ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Άλλες Κρητικές
Γραμματικές της νέας Ελληνικής
Τσοπανάκης, Α. Γ. 1994. Νεοελληνική Γραμματική.
Α. Τσαγγαλίδης
Τσοπανάκης, Α. Γ. 1994. Νεοελληνική Γραμματική. Θεσσαλονίκη: Αφοι Κυριακίδη. Αθήνα: Εστία. Σελ. 828.
Η Γραμματική αυτή στοχεύει να αποτελέσει έργο διάδοχο της μεγάλης κρατικής Γραμματικής του 1941. Ακόμα κι αν κάτι τέτοιο δεν δηλώνεται ρητά μέσα στις σελίδες της, γίνεται πάντως σαφές τόσο στις συνεντεύξεις του ίδιου του συγγραφέα της τον καιρό της έκδοσής της όσο και από τον όγκο και τη διάρθρωσή της. Το κοινό στο οποίο στοχεύει (που επίσης προκύπτει σαφέστερα από τις συνεντεύξεις του Τσοπανάκη) είναι κυρίως όσοι ενδιαφέρονται για τη γραμματική - οι φιλόλογοι, οι γλωσσολόγοι, οι φοιτητές σχολών που πρόκειται να διδάξουν γλωσσικά μαθήματα και γενικότερα οι εγγράμματοι Έλληνες. Σποραδικά, σε όλα τα τμήματα της γραμματικής, γίνονται πολλές αναφορές στην ιστορική και εκπαιδευτική πραγματικότητα της νέας ελληνικής γλώσσας, καθώς και άλλες παρεκβάσεις σε θέματα που δεν θα περίμενε κανείς να βρει σε ένα έργο γραμματικής. Σίγουρα πάντως αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, και κάνουν την ανάγνωση πιο ενδιαφέρουσα, ίσως πιο ευχάριστη και συχνά αξιομνημόνευτη.
Η έκδοση της Γραμματικής χαιρετίστηκε ως μνημειώδης και πράγματι δημιουργήθηκε πρόσκαιρα η εντύπωση ότι είχε κάτι εξαιρετικό να προσφέρει στη μελέτη και τη διδασκαλία της νέας ελληνικής (βλ. σχετικά δημοσιεύματα στον τύπο της εποχής - κυρίως το αφιέρωμα της εφημερίδας Τα Νέα 10.09.94 και Το Βήμα 30.10.96), κάτι όμως που μάλλον δεν επιβεβαιώθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Περισσότερο ακριβείς αποδείχτηκαν οι περιγραφές της ως «γλωσσικής διαθήκης» του Τσοπανάκη, καθώς πράγματι αποτελεί το τελευταίο (και εκτενέστερο) έργο του και, πράγματι, περιέχει πολλές προσωπικές του απόψεις. Η κύρια θέση του συγγραφέα είναι ότι η Γραμματική Τριανταφυλλίδη ήταν στη σωστή κατεύθυνση (ήταν περιγραφική, λειτουργική και μετριοπαθής), όμως, αφενός το γλωσσικό υλικό στο οποίο βασίστηκε ήταν ήδη ξεπερασμένο το 1941 και, αφετέρου, σε πολλά σημεία η εξέλιξη της νεοελληνικής πραγματικότητας δεν δικαίωσε τις επιλογές των συντακτών της. Σε τρία κυρίως σημεία, ο Τσοπανάκης επιμένει σε επιλογές συντηρητικότερες από αυτές του υπουργείου Παιδείας: αντιτίθεται στον κανόνα του τελικού -ν όπως αυτός εκφράζεται στη Γραμματική Τριανταφυλλίδη και στις σχολικές προσαρμογές της, επιμένει στη διακριτή ορθογράφηση των τύπων της λεγόμενης υποτακτικής (όπως έκανε και η Γραμματική Τριανταφυλλίδη, όχι όμως και οι σχολικές γραμματικές μετά το 1976) και επανεισάγει τη χρήση του πολυτονικού (και μάλιστα και της βαρείας), δώδεκα χρόνια μετά την καθιέρωση του μονοτονικού. Τα τρία αυτά σημεία όχι μόνο τα τονίζει στις σχετικές συνεντεύξεις, αλλά επανέρχονται ξανά και ξανά στο κείμενο της Γραμματικής σε σημεία που δεν είναι αναμενόμενα (λ.χ. η διακριτή γραφή της «υποτακτικής» αναφέρεται (ξανά) στη σελ. 118 στην ενότητα για τα πνεύματα). Παράλληλα, υποστηρίζει στην πράξη τη σχετική ελευθερία των ομιλητών να επιλέγουν τύπους διαλεκτικούς, ιδιωματικούς ή και ιδιολεκτικούς (και κάπως έτσι δικαιολογείται το ότι ο ίδιος χρησιμοποιεί κατά κόρον το τελικό -ν σε μη αναμενόμενες θέσεις˙ π.χ. με πλάγιαν κλίση, σχηματίζει φτωχόν λόγο, πρόδιναν υπερβολικόν ζήλο κ.ο.κ.).
