ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Άλλες Κρητικές
Γραμματικές της νέας Ελληνικής
Τσοπανάκης, Α. Γ. 1994. Νεοελληνική Γραμματική.
Α. Τσαγγαλίδης
Δ. Ε. Τομπαΐδης: Φιλόλογος 78
Εντυπώσεις από τη «Νεοελληνική Γραμματική» του Α. Γ. Τσοπανάκη
Η σύνταξη της γραμματικής μιας γλώσσας, δηλαδή η κωδικοποίηση του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιείται ―προφορικά κυρίως αλλά και γραπτά― μια γλώσσα σε μια συγκεκριμένη στιγμή, δεν είναι ούτε απλή, ούτε εύκολη, ούτε ασήμαντη υπόθεση. Ο συντάκτης της γραμματικής οφείλει να έχει γερή θεωρητική κατάρτιση, για να είναι σε θέση να επιλέξει και το γραμματικό μοντέλο και τις τεχνικές που θα ακολουθήσει για να πραγματοποιήσει το έργο του. Θα πρέπει επίσης να έχει το σθένος να αποστασιοποιείται από απόψεις, θέσεις και ιδέες που κατά καιρούς έχει εκφράσει, για να μπορέσει να χειριστεί όσο γίνεται πιο αμερόληπτα και ανεπηρέαστα το υλικό του. Αυτό το τελευταίο αποτελεί και το μεγαλύτερο εμπόδιο για έναν αντικειμενικό χειρισμό της γραμματικής ύλης, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ανθρώπους μεγάλης ηλικίας οι οποίοι έχουν διατυπώσει -με συνέπεια και επιμονή πολλές φορές- τις αποκλίνουσες από την κοινή αντίληψη θέσεις τους.
Από τεχνική άποψη η σύνταξη της γραμματικής μιας ομιλούμενης γλώσσας ακολουθεί μια συγκεκριμένη διαδικασία. Εφόσον είναι δεδομένο ότι η γραμματική αποδίδει την κοινή χρήση, δηλαδή τους κοινά χρησιμοποιούμενους τύπους της γλώσσας, έργο του συντάκτη της γραμματικής είναι να εντοπίζει τους κοινούς αυτούς τύπους. Στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι από έναν γραμματικοί τύποι ο γραμματικός μνημονεύει τους κοινόχρηστους, παραμερίζοντας τους αρχαϊκούς ή διαλεκτικούς τύπους που έχουν περιορισμένη διάδοση. Αν δεν είναι άμεσα φανερό ποιοι τύποι είναι κοινοί, τότε, για να αποφύγουμε αυθαίρετες και υποκειμενικές επιλογές, θα πρέπει να διερευνήσουμε στατιστικά το φαινόμενο και να καταγράψουμε τα δεδομένα της έρευνάς μας. Η διαδικασία αυτή είναι τόσο καθαρή και σαφής, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης των δεδομένων που καταγράφονται.
Το κριτήριο της κοινής χρήσης -θεμελιακό και καίριο για τη σύνταξη γραμματικής μιας ομιλούμενης γλώσσας- δεν αμφισβητείται πια από κανέναν. Οι αντιλήψεις του παρελθόντος για την ιδιαίτερη αξία που έχει ένα γλωσσικό στοιχείο, όταν χρησιμοποιείται από κάποιο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων περιωπής, δεν συζητιούνται σήμερα. Ο γραμματικός δεν περιγράφει ούτε τη γλώσσα των μορφωμένων ούτε τη γλώσσα των αγράμματων και αναλφάβητων, ούτε ενδιαφέρεται για το μεμονωμένο λόγο του καθενός («ο τάδε είπε ή έγραψε έτσι», «ο δείνα έκαμε αυτό το γλωσσικό σφάλμα» κττ.)· περιγράφει την κοινά ομιλούμενη γλώσσα. Το «κοινά» προσδιορίζεται με κριτήριο αριθμητικό, πληθυσμιακό: π.χ. ό,τι λέμε οι περισσότεροι σήμερα στην Ελλάδα ανήκει στην κοινή (νεο)ελληνική· ό,τι δε λέμε οι περισσότεροι δεν ανήκει σ'αυτήν. Νομίζω πως είναι ξεκάθαρο ότι γραμματικά ορθός σε μια ομιλούμενη γλώσσα είναι ο κοινόχρηστος τύπος (και άρα αυτός κωδικοποιείται στη γραμματική της) και γραμματικά εσφαλμένος (και άρα έξω από το πλαίσιο μιας γραμματικής της κοινής γλώσσας) ο αρχαϊκός ή ο ιδιωματικός/διαλεκτικός τύπος. Αν στην επικράτηση ενός γραμματικού τύπου συνέβαλαν κάποιες ιδιαίτερες συγκυρίες (ιστορικοί ή κοινωνικοπολιτιστικοί λόγοι κτλ.), το γεγονός αυτό δεν αξιολογείται από τον γραμματικό, ο οποίος οφείλει να αποδώσει αυτή τη συγκεκριμένη κατάσταση της γλώσσας, σε όποιους λόγους κι αν οφείλεται η διαμόρφωσή της.
Μια προσωπική εξομολόγηση: «Ευτύχησα να έχω λαμπρούς δασκάλους στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης. Από εκείνους που στάθηκαν κοντά μου, και στα φοιτητικά μου χρόνια και κατόπιν, υπήρξαν οι αείμνηστοι Ι. Θ. Κακριδής, Ν. Π. Ανδριώτης, Λ. Πολίτης. Από τους ζώντες ο Εμμ. Κριαράς και όλως ιδιαιτέρως ο Αγαπητός Τσοπανάκης. Η προσπάθειά του, από τα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια, να με στρέψει προς την επιστήμη και τη γλωσσομάθεια με τις κατ' ιδίαν συζητήσεις μας, τις συμβουλές του, την παροχή διαφόρων βιβλίων, υπήρξε, ομολογώ, καθοριστική για τον προσανατολισμό μου. Όλα αυτά τα κρατώ πάντα με ευγνωμοσύνη. Όταν άρχισα την επιστημονική μου σταδιοδρομία, μπορώ να πω ότι, σε ερμηνευτικά ζητήματα, πολλές φορές διαφωνήσαμε. Αυτό όμως δεν εμπόδισε ούτε εκείνον ούτε εμένα να είμαστε νηφάλιοι στην έκφραση των διαφωνιών μας».
