάσεις ποικίλλουν, αγγίζουν όλες τις πτυχές του συστήματος που ενεπλάκη στην επιμορφωτική διαδικασία (επιμορφωτικά κέντρα, διοίκηση, σχολεία κλπ.) και αναδεικνύουν πλήθος παραμέτρων που πρέπει να συλλειτουργούν, προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικά στο μέλλον η όλη διαδικασία.

Το μεγαλύτερο μέρος των επιμορφωθέντων φιλολόγων χρησιμοποίησε μία ή δύο φορές το εργαστήριο των ΤΠΕ για διδασκαλία, σε μια διαδικασία προετοιμασίας που γινόταν με τη στενή συνεργασία εκπαιδευτικών-επιμορφωτών. Οι επιμορφωτές επισημαίνουν την προσκόλληση σημαντικού μέρους των διδασκαλιών αυτών στη σχολική ύλη και σε κάποιες περιπτώσεις μια εμμονή σε παραδοσιακού-συμπεριφοριστικού τύπου πρακτικές. Επισημαίνονται, επίσης, οι διοικητικού και τεχνικού χαρακτήρα δυσκολίες που συνήθως αντιμετωπίζονταν και τονίζεται η ιδιαίτερα θετική στάση των μαθητών. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι για τις διδασκαλίες αυτές δεν υπήρξε ευρύτερο ενδιαφέρον από τις διευθύνσεις και τους υπόλοιπους διδάσκοντες.

Η απότομη διακοπή της όλης διαδικασίας, τον Σεπτέμβριο του 2003, θεωρείται ως μια αρνητική και ανεξήγητη εξέλιξη. Από τις πληροφορίες δε που διαθέτουν οι ίδιοι φαίνεται ότι με τη διακοπή αυτή διακόπτεται και η προσπάθεια παιδαγωγικής αξιοποίησης των ΤΠΕ στα σχολεία. Οι περισσότεροι εκπαιδευθέντες φιλόλογοι των σχολείων εξακολουθούν να αξιοποιούν τις ΤΠΕ, αλλά για τις ανάγκες προετοιμασίας των μαθημάτων τους. Ελάχιστος είναι ο αριθμός αυτών που επιχειρεί έκτοτε να αξιοποιήσει τις ΤΠΕ και στη διδασκαλία.

Ιδιαίτερα θετικό μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι όλοι όσοι ρωτήθηκαν στο πλαίσιο αυτής της έρευνας εκφράζουν την ικανοποίησή τους για τη συμμετοχή στην εμπειρία αυτή, παρά τις δυσκολίες που περιγράφουν.

Τελευταία Ενημέρωση: 10 Ιούλ 2008, 12:18