Η Γραμματική εκτείνεται σε 828 σελίδες και αποτελείται από έξι τμήματα, μετά τον πρόλογο (23-30) και τη βιβλιογραφία (31-32): α) Εισαγωγή-Σύντομη ιστορία της ελληνικής γλώσσας (35-77), β) Φθογγολογικό-Φωνητικ-Οι φθόγγοι και τα γράμματα (79-185, γ) Μορφολογία (187-570), δ) Σύνταξη (571-625), ε) Το λεξιλόγιο: παραγωγή-σύνθεση-δάνεια (627-743) και στ) Τα ξένα γλωσσικά στοιχεία (745-812). Καταλήγει με έναν επίλογο (813-816) και ευρετήριο (817-828). Είναι ήδη προφανές ότι το τμήμα της μορφολογίας αποτελεί το κύριο σώμα του έργου, ενώ εντύπωση προκαλεί η αναλογικά πολύ μικρή έκταση του τμήματος της σύνταξης (βλ. και την παρατήρηση του Πετρούνια, στο αφιέρωμα του Βήματος, ότι «οι συντακτικές πληροφορίες που περιλαμβάνει μπορούν να θεωρηθούν κάτι σαν περίληψη του έργου του Τζαρτζάνου»), ενώ μάλιστα στην Εισαγωγή αναφέρει ότι «η σύνταξη είναι το σημαντικότερο, το συνθετότερο -και γι' αυτό το δυσκολότερο- τμήμα της Γραμματικής» (σ. 46) και επικρίνει το γεγονός ότι «συνηθίσαμε να θεωρούμε -εμείς οι Έλληνες- Γραμματικήν μόνο την Μορφολογία, πράγμα που δεν είναι σωστό» (σελ. 37).
Στην Εισαγωγή το πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζει «τα στοιχεία της γλώσσας» με εμφανή αλλά όχι πάντα επιτυχή την προσπάθεια να συμφιλιώσει τους παραδοσιακούς με τους σύγχρονους όρους και τις αντίστοιχες παραδοχές (π.χ. είναι ατυχής η αναφορά σε φωνήματα στη σ. 35, ο ορισμός των ημιφώνων (σελ. 35-36), η αντιμετώπιση της φωνολογίας ως απλώς διαφορετικής ονομασίας της φωνητικής (σελ. 37)˙ βλ. και τις σχετικές παρατηρήσεις του Πετρούνια). Το δεύτερο κεφάλαιο («Σύντομη ιστορία της ελληνικής γλώσσας») περιλαμβάνει στοιχεία από την ιστορία της ελληνικής γλώσσας (ξεκινώντας από την ινδοευρωπαϊκή και φτάνοντας μέχρι τη νέα ελληνική) αλλά και την παρουσία άλλων γλωσσών στον ελληνικό χώρο, πολλά στοιχεία σχετικά με τις γεωγραφικές ποικιλίες της ελληνικής, με το γλωσσικό ζήτημα και την ιστορική πορεία της αναγνώρισης της δημοτικής, καθώς και με αναφορές στη σημερινή εκπαιδευτική πρακτική και τα προβλήματά της.
Το Δεύτερο Μέρος περιλαμβάνει πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο («Φθόγγοι και γράμματα») συζητείται κυρίως η σχέση γραμμάτων και φθόγγων, με όρους όμως που μάλλον συσκοτίζουν την κατάσταση. Εντύπωση προκαλεί η άποψη ότι «τα σύμφωνα της Νέας Ελληνικής γλώσσας είναι 27» και περιλαμβάνουν τα «σύνθετα: μb, νd, νg, ξ, ψ, τσ, τζ, ντσ, ντζ (=νdζ)». Στο δεύτερο κεφάλαιο («Άρθρωση-ποιότητα φωνηέντων και συμφώνων») η παρουσίαση των αρθρωτικών χαρακτηριστικών αφενός δεν αξιοποιεί πλήρως τις σύγχρονες φωνητικές αναλύσεις και αφετέρου είναι μάλλον πιο σύνθετη (χωρίς να είναι πάντα επιτυχέστερη) από την αντίστοιχη παρουσίαση της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη. Η αδυναμία διάκρισης φωνητικών και φωνολογικών χαρακτηριστικών οδηγεί στο να περιλαμβάνονται εδώ διάφορα φωνολογικά φαινόμενα (λ.χ. η ηχηροποίηση του <σ>˙ σελ. 91)· εξάλλου, ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου εξετάζει «προβλήματα γραφής και προφοράς». Το τρίτο κεφάλαιο («Λέξεις και συλλαβές») φαίνεται να αφορά κυρίως ζητήματα γραφής με την προσπάθεια να δικαιολογηθούν διάφορες γραφολογικές συμβάσεις (που είτε ισχύουν στην κρατική γραμματική είτε προτείνονται εδώ) με βάση φωνητικά ή φωνολογικά χαρακτηριστικά, χωρίς πάντα η αιτιολόγηση να είναι ικανοποιητική. Εξετάζονται δηλαδή φαινόμενα όπως η «σωστή» γραφή του στον πατέρα σε αντιδιαστολή με το σ' το πληρώνω, περιπτώσεις όπως Άη Νικόλας, απευθείας, να τος κ.