Ο κ. Α. Γ. Τσοπανάκης έχει γράψει στο παρελθόν, σε επανειλημμένες δημοσιεύσεις του, για το κλιτικό σύστημα της νεάς ελληνικής, για το τελικό ν των άρθρων τον, την, για το συλλαβισμό των μπ ντ γκ κ.ά., όπου εξέφρασε απόψεις διαφορετικές από του Τριανταφυλλίδη ή από της σχολικής Γραμματικής. Οι απόψεις του εκείνες όταν πρωτοεμφανίστηκαν δεν έπεισαν. Χρειάστηκε να επανέλθει, ξανά και ξανά. Ούτε και τώρα πείθουν. Θα φέρω ένα παράδειγμα[1]:
Ο Μ. Τριανταφυλλίδης στην κλίση των ονομάτων της νέας ελληνικής προτείνει ένα σύστημα τριών κλίσεων (αρσενικά, θηλυκά, ουδέτερα) που υποδιαιρούνται σε τάξεις (η πρώτη και η τρίτη) και κατηγορίες. Έτσι η πρώτη κλίση των αρσενικών έχει επτά κατηγορίες (με κλιτικά παραδείγματα: πατέρας, ψωμάς, ναύτης, φούρναρης,καφές, παππούς, δρόμος), η δεύτερη κλίση των θηλυκών έχει έξι κατηγορίες (με κλιτικά παραδείγματα: καρδιά, ψυχή, δύναμη, Φρόσω, εγκύκλιος, αλεπού) και η τρίτη κλίση των ουδετέρων έχει έξι κατηγορίες (με κλιτικά παραδείγματα: βουνό, παιδί, μέρος, κύμα, γράψιμο, κρέας). Στο σύστημα αυτό με τις τρεις κλίσεις (οι οποίες περιλαμβάνουν τέσσερις τάξεις και τελικά δεκαεννέα κατηγορίες), που το θεωρεί πολύπλοκο και δυσμάθητο, ο κ. Τσοπανάκης προτείνει ένα διαφορετικό σύστημα κλίσης ονομάτων. Το κλιτικό σύστημα του κ. Τσοπανάκη αποτελείται από έξι κλίσεις (χωρίς υποδιαιρέσεις σε τάξεις και κατηγορίες). Η πρώτη κλίση περιλαμβάνει ισοσύλλαβα ονόματα αρσενικά σε -ας και -ης και θηλυκά σε -α, -η, -ω (πατέρας, ναύτης, καρδιά, ψυχή, Φρόσω). Η δεύτερη αρσενικά και θηλυκά σε -ος και ουδέτερα σε -ο, -ι (ουρανός, εγκύκλιος, βουνό, παιδί). Η τρίτη κλίση περιλαμβάνει ονόματα ανισοσύλλαβα αρσενικά σε -ς, -ης, -ας, και θηλυκά σε -α, -ού, -έ (νοικοκύρης, βοριάς, παπάς, οκά, αλεπού, νενέ). Η τέταρτη ουδέτερα ανισοσύλλαβα σε -ς, -ον, -ο, -α (κύμα, παρελθόν, κρέας, γεγονός, γράψιμο). Η πέμπτη ονόματα αρσενικά σε -έας, -ης, και θηλυκά σε -η (συγγραφέας, πρέσβης, δύναμη). Τέλος η έκτη κλίση περιλαμβάνει ουδέτερα σε -ος (μέρος).
Δε χρειάζεται να είναι κανείς γλωσσολόγος ή εκπαιδευτικός για να κατανοήσει ότι η απλούστευση του κλιτικού συστήματος του κ. Τσοπανάκη είναι τεχνητή. Από τις δεκαεννέα κλιτικές κατηγορίες του Τριανταφυλλίδη ο κ. Τσοπανάκης φτάνει στις έξι κλίσεις, αλλά πώς; Με το να υπαγάγει σε μία κλίση ονόματα που κλίνονται διαφορετικά (πατέρας, ναύτης, καρδιά, ψυχή, Φρόσω). (Γενικά η ταξινόμησή του βασίζεται στην ισοσυλλαβία-ανισοσυλλαβία των ονομάτων. Αλλά κι αυτό χωρίς κανόνα. Γιατί και ισοσύλλαβα και ανισοσύλλαβα ουσιαστικά κατατάσσονται σε διαφορετικές κλίσεις). Στην πραγματικότητα έχουμε δεκαεννέα περιπτώσεις ονομάτων στα νέα ελληνικά που κλίνονται διαφορετικά, είτε αυτά τα ταξινομήσουμε σε τρεις κλίσεις με πολλές υποπεριπτώσεις είτε σε έξι κλίσεις με λιγότερες υποπεριπτώσεις είτε σε δεκαεννέα κλίσεις χωρίς υποπεριπτώσεις. Αυτό συμβαίνει, γιατί δεν υπάρχει ορατή ειδοποιός διαφορά για τη μία ή την άλλη ταξινόμηση.
Όσο αφορά τη χρησιμότητα της ταξινόμησης των ονομάτων της νέας ελληνικής θα επαναλάβω εδώ την παρατήρησή μου ότι «από την άποψη της διδασκαλίας και μάθησης της γλώσσας -μιας ομιλούμενης γλώσσας- από ένα Νεοέλληνα, το θέμα της κατάταξης δεν έχει τη σημασία που θα είχε, αν ο λόγος ήταν για μια γλώσσα μη ομιλούμενη, όπως π.χ. την καθαρεύουσα ή τα αρχαία ελληνικά. Γιατί εκεί οι τύποι είναι άγνωστοι, και χρειάζεται ένας κατάλογος καθοδηγητικός, που να βοηθεί τον ενδιαφερόμενο χρήστη της γλώσσας για την ορθότητα. Εδώ, τώρα, ο ντόπιος ομιλητής γνωρίζει τους τύπους των λέξεων (ο δρόμος, του δρόμου, το δρόμο κτλ.) και δεν έχει ανάγκη από καμιά συστηματική κατάταξη για να διευκολυνθεί στη χρήση τους. (Αλλά και στην περίπτωση που αγνοεί κάποιον τύπο, δεν είναι το σύστημα ταξινόμησης που θα του τον μάθει). Για το λόγο αυτό, οι διάφορες ταξινομήσεις των ονομάτων, εφόσον πρόκειται για νέα ελληνικά, δεν έχουν τη σημασία που θέλουν να τους αποδώσουν οι κατασκευαστές τους. Αποτελούν απλώς ένα συγκεντρωτικό στοιχείο που δίνει μια συνοπτική εικόνα της οργάνωσης και των ποικιλιών του νεοελληνικού ονόματος. (Διαφορετική βέβαια είναι η αξία της ταξινόμσης αυτής για τους ξένους. Γιατί εκείνοι βοηθιούνται από τα χαρακτηριστικά κάθε κλιτικής κατηγορίας για να σχηματίζουν και τους άλλους παρεμφερείς τύπους) (Δ. Τομπαΐδης, Διδασκαλία, σ. 177).