ο.κ. Στη συνέχεια αναφέρονται φαινόμενα προκλιτικών και εγκλιτικών λέξεων με πολλά παραδείγματα, έπειτα ένα πλήθος περιπτώσεων που αφορούν τη δομή της συλλαβής και κάποια σχετικά φωνολογικά φαινόμενα, με τη σημείωση ότι «πρόθεση αυτού του τμήματος είναι να φανή τόσο η ποικιλία και ο πλούτος της παράδοσης, όσο και οι μεγάλες δυνατότητες ανανέωσης» (σελ. 105). Το κεφάλαιο καταλήγει με τη συζήτηση του συλλαβισμού, όπου γενικά ακολουθούνται οι αρχές της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη - με κάποιες όμως συντηρητικότερες επιλογές (που υποτίθεται ότι σέβονται περισσότερο την ετυμολογία, αλλά) οι οποίες μάλλον ξενίζουν: λ.χ. χρυσ-άνθεμο, κέν-τρο. Το τέταρτο κεφάλαιο («Εσωτερικά στοιχεία του λόγου») περιλαμβάνει εκτενείς συζητήσεις για τα είδη των τόνων (της αρχαίας!), την προφορά των πνευμάτων, την αιτιολόγηση της χρησιμότητας του πολυτονικού (λ.χ. για την ανάλυση περιπτώσεων όπως το έφιππος˙ σελ. 118-9), τους κανόνες τονισμού (του πολυτονικού), ένα εντυπωσιακά μικρό (και ελάχιστα πληροφοριακό) τμήμα για την «επιτόνιση», ένα δυσανάλογα μεγάλο τμήμα για τα ορθογραφικά σημάδια και τη στίξη, και ένα τμήμα με «συντομογραφίες-βραχυγραφίες», το οποίο, αφενός, περιλαμβάνει κάποια συζητήσιμα στοιχεία -λ.χ. «Δδα (Δις) = Δεσποινίδα, (-ίς)», «(οι) Α.Α.Μ.Μ. = οι Αυτών Μεγαλειότητες»- και, αφετέρου, δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί το ότι περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο με τα «εσωτερικά στοιχεία του λόγου». Το πέμπτο κεφάλαιο («Παθολογία των φθόγγων») είναι σαφώς το πιο χρήσιμο, κατά το ότι περιλαμβάνει πλήθος παραδειγμάτων πολλών φωνολογικών φαινομένων και αναλυτική τους συζήτηση, έστω και αν πάλι υπάρχει μια κάποια σύγχυση γραφής και προφοράς. Περιλαμβάνει αναλυτικά τμήματα για τα φωνήεντα (ξεχωριστά για χασμωδία, συνεκφώνηση, συνίζηση, συναλοιφή γειτονικών φωνηέντων, συναίρεση, κράση, έκθλιψη, αφαίρεση, οριστική αφαίρεση, πρόθεση, τροπές φωνηέντων, παρετυμολογία, έκκρουση και αφομοίωση) και για τα σύμφωνα (ειδικά για το σ και το ν, το τελικό -ν, άλλα πάθη συμφώνων, συμφωνικά συμπλέγματα, αποβολή συμφώνων). Κατά τη συζήτηση παρεμβάλλονται ιστορικές και άλλες αναφορές - που όμως κάνουν ίσως την ανάγνωση ευκολότερη.
Το Τρίτο Μέρος περιλαμβάνει δεκαπέντε κεφάλαια. Στο πρώτο («Ο λόγος. Τα μέρη του-παρεπόμενα») ορίζονται, αρκετά παραδοσιακά, δέκα μέρη του λόγου (άρθρο, ουσιαστικό, επίθετο, αριθμητικό, αντωνυμία, ρήμα, επίρρημα, πρόθεση, σύνδεσμος, επιφώνημα), χωρίζονται σε κλιτά και άκλιτα και γίνεται αναφορά στους όρους θέμα,καταλήξεις, πτώσεις, γένη, αριθμοί, κλίσεις, πρόσωπα. Στο δεύτερο κεφάλαιο (που ατυχώς ονομάζεται «Τα κλιτά μέρη του λόγου») παρουσιάζεται η κλίση των άρθρων (οριστικού και αορίστου, με παρενθετικό πληθυντικό κάποιοι-ες-α και μερικοί-ές-ά για το δεύτερο) και ξεκινά η συζήτηση του ουσιαστικού (με τα εξής επιμέρους τμήματα: σημασίες των ουσιαστικών, τα κύρια ονόματα, το γένος των ουσιαστικών, γένη και καταλήξεις, ζευγάρια λέξεων, διπλοτυπία, υποκοριστικά, ο αριθμός των