Το κλιτικό αυτό σύστημα του κ. Τσοπανάκη με τις έξι κλίσεις πρωτοεμφανίστηκε από τον ίδιο το 1948 στην Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τ. ΣΤ΄ σσ. 243-280 και υποστηρίχτηκε σε επανειλημμένα δημοσιεύματά του (στην ίδια επετηρίδα και αλλού· τώρα όλα είναι συγκεντρωμένα στον τόμο Ο δρόμος προς την Δημοτική, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 93-199) για λόγους θεωρητικούς/επιστημονικούς αλλά και παιδαγωγικούς και πρακτικούς. Γράφει:
«Προσωπικά λοιπόν έχω την εντύπωση ότι το σύστημα που προσφέρω, με την απλότητά του και με τα καθαρά του περιγράμματα, είναι πολύ εύκολο και ότι μπορεί να αφομοιωθή εύκολα από τον μαθητή. Αυτό τουλάχιστο με βεβαιώνουν παλιοί και εκλεκτοί απόφοιτοι στη Σχολής μας, οι οποίοι είχαν την καλωσύνη να το δοκιμάσουν με τους μαθητές τους. Ο κ. Χρίστος Φράγκος, υφηγητής τώρα της παιδαγωγικής, το δοκίμασε στο Αμερικάνικο Κολλέγιο «Ανατόλια» πριν μερικά χρόνια, κι ο κ. Χρίστος Τσολάκης, καθηγητής στο Πειραματικό σχολείο Θεσσαλονίκης, το δοκίμασε στη σχολική χρονιά που περνούμε εφέτος. Οι ίδιοι οδήγησαν τα παιδιά να κατατάξουν μόνα τους τις διάφορες κλιτικές κατηγορίες και τα αποτελέσματά τους εσύμπεσαν σε εκπληκτικόν βαθμό με τα δικά μου» (Ο δρόμος προς την Δημοτική, σ. 195).
Όλως περιέργως στην παρουσιαζόμενη Γραμματική εμφανίζει ένα νέο σύστημα ταξινόμησης, άσχετο με όσα υποστήριξε διά βίου, ένα κλιτικό σύστημα τριών κλίσεων: «Με μερικούς συμβιβασμούς, οι κλίσεις των ουσιαστικών της ΝΕ μπορούν να προσδιορισθούν σε τρεις. […] Η πρώτη κλίση περιλαμβάνει ονόματα ισοσύλλαβα, αρσενικά σε -ας, παροξύτονα και προπαροξύτονα· σε -ης, οξύτονα και παροξύτονα· θυληκά σε -α και -η οξύτονα, παροξύτονα και προπαροξύτονα· και θηλυκά σε -ω οξύτονα και παροξύτονα. Μερικά αρσενικά σε -(έ)ας και θηλυκά σε -η σχηματίζονται με μερικήν ανισοσυλλαβία» (σ. 214). «Η δεύτερη κλίση των ουσιαστικών περιλαμβάνει ονόματα ισοσύλλαβα, αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα οξύτονα, παροξύτονα και προπαροξύτονα, που λήγουν σε -ος τα αρσενικά και τα θηλυκά, και σε -ο και -ι και -ος τα ουδέτερα […]» (σ. 224). «Η τρίτη κλίση περιλαμβάνει ονόματα ανισοσύλλαβα αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα. Τα αρσενικά λήγουν στην ονομαστική σε -ας, -ης, -ες, και -ους, τα θηλυκά σε -α, -ου, και -ε, και τα ουδέτερα σε -μα, -ιμο, (-σιμο, -ξιμο, -ψιμο), -ας, -ος, (-ως) και -ον. Στην ονομαστική του πληθυντικού τα αρσενικά έχουν κατάληξη -ηδες, -αδες, τα θηλυκά -δες, και τα ουδέτερα -τα» (σ. 233).
Τι συνέβη και από τις έξι κλίσεις φτάνουμε στις τρεις, και γιατί αυτό το κλιτικό σύστημα είναι τώρα πιο απλό από εκείνο, θα πρέπει να εξηγηθούν σαφέστερα από τον κ. Τσοπανάκη.
Σχετικά με το συλλαβισμό ο κ. Τσοπανάκης διαφοροποιείται από τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη και από τη σχολική Γραμματική σε δύο βασικά σημεία: α) στο συλλαβισμό των σύνθετων λέξεων και β) στο συλλαβισμό των μπ, ντ, γκ.
Στην πρώτη περίπτωση, στο συλλαβισμό των σύνθετων λέξεων, «σεβόμαστε την μορφή προθέσεων ή του α΄ συνθετικού, ακόμα κι αν έχουν πάθει έκθλιψη: απ-ελπισία, έκ-πτωση, εμ-πλοκή, έν-τονο, εξ-ετάσεις […], αλλά και παντ-έρημος, χρυσ-άνθεμο» (σ. 109). Από θεωρητική άποψη αυτό είναι σωστό, ποιες όμως είναι οι πρακτικές συνέπειες από έναν τέτοιο κανόνα; Αν εφαρμοζόταν ο κανόνας αυτός, μόνο εκλεκτοί φιλόλογοι θα ήταν σε θέση να συλλαβίζουν σωστά, και ο συλλαβισμός θα αναδεικνυόταν στο υπ' αριθ. 1 ορθογραφικό μας πρόβλημα. Γιατί το γλωσσικό αίσθημα του μέσου Νεοέλληνα σύνθετες είναι οι λέξεις των οποίων αναγνωρίζει τα συνθετικά μέρη, λέξεις του τύπου αμπελο-χώραφο, μαυρο-κίτρινος, τρεμο-σβήνω,ζερβό-δεξα κτλ. Και όχι λέξεις του τύπου έντομο, εμπλοκή,υπογράφω, συνάγω κτλ. Το υπογράφω π.χ. για το Νεοέλληνα σημαίνει απλώς 'βάζω την υπογραφή μου' και όχι 'γράφω κάτω από κάτι άλλο', είναι δηλαδή γι' αυτόν λέξη απλή και όχι σύνθετη. Έτσι στο συλλαβισμό του συνάγω π.χ. εκείνος που ξέρει ότι πρόκειται για σύνθετο (από την αρχαία πρόθεση συν και το αρχαίο ρήμα άγω) θα το συλλαβίσει συν-άγω· εκείνος που δε φαντάζεται ότι το ρήμα μπορεί να είναι σύνθετο (άλλωστε γι' αυτόν σημαίνει απλώς «συγκεντρώνω») θα το συλλαβίσει συ-νάγω (τα παραδείγματά μου θα μπορούσαν να είναι πιο περίπλοκα: σύναξη, συναξάρι, συνήγορος,συνεκτικός, συνάφεια κτλ.). Φυσικά, αν απευθύνεται κανείς αποκλειστικά σε φιλολόγους, μπορεί να ελπίζει ότι ένας τέτοιος κανόνας για το συλλαβισμό των σύνθετων λέξεων είναι γενικά εφαρμόσιμος. Αν όμως απευθύνεται στο σύνολο του ελληνικού λαού, τότε οι κανόνες γραφής πρέπει -χωρίς να παραβιάζουν την αρχή της ιστορικότητας της γλώσσας μας- να είναι ευκολομάθητοι και ευκολόχρηστοι. Ο κανόνας της σχολικής γραμματικής ότι και οι σύνθετες λέξεις συλλαβίζονται όπως οι απλές καθιερώνει γραφές καθώς α-νύποπτος,προ-σέχω, εί-σοδος, προ-σφέρω κτλ., γραφές που κι εμένα ως φιλόλογο με ενοχλούν, όμως έπρεπε ο σύνολος ελληνικός λαός να έχει έναν κανόνα ξεκάθαρο, για να γράφει σωστά τη γλώσσα του.
Στη δεύτερη περίπτωση, στο συλλαβισμό των μπ, ντ, γκ, η μόνη σωστή θεωρητικά θέση ήταν της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη, που διέκρινε στο συλλαβισμό τα δίψηφα σύμφωνα μπ,ντ, γκ (τα διασπούσε και τα συλλάβιζε το ένα με το προηγούμενο και το άλλο με το επόμενο φωνήεν): μπου-μπούκι αλλά αμ-πέλι. Η διάκριση αυτή πρακτικά ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί, γιατί κανείς μας δεν είναι σε θέση να ξέρει πάντα με σιγουριά πότε έχουμε δίψηφο σύμφωνο και πότε ρινικό σύμπλεγμα. Γι' αυτό η σχολική Γραμματική τα αντιμετώπισε πρακτικά με τρόπο ενιαίο στη γραφή: τα συλλάβισε με το επόμενο φωνήεν: μπου-μπούκι,α-μπέλι, πέ-ντε. Εξάλλου η διάκριση έρρινων μπ, ντ,γκ από τα άρρινα μπ, ντ, γκ παραμένει, για την ελληνική γλώσσα, μια διάκριση φωνητική, όχι φωνολογική, δηλαδή αφορά αποκλειστικά την προφορά τους και δεν επιφέρει σημασιολογικές διαφοροποιήσεις. «Στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου (Μυτιλήνη, Κυκλάδες, Θάσο κ.ά.), στην Κρήτη, σε μέρη της Πελοποννήσου, στην Αθήνα, στην Κέρκυρα, στην Κεφαλληνία κ.α. προφέρουν τα μπ, ντ, γκ παντού άρρινα: αbέλι,έbορος, άdρας, τιράdα, αdάξιος, φεgάρι κτλ.» (Δ. Τομπαΐδης, Διδασκαλία, σ. 124).
Ο κ. Τσοπανάκης, ξεκινώντας από την αμφισβητούμενη αρχή ότι τα μπ, ντ, γκ μεταξύ φωνηέντων προφέρονται έρρινα (bαmbάς, bεmbέκα, σσ. 90-91), καθιερώνει τον κανόνα του χωρισμού τους: έμ-πορος, καν-τίνα, αγ-κώνας [όμως, σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, θα γράφουμε και καμ-πίνα,μπαγ-κέτα, μπαγ-κάζια, μαν-τάμ, μεν-ταγιόν,μπέμ-πης, αραμ-πάς, μαν-τέμι, ρουμ-πίνι, πλέμ-πα,τσιμ-πούκι κτλ. ― όλα με δίψηφο b, d, g στη γλώσσα προέλευσης]. Επίσης τα χωρίζει κι όταν μετά το μπ, ντ, γκ ακολουθεί σύμφωνο: άν-τρας, έμ-προς, κέν-τρο [αλλά και αν-τρέσα (γαλλ. adresse), αγ-κράφα (γαλλ. agrafe), αμ-πρί (γαλλ. abri) κτλ.]. Τελικά, παρά την καθιέρωση αρκετών κανόνων, παραβιάζεται και με αυτό το σύστημα του συλλαβισμού των μπ, ντ, γκ η αρχή της ιστορικότητας, της προέλευσης.
Η ορθογραφική διαφοροποίηση της Γραμματικής του κ. Α. Τσοπανάκη από τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη και ιδίως από σχολική Γραμματική εμφανίζεται καθαρότερα στα εξής σημεία: α) Πολυτονικό σύστημα και παραδοσιακή ορθογράφηση της υποτακτικής· β) Ετυμολογική γραφή ξένων και δάνειων λέξεων· γ) Γραφή του τελικού ν. Είναι πάντως γεγονός ότι ο κ. Τσοπανάκης σε πολλά από τα θέματα αυτά μας εκπλήττει τώρα. Γιατί -με εξαίρεση του τελικού ν, όπου εξαρχής υποστήριξε τις ίδιες απόψεις- οι απόψεις του π.χ. και για το πολυτονικό σύστημα και για την παραδοσιακή ορθογράφηση της υποτακτικής (με η και ω) παλιότερα ήταν διαφορετικές απ' αυτές που σήμερα εμφανίζονται. Και βέβαια δεν είναι καταρχήν μεμπτό να αλλάζει κανείς απόψεις, αρκεί να εξηγεί πειστικά τους λόγους αυτής της μεταστροφής. Ο κ. Τσοπανάκης έγραψε στα 1966:
«Όλοι οι τονικοί κανόνες σχετικά με το είδος του τόνου και με τον χαρακτηρισμό των φωνηέντων και διφθόγγων σε μακρά και βραχέα πρέπει να καταργηθούν. Δεν υπάρχουν πια σήμερα στην νεοελληνική κοινή ούτε είδη τόνου ούτε μακρά ή βραχέα φωνήεντα» (Ο δρόμος προς την Δημοτική, σ. 209).
Και παρακάτω: «Φαντάζεται κανένας πόσην πνευματική φθορά υφίσταται το έθνος διδάσκοντας στα παιδιά κανόνες που δεν στηρίζονται στα πράγματα [ενν. τους πολυτονικούς κανόνες, ο συγγραφέας υπογραμμίζει], που αποτελούν δηλαδή ψέμα και επιστημονικό και πρακτικό, και πόσην οικονομική φθορά από την αφάνταστη σπατάλη χρόνου για την εύστοχη επιλογή ισοδύναμων στοιχείων, που δεν εξυπηρετούν πια καμιάν σκοπιμότητα! Νομίζω -και το λέω πολύ σοβαρά- ότι θα έπρεπε να παρακαλέσουμε τους Αμερικανούς (που ξέρουν πολύ καλά και να οικονομούν και να ξοδεύουν), να μας κάνουν έναν υπολογισμό της πνευματικής και υλικής σπατάλης που υφιστάμεθα σαν Έθνος. Τα αποτελέσματα θα είναι εκπληκτικά. Η εκπαίδευσή μας, το τονίζω με έμφαση, θα κάμη ένα μεγάλο πήδημα προς τα εμπρός, μόνο και μόνο αν κατορθώσουμε να δαμάσουμε αυτό το πρόβλημα. Ας αφήσουμε πια το πρόβλημα της ορθογραφίας!» (Ο δρόμος προς την Δημοτική, σ. 210).