ουσιαστικών, διπλόκλιτα, ενικόκλιτα, πληθυντικόκλιτα, κλίση των ουσιαστικών, απόπειρες συστηματοποίησης (με πολλές ιστορικές αναφορές), ισοσυλλαβία και ανισοσυλλαβία, ο ρόλος των καταλήξεων, οι καταλήξεις»), όπου παρουσιάζονται συνοπτικά τα θέματα που θα συζητηθούν αναλυτικά στα επόμενα τρία κεφάλαια. Το τρίτο κεφάλαιο («Οι κλίσεις. Η πρώτη κλίση-ισοσύλλαβα») περιλαμβάνει τα ουσιαστικά που κατατάσσει στην πρώτη κλίση (ισοσύλλαβα αρσενικά σε -ας, -ης, θηλυκά σε -α, -η, -ω, καθώς και αρσενικά σε -έας και θηλυκά σε -(σ)η με μερικήν ανισοσυλλαβία»). Κλίνονται υποδείγματα, ακολουθούν παρατηρήσεις και κατάλογοι ανάλογων ουσιαστικών. Στο τέταρτο κεφάλαιο («Δεύτερη κλίση-Ισοσύλλαβα») περιλαμβάνονται τα ουσιαστικά που κατατάσσει στη δεύτερη κλίση (ισοσύλλαβα αρσενικά και θηλυκά σε -ος, καθώς και ουδέτερα σε -ο, -ι και -ος). Και πάλι κλίνονται υποδείγματα, ακολουθούν παρατηρήσεις και κατάλογοι ανάλογων ουσιαστικών. Το πέμπτο κεφάλαιο («Τρίτη κλίση-Ανισοσύλλαβα») περιλαμβάνει ανισοσύλλαβα ουσιαστικά που κατατάσσονται στην τρίτη κλίση (αρσενικά σε -ας, -ης, -ες και -ους, θηλυκά σε -α, -ου και -ε και ουδέτερα σε -μα, -ιμο, -ας,-ος (-ως) και -ον). Κλίνονται υποδείγματα, ακολουθούν παρατηρήσεις και κατάλογοι ανάλογων ουσιαστικών. Το κεφάλαιο όμως, παρά τον τίτλο του, δεν τελειώνει εδώ, αλλά συνεχίζει με ένα σχετικά εκτενές τμήμα για τα «ανώμαλα ουσιαστικά», που περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: ενικόκλιτα, πληθυντικόκλιτα, άκλιτα, η τουρκική επίδραση. Στο έκτο κεφάλαιο («Το επίθετο») ορίζει την κατηγορία, συζητά γενικά για τα γένη, τη συμφωνία με το ουσιαστικά, το σχηματισμό των γενών, τη σχετική σειρά επιθέτου-ουσιαστικού, κάποιες συντακτικές παρατηρήσεις και προχωρεί στην κλίση των επιθέτων, τονίζει ότι ο τόνος δεν μετακινείται όπως στα αντίστοιχα ουσιαστικά, δίνει πολλά παραδείγματα και προχωρεί στη συζήτηση της ουσιαστικοποίησης των επιθέτων και στην ακόμη εκτενέστερη (σελ. 264-277) συζήτηση για τα επαγγελματικά, εθνικά, οικογενειακά κ.ά. ουσιαστικά με στόχο να καταδείξει τη σχετική ρευστότητα των ονοματικών κατηγοριών (καθώς, όπως το θέτει, «η ελληνική γλώσσα έχει προσπαθήσει να επεκτείνη τους χαρακτηρισμούς των ζευγαριών του αρσενικού και του θηλυκού στους ευρύτερους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και των ανθρώπινων ιδιοτήτων»˙ σελ. 275).
Στο έβδομο κεφάλαιο («Βαθμοί του επιθέτου») παρουσιάζονται με μεγάλη συντομία τα χαρακτηριστικά των παραθετικών των επιθέτων, αλλά και των «επιθετικών μετοχών» και των επιρρημάτων. Στο όγδοο κεφάλαιο («Αριθμητικά») παρουσιάζονται τα απόλυτα αριθμητικά (με υποκατηγορία τους κλασματικούς αριθμούς), τα τακτικά αριθμητικά, και ως «άλλα είδη αριθμητικών» τα προσεγγιστικά (σε -αριά,-άρης, -άρα), τα περιληπτικά, τα προσδιοριστικά (σε -πλός), τα πολλαπλασιαστικά και τα «μέτρα-σταθμά-αξίες, παράγωγα αριθμητικών». Το κεφάλαιο κλείνει με μια σύντομη συζήτηση της γραφής των αριθμών. Στο ένατο κεφάλαιο («Αντωνυμίες») παρουσιάζονται τα ακόλουθα είδη αντωνυμιών: προσωπικές, δεικτικές, κτητικές, αυτοπαθείς, αλληλοπαθείς, οριστικές, αόριστες (-επιμεριστικές), ερωτηματικές και αναφορικές. Παρουσιάζεται η κλίση τους και πολλές παρατηρήσεις για τη (συντακτική) χρήση τους, αναφορές στην ιστορική τους εξέλιξη και, τέλος, ένας πίνακας «συσχετικών» αντωνυμιών.
Στο δέκατο κεφάλαιο («Τα ρήματα») παρουσιάζεται εισαγωγικά η κατηγορία του ρήματος, οι έννοιες θέμα, χαρακτήρας, κατάληξη και προθήματα (ως οι «μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες λέξεις … που χρησιμεύουν στον σχηματισμό ορισμένων περιφραστικών χρόνων ή εγκλίσεων. Προθήματα είναι και η αύξηση και ο αναδιπλασιασμός, τα οποία όμως δεν δημιουργούν περίφραση»˙ σελ. 321), η κατάταξη σε συζυγίες κ.ά. Στη συνέχεια εξετάζονται ως παρεπόμενα του ρήματος, τα «εξωτερικά στοιχεία: η φωνή, τα πρόσωπα, οι αριθμοί, το είδος, η συζυγία» (περιλαμβανομένων και κατηγοριών όπως χειλικόληκτα, ουρανικόληκτα, οδοντικόληκτα κτλ. που αφορούν τον σχηματισμό) και τα «εσωτερικά στοιχεία: έγκλιση, διάθεση, σημασία», με ιδιαίτερες εγκλίσεις την οριστική, την υποτακτική, τη δυνητική, την προστακτική, το απαρέμφατο και τη μετοχή. Τονίζεται, όπως και σε άλλα σημεία του έργου, ότι «η αμφισβήτηση της υποτακτικής ως έγκλισης…και η κατάργηση της αντίστοιχης γραφής της είναι επιστημονική πλάνη» (σελ. 340). Ως ιδιαίτερες κατηγορίες της διάθεσης παρουσιάζονται η ενεργητική, η μέση, η παθητική και η ουδέτερη, και γίνεται αναφορά στις «μετακινήσεις των σημασιών-διαθέσεων» και στην ιστορική τους εξέλιξη. Το κεφάλαιο καταλήγει με εισαγωγικές παρατηρήσεις για τον χρόνο και τον «τρόπο» [aspect], που θεωρούνται ως «μεικτά στοιχεία» (εξίσου «εξωτερικά» και «εσωτερικά»). Στο ενδέκατο κεφάλαιο («Σχηματισμός και σημασία των χρόνων») παρουσιάζονται ξεχωριστά όλοι οι χρόνοι, πρώτα της ενεργητικής και στη συνέχεια της μεσοπαθητικής. Όπως και στη συζήτηση των εγκλίσεων παραπάνω, δεν είναι λίγα τα παραδοσιακά προβλήματα που προκύπτουν από τη σύγχυση μορφικών και σημασιακών κριτηρίων (βλ. εμφανέστερα τον ορισμό της υποτακτικής, σελ. 339-342, της δυνητικής σελ. 342-343, του παρακειμένου σελ. 367). Είναι εντυπωσιακή η επίκληση της «μαρτυρίας» του Διονύσιου του Θρακιώτη (σελ. 367, σημ. 2) για να επιβεβαιωθεί η ανάλυση του παρακειμένου ως παρελθοντικού χρόνου (παρά την κατάταξή του στους παροντικούς στον Πίνακα της σελ. 363). Ακολουθεί εκτενές τμήμα για την αύξηση και τον αναδιπλασιασμό με πλήθος παραδειγμάτων διαφόρων περιπτώσεων.
Στο δωδέκατο κεφάλαιο («Σχηματισμός του ενεστώτα, παρατατικού και αορίστου στις διάφορες κατηγορίες ρημάτων») επανερχόμαστε σε ζητήματα σχηματισμού των διαφόρων τύπων, ανάλογα με τα μορφοφωνολογικά χαρακτηριστικά του θέματος, με πλήθος παραδειγμάτων. Στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο («Ελλειπτικά και ανώμαλα ρήματα») γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστούν σε ομάδες διάφορες ιδιαιτερότητες του σχηματισμού κάποιων ρημάτων (λ.χ. έλλειψη αορίστου, σχηματισμός αορίστου από άλλο θέμα, διπλοτυπίες κλπ.), χωρίς να είναι πάντα δυνατή η ομαδοποίηση, οπότε και κατατάσσονται ως ανώμαλα ρήματα (και παρουσιάζονται ένα ένα περισσότερα από 45 τέτοια). Στη συνέχεια παρουσιάζονται απρόσωπα ρήματα και εκφράσεις και, τέλος, τα συνδετικά και τα βοηθητικά ρήματα. Στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο («Κλίση των ρημάτων») παρουσιάζονται πίνακες των καταλήξεων όλων των ρηματικών τύπων και στη συνέχεια δείγματα κλίσης διαφόρων κατηγοριών ρημάτων, με ιδιαίτερες παρατηρήσεις κατά περίπτωση (η παρουσίαση είναι ιδιαίτερα εκτενής: σελ. 427-502).