Και στα 1977 ξανάγραψε: «Τεχνικό είναι επίσης το πρόβλημα της τονικής απλοποίησης, που μαζί με την ενοποίηση της γραφής της υποτακτικής σε -εις -ει και των παραθετικών σε -ότερος -ότατος, πολλοί αξιόλογοι δημοτικιστές το θεωρούν σαν ουσιαστικό και βασικό πρόβλημα της δημοτικής. […] Και όμως αυτό το τεχνικό θέμα δεν μπορεί να λυθή ακόμα, γιατί έγινε μέρος ενός «συμβόλου πίστεως» σαν το filioque. Κι εδώ χρειάζεται κυβερνητική επέμβαση» (Ο δρόμος προς την Δημοτική, σσ. 319-320).
Ο κ. Τσοπανάκης τονίζει, πολύ ορθά, ότι η γραφή της νεοελληνικής, μέσα στη συμβατικότητά της, κρατάει πολλά ιστορικά στοιχεία (π.χ. διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων, ποικιλία των τόνων κτλ.), τα οποία δε δικαιολογούνται από τη σημερινή μορφή της γλώσσας μας. Για το γενικότερο πρόβλημα της ορθογραφίας έχουν γραφεί αρκετά, ιδίως από τον Τριανταφυλλίδη, που είδε το θέμα αυτό στη συνολικότητά του[2], και από άλλους[3]. Κοινή είναι η διαπίστωση ότι η νεοελληνική ορθογραφία δεν μπορεί παρά να είναι απλοποιημένη ιστορική ορθογραφία, δηλαδή να κινείται ανάμεσα στην ιστορικότητα (διατήρηση της γραφής των αρχαίων ελληνικών λέξεων) και τη φωνητικότητα (γραφή με τον απλούστερο, δηλ. φωνητικό, τρόπο των μεταχριστιανικών λέξεων και καταλήξεων, ελληνικής και ξένης καταγωγής).
Ο κ. Τσοπανάκης στη Γραμματική του επιστρέφει στο πολυτονικό σύστημα και στα πνεύματα (οξεία, περισπωμένη και βαρεία, ψιλή και δασεία) με τους σχετικούς «κανόνες τονισμού» (σσ. 123-130) και πίνακα δασυνόμεων λέξεων (σ. 119). Επιχειρεί σε δύο σημειώσεις να δικαιολογήσει αυτή τη μεταστροφή του:
«Παλαιότερα είχαμε επιχειρήσει […] να προσδιορίσουμε την τεχνική και γλωσσική φύση ορισμένων προβλημάτων, ανάμεσα στα οποία και των τόνων, δίνοντας μεγαλύτερην έμφαση τότε στην τεχνική παρουσία του τόνου» (σ. 119). Αυτό ωστόσο δεν είναι αρκετή δικαιολογία, γι' αυτό λίγο παρακάτω προσθέτει: «Είχαμε προσπαθήσει παλαιότερα […] να προσδιορίσουμε την τεχνική και γλωσσική φύση ορισμένων φαινομένων, ανάμεσα στα οποία και του τόνου, δεν προβλέπαμε όμως τότε τις απόψεις που εκθέτονται εδώ» (σ. 130).
Βέβαια, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής εξήγηση μιας τόσο ριζικής μεταστροφής το γεγονός ότι τότε είδε τον τόνο από τεχνική άποψη ενώ τώρα τον βλέπει από την άποψη της γλωσσικής του λειτουργίας. Άσχετα πάντως από το αν με τα όσα λέει τώρα δικαιολογείται ή όχι η αλλαγή των απόψεών του σχετικά με την τονική απλοποίηση, ενδιαφέρει να δούμε για ποιους λόγους ο κ. Τσοπανάκης γυρίζει τώρα πάλι στο πολυτονικό σύστημα. Για τα πνεύματα λέει ότι πρέπει να ξέρουμε ποιες λέξεις δασύνονταν, για να κάνομε σωστή σύνθεση (απαλλαγή αλλά έφιππος) και σωστή συνεκφώνηση (αφ' ενός-αφ' ετέρου, καθ' εξής). Ότι όμως το φαινόμενο της δάσυνσης του προηγούμενου ψιλού συμφώνου κ, π, τ έπαψε να λειτουργεί στη γλώσσα μας (και, άρα, τα έφιππος και καθεξής τα μαθαίνουμε έτσι σαν λέξεις) αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σήμερα λέμε αντηλιακό,γλυκαιμία κτλ. καθώς και απ' όπου, απ' όσο, απ' όταν κτλ. (ενώ λέμε ταυτόχρονα και εφόσον, αφότου κτλ.). Όσο για το μονοτονικό σύστημα «που εφαρμόζεται και στα σχολεία» (σ. 117), ο κ. Τσοπανάκης το απορρίπτει γιατί «έχει αφήσει αρκετές αβεβαιότητες, κυρίως στα προκλιτικά και εγκλιτικά στοιχεία της γλώσσας, όπως είναι π.χ. οι μονοσύλλαβες αντωνυμίες: «ο πατέρας μου είπε να πάμε όλοι μαζί να…» (σ. 117). Δεν είμαι βέβαιος ότι ο κ. Τσοπανάκης είδε τους λίγους κανόνες του μονοτονικού που εφαρμόζονται στα σχολεία. Γιατί εκεί μνημονεύεται αυτό ακριβώς το παράδειγμα και διακρίνεται στη γραφή: «ο πατέρας μού είπε (= ο πατέρας είπε σ' εμένα) ενώ ο πατέρας μου είπε (= ο δικός μου πατέρας είπε)· η δασκάλα μάς τα έδωσε (= η δασκάλα τα έδωσε σ' εμάς) ενώ η δασκάλα μας τα έδωσε (= η δική μας δασκάλα τα έδωσε)» (σχολική Γραμματική, σ. 24).
Για την εξομοίωση της γραφής της υποτακτικής με την οριστική ο κ. Τσοπανάκης λέει πολλά (σσ. 339-342 κ.α.), για να τεκμηριώσει τη διαφωνία του. Η άποψή του, που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, είναι πως η υποτακτική είναι μια ξεχωριστή έγκλιση του ρήματος και δεν ταυτίζεται με την οριστική:
«Η αμφισβήτηση της υποτακτικής ως έγκλισης, τόσο από εσωτερική, όσο και από εξωτερική άποψη και η κατάργηση της αντίστοιχης γραφής της είναι επιστημονική πλάνη […]» και «[…] με την αστήρικτη πεποίθηση ότι η ομοιότητα αυτή σημαίνει και την απορρόφηση της υποτακτικής από την οριστική και την συγχώνευσή της σ' αυτήν […]» (σ. 340).
Ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα και ότι δεν αμφισβητείται η υπόσταση της υποτακτικής ως ιδιαίτερης έγκλισης του ρήματος, αποδεικνύεται απλώς και μόνο από το γεγονός ότι η σχολική Γραμματική τη μνημονεύει παντού σαν ιδιαίτερη και αυθύπαρκτη έγκλιση (βλ. π.χ. σσ. 144, 155, 158 κεξ). Εκείνο που έκανε η σχολική Γραμματική είναι η ενοποίηση της γραφής της με της οριστικής, κι αυτό γιατί οι δυσκολίες να ξεχωρίζουμε κάθε φορά πότε ήταν υποτακτική (για να γράψουμε η ή ω) και πότε οριστική (για να γράψουμε ει ή ο) ήταν κάποτε -ακόμα και για τους φιλολόγους- αξεπέραστες. Ας θυμηθούμε φράσεις καθώς Αν θέλει, μπορεί αν φύγη· όταν δεν έρχονται αυτοί, πηγαίνουμε εμείς· άμα ακούει την καμπάνα, ο νους του πηγαίνει στο κακό, κτλ. οι οποίες σε άλλες περιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι υποτακτικές, για να εννοήσουμε πόσο μάταιο και δαπανηρό συνάμα ήταν να επιμένουμε -και μάλιστα μέσα στο καθεστώς της γενικευμένης εκπαίδευσης- σε τέτοιες ορθογραφικές διακρίσεις.
Στην ορθογραφία των ξένων και δάνειων λέξεων επικρατεί αναρχία. Αλλού τηρείται αυστηρά η γραφή της ξένης ή δάνειας λέξης στη γλώσσα προέλευσής της και αλλού απλουστεύεται η γραφή της. Ιδού μερικά μόνο από τα άφθονα παραδείγματα που τεκμηριώνουν αυτή την ορθογραφική μεταχείριση:
-έλλα και -έλα:
κανέλλα,κοπέλλα, κορδέλλα, μανιβέλλα, μασέλλα, μπαγκατέλλα,ομπρέλλα, φανέλλα, φουστανέλλα κ.ά. αλλά και καραμέλα,σαρδέλα, προπέλα κ.ά.
-έττα και-έτα:
βεντέττα,βιολέττα (756), γαλέττα, κορβέττα, οπερέττα,ροζέττα, φαλτσέττα, ετικέττα, ζακέττα κ.ά. αλλά και ρετσέτα,φουρκέτα, ρουκέτα, βιολέτα (770), βινιέτα,κοτολέτα, κροκέτα, μακέτα, μπαγκέτα, ρακέτα,ρουλέτα κ.ά.
-έττο και -έτο:
γκέττο,κουφέττο, ντουέττο, πακέττο, σονέττο, σπαγγέττο κ.ά. αλλά και κασκέτο, λιμπρέτο, μπιλιέτο, στιλέτο,ταπέτο, φιλέτο κ.ά.
-όττο και -ότο:
μπουρλόττο,τσιρόττο κ.ά. αλλά και καρότο κ.ά.
άσσος,πεσσιμισμός, πρέσσα, λάσσο κ.ά. αλλά και λούσο,μπάσος, μισεύω, φουσάτο, κάσα, -έτα κ.ά.
βούλλα,καβάλλα κτλ., καβαλλίνα, κελλί, μαξιλλάρι, κολλάρο κ.ά. αλλά και καλιγώνω, πενικιλίνη, μυδράλιο κ.ά.
κάννουλα,πέννα κ.ά. αλλά και νονός, κανόνι κ.ά.
γκάμμα,γόμμα κ.ά. αλλά και σούμα,
ποντίφηκαςαλλά πρίγκιπας,
κομπιναιζόν,φανταιζί αλλά φασαμέν,
τρόλλεϋ,χόμπυ αλλά τσέρι, λυντσάρω αλλά μιλαίδη,
βάττ αλλά κιλοβάτ (σ. 785, 788) και κιλοβάττ (808), κ.ά.π.
Ένα από τα θέματα στο οποίο ο κ. Τσοπανάκης υπήρξε συνεπής με τον εαυτό του διά βίου είναι η γραφή του τελικού ν. Όλα όσα έγραψε κατά καιρούς για το θέμα αυτό τα συγκέντρωσε σ' ένα βιβλιαράκι με τίτλο Προβλήματα της δημοτικής: το τελικό -ν, Θεσσαλονίκη 1987 (Αφοί Κυριακίδη). Στη Γραμματική του γίνεται εκτεταμένα λόγος για το τελικό ν (σσ. 75 και 169-173). Σε όλες τις περιπτώσεις, είναι φανερό ότι ο κ. Τσοπανάκης ξεκινάει από διαφορετικές θεωρητικές παραδοχές, σε σχέση με την κοινή γλωσσολογική αντίληψη, για το τι είναι βασικά μια γραμματική. Όπως το λέει χαρακτηριστικά:
«[…] συμβαίνει το τελικό -ν να αφομοιώνεται στον προφορικό λόγο, μπροστά σε ορισμένα σύμφωνα. Άλλος όμως είναι ο προφορικός λόγος και άλλος ο γραπτός, και η παράλειψη του τελικού -ν σ' αυτούς τους γραμματικούς τύπους και σε άλλους, ιδιαίτερα στην αιτιατική των αρσενικών σε -ος, στα θηλυκά ουσιαστικά που έχουν όμοιον τύπο στην ονομαστική και αιτιατική (την) τύχη-(η) τύχη, και σε άλλες περιπτώσεις, δημιουργεί προβλήματα στην άμεση κατανόηση του λόγου. Αυτό όμως είναι αντίθετο προς την αποστολή της γραμματικής και την ανάγκη της επικοινωνίας. Και είναι φανερό ότι στηρίζεται στην υπερίσχυση του προφορικού λόγου επάνω στον γραπτό στους έως τώρα σχετικούς κανόνες της Γραμματικής, κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθή σωστό» (σ. 75).