Το δέκατο πέμπτο κεφάλαιο («Άκλιτα μέρη του λόγου») περιλαμβάνει και τις τέσσερις σχετικές κατηγορίες: επιρρήματα, προθέσεις, συνδέσμους και επιφωνήματα. Στα επιρρήματα γίνεται λόγος για οκτώ καταλήξεις (κάποιες παραγωγικές μόνο στην αρχαία ελληνική) και στη συνέχεια παρουσιάζονται οι επιρρηματικές χρήσεις άλλων κατηγοριών: των (ευθειών και) πλάγιων πτώσεων, των μετοχών, εμπρόθετων σχηματισμών, δευτερευουσών προτάσεων. Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι σημασιολογικές κατατάξεις των επιρρημάτων σε τοπικά, χρονικά, τροπικά, ποσοτικά και αρνητικά, βεβαιωτικά, απαγορευτικά, αιτιολογικά, δισταχτικά, ομωτικά, ευχετικά, σχετλιαστικά, προτρεπτικά, με πλήθος παραδειγμάτων. Ακολουθούν (ουσιαστικά συντακτικές) παρατηρήσεις για τη χρήση επιρρηματικών προσδιορισμών με ουσιαστικά και επίθετα, για τη συχνότητα και τη θέση των επιρρημάτων και, τέλος, ένας πίνακας «συσχετικών» επιρρημάτων. Οι προθέσεις παρουσιάζονται σε κατηγορίες ανάλογα με τον αριθμό των συλλαβών τους και διακρίνονται σε όσες είναι δυνατό να «συνθέντονται» και όσες εμφανίζονται μόνο ως αυτόνομες λέξεις, και ακολουθούν παρατηρήσεις για τη σύνταξη και τη σημασία καθεμίας ξεχωριστά. Ως ειδικές κατηγορίες παρουσιάζονται κάποιες λόγιες προθέσεις, οι «καταχρηστικές» προθέσεις (δίχως, εκτός, εναντίον, ένεκα, εξαιτίας, ίσαμε, μεταξύ, μέχρι(ς), χάριν-χάρη, χωρίς) και οι «μαθηματικές» προθέσεις (συν, μείον, πλην, επί, διά, ίσον). Στην ενότητα για τους συνδέσμους γίνονται εισαγωγικές παρατηρήσεις και ακολουθούν οι διάφορες κατηγορίες πρώτα των παρατακτικών συνδέσμων (που περιλαμβάνουν τους συμπλεκτικούς, τους διαζευκτικούς, τους αντιθετικούς, τους συμπερασματικούς και τους βουλητικούς (ας, θα, μην, να,για) και στη συνέχεια των υποτακτικών συνδέσμων (ονοματικών, που περιλαμβάνουν τους ειδικούς, τον βουλητικό να, τους ενδοιαστικούς μην, να μην, μήπως και τους αναφορικούς -που όμως μπορεί να εισάγουν και επιρρηματικές προτάσεις- και επιρρηματικών. Αυτοί περιλαμβάνουν τους χρονικούς, τους αιτιολογικούς, τους υποθετικούς, τους τελικούς, τους αποτελεσματικούς, τους εναντιωματικούς (ή παραχωρητικούς) και τους αναφορικούς επιρρηματικούς. Ακολουθεί ιδιαίτερη αναφορά στις χρήσεις του που. Τέλος, παρουσιάζονται με συντομία διάφορα επιφωνήματα και το κεφάλαιο κλείνει με έναν πίνακα συσχετισμού των άκλιτων μερών του λόγου.
Το Τέταρτο Μέρος περιλαμβάνει πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο («Η ζωντανή συμπλοκή-η φυσιολογία της γλώσσας») γίνονται γενικές παρατηρήσεις για τις διαφορές αρχαίας και νέας ελληνικής, τη διάκριση κοινής και λόγιας γλώσσας, τη σημασία της σύνταξης («η σύνταξη λοιπόν είναι η φυσιολογία της γλώσσας, που αξιοποιεί τις μορφολογικές-ανατομικές μας γνώσεις»˙ σελ. 576), την κεντρική θέση του ρήματος στην πρόταση, τις διαφορές προφορικού και γραπτού λόγου. Στο δεύτερο κεφάλαιο («Η πρόταση») εξετάζονται όροι όπως απλή, σύνθετη και ελλειπτική πρόταση, υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο, κύριοι όροι της πρότασης, περίοδος, κύριες και εξηρτημένες προτάσεις (με αναφορά σε ονοματικές (ειδικές, ενδοιαστικές, βουλητικές, αναφορικές ονοματικές) και επιρρηματικές (χρονικές, αιτιολογικές, τελικές, αποτελεσματικές, εναντιωματικές ή παραχωρητικές, αναφορικές επιρρηματικές)), προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας, καταφατικές ή αποφατικές, εναλλαγή προσώπων, ευθύ και πλάγιο λόγο, ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις. Η