Ο κ. Τσοπανάκης προσφεύγει και σ' ένα επιχείρημα παιδαγωγικού χαρακτήρα, το οποίο επαναλαμβάνεται και στη Γραμματική (σ. 172): «Πώς μπορεί ένας μαθητής ή και ένας ώριμος ακόμα άνθρωπος να ξεχωρίζη και να θυμάται τα κ, π, τ, γκ, (γγ),μπ, ντ, τσ, τζ, ξ, ψ, δηλ. σύνολο ένδεκα συμφώνων που δεν αφομοιώνουν το -ν [,] και παράλληλα τα β, γ,δ, φ, χ, θ, λ, μ, ν, ρ,σ, ζ, δηλ. το σύνολο δώδεκα συμφώνων που το αφομοιώνουν, και να τα παίζη αυτά στα δάχτυλά του, για να γράφη σωστά; Δεν μπορεί δυστυχώς να τα θυμάται όλα αυτά, γιατί είναι πολλά και κινούνται αντιθετικά σε δύο παράλληλες σιδηροδρομικές ράγες, ούτε να τα ξεχωρίζη όλα αυτά χωρίς μπερδέματα, γιατί ανήκουν σε πολλές κατηγορίες. Λυπούμαι, αλλά πρέπει να το πάρομε απόφαση. Δεν γίνεται» (Προβλήματα της δημοτικής: το τελικό -ν, σελ. 29 ― οι υπογραμμίσεις του συγγραφέα).
Ύστερα απ' αυτά η θέση του κ. Τσοπανάκη ως προς το τελικό -ν συνοψίζεται ως εξής:
«Γι' αυτό η Γραμματική αυτή μιλά και εξηγεί την αφομοίωση του -ν στην προφορική γλώσσα, συνιστά όμως την γραφή του σε όλες τις αιτιατικές του οριστικού και του αόριστου άρθρου τον -την, έναν-μιαν [,] των αντωνυμιών τον-την, αυτόν-αυτήν,εκείνον-εκείνην (τούτον-τούτην), πόσον-πόσην,τόσον-τόσην, όσον-όσην, κτλ. των συνδέσμων, των επιρρημάτων δεν,μην, σαν, των άναρθρων επιθέτων και ουσιαστικών, κ.ά.: τον φίλο,την φίλη, τον βλέπω, την βλέπω, φώναξέ τον-την, δεν θέλω, μην βιάζεσαι, σαν μύγα, αυτόν γυρεύω, αυτήν φώναξα, πολύν μαθητόκοσμο, τον δοκιμασμένο φίλο, έναν δοκιμασμένο φίλο, ελαφρόν ύπνο, βαθύν ύπνο, πολύν ύπνο,πολύν κόσμο, κύριον Γιώργον Μιχαλόπουλον, καθηγητήν,έμπορον, Κυρίαν Μελπομένην Μιχαλοπούλου, καθηγήτριαν, και όπου αλλού η σαφήνεια του λόγου το καθιστά αναγκαίο, ιδίως στην δήλωση άναρθρων αντικειμένων σε αιτιατική» (σ. 173).
Οι απόψεις του κ. Τσοπανάκη για «την αποστολή της Γραμματικής», όπως λέει, και για την «υπερίσχυση του προφορικού λόγου επάνω στον γραπτό στους έως τώρα σχετικούς κανόνες της Γραμματικής, κάτι που δεν μπορεί να θεωρηθή σωστό» με τα όσα είπαμε στην αρχή έρχονται σε αντίθεση με τα κρατούντα σήμερα ότι η γραμματική αποδίδει, δηλαδή καταγράφει και ταξινομεί, την κοινή χρήση στον τρόπο που μιλιέται μια γλώσσα. Η διαφοροποίηση στο γραπτό λόγο δεν μπορεί να αφορά άλλα ζητήματα (φωνολογικά και ιδίως μορφολογικά) παρά υφολογικά: είναι πιο επιμελημένος, γιατί όταν γράφουμε έχουμε, κατά κανόνα, την άνεση να φροντίζουμε το λόγο μας. Για την ασάφεια που δημιουργείται στο λόγο ως προς τη δήλωση του γένους ή της πτώσης από την παράλειψη του τελικού ν, θα επαναλάβω εδώ αυτά που έγραψα, ανάμεσα σε άλλα, στο παρελθόν: «Η γλώσσα, όπου υπάρχει λειτουργικός λόγος να ξεχωριστούν τα γένη, οικονομεί τη διάκριση αυτή, και στον προφορικό λόγο (και όχι μόνο στο γραπτό), με τη διατήρηση του τελικού ν, όπως κάνει π.χ. στην προσωπική αντωνυμία γ΄ προσώπου τον: τον θέλω, τον βλέπω, και προφορικά και γραπτά· πβ. τη θέλω, τη βλέπω και προφορικά και γραπτά» (Δ. Τομπαΐδης, Διδασκαλία σ. 118). Προσθέτω επεξηγηματικά ότι το ίδιο ισχύει και για την προσωπική αντωνυμία αυτόν (και τα δύο, αυτόν και τον, προσωπικές αντωνυμίες γ΄ προσώπου, δεν αποβάλλουν ποτέ το τελικό ν στο αρσενικό γένος: αυτόν βλέπω, αυτόν θέλω, ενώ θηλ. αυτή θέλω,αυτή βλέπω-αυτήν ήθελα, αυτήν έβλεπα).
Οι παιδαγωγικοί λόγοι που επικαλείται ο κ. Τσοπανάκης δεν πιστεύω ότι είναι ισχυροί. Απλούστατα, γιατί δεν είναι ανάγκη να θυμόμαστε, όταν γράφουμε, το είδος του συμφώνου που ακολουθεί για να διατηρούμε ή αποβάλλουμε το τελικό ν. Εμείς δεν είμαστε ξενόφωνοι, που τώρα μαθαίνουμε τα ελληνικά, εμείς μιλάμε ελληνικά. Είναι λοιπόν αρκετό να γράφουμε κάθε φορά αυτό που λέμε κάθε φορά. Λέμε στο δρόμο και γράφουμε στο δρόμο, λέμε στον κόσμο και γράφουμε στον κόσμο. Κάνουμε λάθος όταν ενώ λέμε στον κόσμο γράφουμε στο κόσμο, όπως κι όταν ενώ λέμε στο δρόμο γράφουμε στον δρόμο.
Τα διάφορα λάθη που επισημαίνει ο κ. Τσοπανάκης παράλειψης του τελικού ν, όπως στο κάτω όροφο, το προχθεσινό σεισμό, τη τελευταία στιγμή, τη τραγική περίοδο, κ.ά., είναι λάθη του γραπτού λόγου, της γραφής, γιατί δεν μπορώ να φανταστώ κανένα Νεοέλληνα, φυσικό ομιλητή της γλώσσας μας, να λέει τη τραγική περίοδο.
Μερικές παρατηρήσεις σε διάφορα σημεία της Γραμματικής:
σ. 35: «[…] τους ονομάζουμε φθόγγους ή, με την σύγχρονη ορολογία, φωνήματα», δηλαδή ο φθόγγος είναι ταυτόσημος με το φώνημα ― πράγμα που δεν είναι σωστό.