παρουσίαση είναι συχνά επιγραμματική και πάντως πολύ πιο σύντομη από ό,τι θα περίμενε κανείς, και ακολουθούν μόνο εκτενέστερες παρατηρήσεις και παραδείγματα για τους όρους υποκείμενο, αντικείμενο και κατηγορούμενο. Στο τρίτο κεφάλαιο («Ομοιόπτωτοι και ετερόπτωτοι προσδιορισμοί») συζητείται με αρκετά παραδείγματα η παρουσία του οριστικού και του αόριστου άρθρου, η απουσία άρθρου, η χρήση των αντωνυμιών και των αντωνυμικών επιθέτων, οι επιθετικοί και οι κατηγορηματικοί προσδιορισμοί, η παράθεση και η επεξήγηση. Στους ετερόπτωτους προσδιορισμούς παρουσιάζονται δεκαπέντε διακριτές χρήσεις της γενικής και το κεφάλαιο κλείνει με την επανάληψη της παραίνεσης του Τσοπανάκη να αποφεύγονται οι «πλεοναστικές εξαρτήσεις γενικής από γενική» (η οποία εμφανίζεται σε διάφορα σημεία του έργου, λ.χ. σελ. 27). Στο τέταρτο κεφάλαιο («Θέση των μερών του λόγου») γίνονται κάποιες μάλλον αβάσιμες παρατηρήσεις ως προς τη σειρά με την οποία μπορεί να εμφανίζονται οι όροι της πρότασης και ακολουθεί ένα σύντομο τμήμα για το ρυθμό που περιλαμβάνει δείγματα ιαμβικών και τροχαϊκών στίχων. Στο πέμπτο κεφάλαιο («Σχήματα λόγου: εκλογή λέξεων-οργάνωση-διαίρεση») παρουσιάζονται κατηγορίες σχημάτων όπως το κατά το νοούμενον, ανακόλουθο, έλξη, το συνολικό και το μερικό, πρόληψη και στη συνέχεια «ψυχολογικές κατηγορίες» (παραλληλία, παρομοίωση, μεταφορά, υπερβατόν, πρωθύστερο, χιαστόν, ζεύγμα, κύκλος, συσσώρευση, αντίθεση).
Το Πέμπτο Μέρος περιλαμβάνει οκτώ κεφάλαια. Στο πρώτο («Εισαγωγή-ιστορικο-γεωγραφικές παράμετροι») παρατίθενται εγκυκλοπαιδικές παρατηρήσεις για τη φύση και τις αλλαγές του λεξιλογίου μιας γλώσσας και ειδικά της ελληνικής και γίνεται αναφορά στα σημαντικά σχετικά έργα του Τριανταφυλλίδη. Στο δεύτερο κεφάλαιο («Στοιχεία παραδοσιακά και επίκτητα-δανεισμός. Ανανέωση, γραπτή και προφορική παράδοση-παραγωγή και σύνθεση. Άλλες πηγές») διατυπώνονται προβληματισμοί ως προς την ακριβή ιστορική πορεία διαφόρων στοιχείων της αρχαίας ελληνικής, ως προς τις διαδικασίες ανανέωσης του λεξιλογίου, με σύντομη αναφορά σε κατηγορίες όπως οι ηχομιμητικές, οι ακρωνυμικές και οι συνθηματικές λέξεις. Στο τρίτο κεφάλαιο («Παραγωγή») εξετάζονται πολλές διαδικασίες παραγωγής με αναφορά σε πολλές συγκεκριμένες καταλήξεις και παραδείγματα, ξεχωριστά για τα υποκοριστικά και τα μεγεθυντικά και, στη συνέχεια, για τις «μέσες παραγωγικές καταλήξεις» (που αντί να μειώνουν ή να αυξάνουν τη σημασία της λέξης της δίνουν «μιαν κανονική ιδιότητα», σελ. 653). Εδώ παρουσιάζονται ξεχωριστά καταλήξεις που παράγουν ουσιαστικά, επίθετα (ρηματικά επίθετα σε -τός και -τέος, χωρωνυμικά, πολεωνυμικά, τοπωνυμικά· ξένα τοπωνυμικά, χωρωνυμικά, εθνικά· παράγωγα επίθετα από τα εθνικά και ανώμαλα εθνικά) και ρήματα. Στο τέταρτο κεφάλαιο («Σύνθεση-παρασύνθεση-μορφές της σύνθεσης») εξετάζονται αρκετές περιπτώσεις σύνθεσης (για την ακρίβεια «εξωτερικής σύνθεσης») με ιδιαίτερη αναφορά στα «προθέματα» (που δεν μπορούν να λειτουργήσουν παρά μόνο ως α΄ συνθετικό): αναφέρονται αρκετά τέτοια, καθώς και λόγια στοχεία που εμφανίζονται κυρίως ή μόνο στη σύνθεση. Γίνεται αναλυτική παρουσίαση διαφόρων περιπτώσεων χρήσης του συνθετικού φωνήεντος και επισημαίνονται σε ιδιαίτερη ενότητα διάφορες «μορφικές και τονικές μεταβολές του β΄ συνθετικού». Στο πέμπτο κεφάλαιο («Τα μέρη του λόγου ως α΄ και β΄ συνθετικά») παρουσιάζονται πολλά παραδείγματα για την κάθε κατηγορία, ξεκινώντας με το α΄ συνθετικό (ξεχωριστά για τα επίθετα, τα ουσιαστικά, τα ρήματα και τα επιρρήματα) και αντίστοιχα για το β΄ συνθετικό. Στο έκτο κεφάλαιο («Εσωτερική σύνθεση-χαλαρή σύνθεση») εξετάζονται αρκετά παραδείγματα παρατακτικής σύνθεσης (λ.χ. ασπροκίτρινος, αγγουροντομάτες, αναβοσβήνω, χειροπόδαρα), προσδιοριστικών συνθέτων (αγριάνθρωπος, αγριοκοιτάζω), κτητικών συνθέτων (γαλανομάτης, σιδεροκέφαλος) «υποκειμενικών» και «αντικειμενικών» συνθέτων (δημοκρατία, βιβλιοπώλης) και τέλος, ξεχωριστά διαφόρων ειδών «χαλαρής σύνθεσης». Στο έβδομο κεφάλαιο («Παρασύνθεση (παρασύνθετα)-Ακρώνυμα-Ψευδώνυμα») αναφέρονται διάφοροι προβληματισμοί για τη σωστή μορφολογική ανάλυση λέξεων που παράγονται από σύνθετες, μία σύντομη εγκυκλοπαιδική συζήτηση για τις συνθηματικές «γλώσσες», αρκετά ακρώνυμα (που παρουσιάζονται αρκετά αρνητικά) και περιπτώσεις σύντμησης και ένα μικρό σχόλιο για τα ψευδώνυμα. Στο όγδοο κεφάλαιο («Νάρκη-Παλαίωση και ανανέωση του λεξιλογίου-η σημασία και η ποιότητα των λέξεων-ο διαλεκτικός πλούτος») εξετάζονται οι τρόποι με τους οποίους είναι δυνατό να χάνεται ή να καθίσταται αδιαφανής η σημασία των λέξεων, αναφέρονται διάφορα υφολογικά χαρακτηριστικά που τις συνοδεύουν, συζητείται η «ακρίβεια» της σημασίας που μπορεί να χάνεται με το χρόνο, οι διάφορες αποκλίσεις της σημασίας και οι ποικιλίες που προκύπτουν σε διάφορους τομείς.
Το Έκτο Μέρος αποτελείται από ένα κεφάλαιο («Τα ξένα γλωσσικά στοιχεία») και περιλαμβάνει ένα πλήθος λέξεων που η ελληνική δανείστηκε από άλλες γλώσσες, με χωριστά τμήματα για τα λατινικά δάνεια, τα νεολατινικά (ιταλικά-βενετσιάνικα, γαλλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, ρουμανικά-βλάχικα), τα αγγλογερμανικά δάνεια (από την αγγλική και τη γερμανική), τα σλαβικά δάνεια (γενικά και από τη ρωσική και την πολωνική), τα αλβανικά δάνεια, τα αραβικά δάνεια, τα τουρκικά δάνεια, διάφορα άλλα και δάνεια από ξένα κύρια ονόματα και τοπωνύμια. Το κεφάλαιο καταλήγει με σύντομες παρατηρήσεις σχετικά με τη «φωνητική προσαρμογή των ξένων λέξεων».
Στον Επίλογο τονίζεται η ρευστότητα των γλωσσικών συστημάτων και επισημαίνονται τάσεις προβληματικών σχηματισμών που μπορεί να επιβιώσουν ή όχι -αλλά πάντως αποτελούν υπαρκτά στοιχεία που δυσχεραίνουν τη διατύπωση γραμματικών κανόνων- ή, όπως το θέτει ο Τσοπανάκης, εμποδίζουν «την Γραμματική να είναι μια συλλογή νόμων στους οποίους πρέπει να υπακούουν όλοι οι πολίτες» (σελ. 813).
Σε γενικές γραμμές, οι εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες είναι συχνά ξεπερασμένες και οι λίγες προσπάθειες να εισαχθούν σύγχρονες γλωσσολογικές αναζητήσεις σπάνια είναι επιτυχείς. Η μεγάλη αρετή του έργου (και τα καλύτερα σημεία του) είναι κυρίως το πλήθος των παραδειγμάτων - αλλά και αυτά δεν είναι βέβαιο ότι αποτελούν πλήρη εικόνα της πραγματικότητας, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να ακολουθήθηκε συστηματική συλλογή δεδομένων. Ο όγκος της Γραμματικής είναι μάλλον απαγορευτικός για τον μέσο αναγνώστη και η οργάνωση του υλικού θα μπορούσε να είναι περισσότερο «φιλική για τον χρήστη». Σε πολλές περιπτώσεις η ονομασία των κεφαλαίων και των ενοτήτων δεν είναι ενδεικτική των περιεχομένων τους. Είναι συνήθως απαραίτητο να συμβουλεύεται κανείς το ευρετήριο αλλά και να προχωρεί σε προσεκτική ανάγνωση του ίδιου του κειμένου για να εντοπίσει συγκεκριμένα στοιχεία. Παρά τα όποια προβλήματα, δεν είναι λίγες οι περιοχές όπου οι παρατηρήσεις του Τσοπανάκη είναι και πρωτότυπες και χρήσιμες.