σσ. 35-36 (πβ. 39-40 και 82-83): Ο κ. Α. Τσοπανάκης, επαναλαμβάνοντας τον Μ. Τριανταφυλλίδη (Γραμματική σ. 18), δέχεται ότι στα νέα ελληνικά έχουμε και ημίφωνο ου εκτός από το ι. Μνημονεύει ως παραδείγματα: που έλεγες > που έλεγες, που ήσουν > πού ήσουν; Αλλά και τα δύο παραδείγματα αποδεικνύουν ότι η προφορά του ου ως ημιφώνου είναι ολότελα τεχνητή και εξεζητημένη, περιστασιακή και πάντως όχι φυσική. Σημειώνω μάλιστα ότι στο β΄ παράδειγμα (πού ήσουν) το ου αποκλείεται να προφέρεται ως ημίφωνο· ημίφωνο προφέρεται το η του ήσουν. Ενώ δηλ. στο γιαγιά το ι δεν μπορεί να προφέρεται παρά ως ημίφωνο, για να προφέρω στο που έλεγες το ου ως ημίφωνο θα πρέπει να κάνω πολλές αβαρίες στη φυσική προφορά.
Για όλους αυτούς τους λόγους θα επαναλάβω αυτό που έγραψα παλαιότερα: «την άποψη αυτή [για την ύπαρξη ημιφώνου ου στα νέα ελληνικά] την αμφισβήτησε -και ορθά- ο A. Mirambel υποστηρίζοντας ότι η νέα ελληνική «δεν έχει ημίφωνο w (αγγλ. we), ούτε w (γαλλ. puis): […] το u είναι πάντα φωνήεν (η γαλλική λέξη toilette, που τη δανείστηκαν τα ελληνικά, δεν προφέρεται *twaléta, αλλά tualéta, με φωνηεντικό σύμπλεγμα ua)»[4]. Πρόσθετα εκεί ότι και ο Μ. Σετάτος, Φωνολογία της κοινής νεοελληνικής, Αθήνα 1974, σ. 18, μνημονεύει, σωστά, μονάχα: «Ημίφωνο: Διαπεραστικό φωνηεντικό: [d]». Τώρα θα μπορούσα να επικαλεστώ και τα όσα ορθά παρατηρεί ο P. Mackridge, Η νεοελληνική γλώσσα, μετάφρ. Κ. Ν. Πετρόπουλος, Αθήνα 1990, σσ. 64-65.
σσ. 91-92: Είναι τουλάχιστον περίεργα όσα λέγονται για την προφορά των διπλών συμφώνων στην κοινή νεοελληνική. Με εξαίρεση τα ιδιώματα της νοτιοανατολικής Ελλάδας (Χίου, Δωδεκανήσου, Ικαρίας, Κύπρου), Μ. Ασίας (Λιβισιού, μερικά καππαδοκικά), κάτω Ιταλίας κ.ά., όπου πράγματι προφέρονται διπλά σύμφωνα, γι' αυτό και ονομάζονται διπλωτικά (Δ. Τομπαΐδης, Διδασκαλία, σσ. 141-143), σε κανέναν άλλο νεοελληνικό χώρο δεν ακούγονται διπλά σύμφωνα. Ο κ. Α. Τσοπανάκης υποστηρίζει τώρα ότι «[…] είναι βέβαιο ότι η προφορά τους έχει αδυνατίσει, δεν έχει όμως περιορισθή στην απολύτως απλή: όταν λέμε άλλος, πολλοί, άσσος, πέννα, δεν λέμε άλος,πολοί, άσος, πένα».
Πραγματικά περίεργη αντίληψη, που αν ήταν ορθή θα έλυνε κι ένα μεγάλο μέρος του ορθογραφικού μας προβλήματος: θα ξέραμε από την προφορά ότι το πολύ γράφεται με ένα λ, ενώ το πολλοί με δύο. Αλλά και πιο σοβαρά, πιστεύει αλήθεια ο κ. Τσοπανάκης ότι ο Νεοέλληνας προφέρει διαφορετικά το ν στο πέννα από το χτένα, γιατί ξέρει ότι προέρχεται από το λατ. penna το ένα, και από το ελλην. κτένα το άλλο; Ή ότι η διαφοροποιημένη αυτή προφορά έφτασε ως το σημερινό ομιλητή με την παράδοση, οπότε πάλι θα έπρεπε να έχουμε λύσει το πρόβλημα της ορθογραφίας των λέξεων;
σ. 92: Αυθαίρετα είναι και όσα επιχειρεί ως προς τη δίπλωση του ρ στη σύνθεση, όπου σε άλλες περιπτώσεις τηρεί την αρχαία παράδοση και σε άλλες καινοτομεί (ο λόγος πάντα για αρχαία ή αρχαιοπινή σύνθετα). Γράφει π.χ. συρ-ρέω, συρ-ρίκνωση λόγω της αφομοίωσης του ν + ρ > ρρ, όχι όμως και επιρρίπτω, καταρρίπτω κτλ. Η καινοτομία είναι επαναστατική, γιατί απλουστεύει τη γραφή και αρχαίων λέξεων ― κάτι που δεν τόλμησαν και ριζοσπαστικότεροι δημοτικιστές. Έτσι τώρα θα πρέπει να γράφουμε, διαφοροποιούμενοι από την αρχαία ελληνική: άραφος, άρηκτος,άρητος, απόρητος, άρωστος, απορίπτω, αποροφώ,επιρίπτω, επιροή κ.ά. για τις γραφές αυτές δεν μπορώ να συμφωνήσω.
σσ. 99: Στα επιρρήματα, που είναι σύνθετα από δύο (ή περισσότερες) λέξεις γράφονται όμως με μια λέξη, συμπεριλαμβάνει το ενμέρει και το εξαδιαιρέτου, απουσιάζουν όμως τα ενόψει, ενλόγω,ενγένει καθώς και το κοινό εφόσον. Δε φαίνεται με βάση ποια αρχή γράφονται αυτά έτσι και τα άλλα αλλιώς, και γι' αυτό δίνουν την εντύπωση αυθαίρετων επιλογών. Νομίζω πως στο θέμα αυτό θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε κάτι: Να γράφουμε σε μια λέξη το σύνολο, όταν χρησιμοποιείται στερεότυπα με τη μορφή αυτή στην κοινή νεοελληνική· π.χ. το σύνολο παρ' όλη δεν μπορώ να το γράφω με μία λέξη, γιατί χρησιμοποιείται και με άλλες μορφές:
παρ' όλο το φόβο μου,
παρ' όλους τους δισταγμούς μου,
παρ' όλες τις δυσκολίες μου, κτλ.
Επίσης στο ενγένει θα διατηρήσω την παραδοσιακή γραφή σε δύο λέξεις, γιατί το σύνολο είναι λόγιο και δεν έχει περάσει σε πλατιά χρήση, όπως π.χ. το εφόσον.
σσ. 101-2: Η αντιπαροξυτόνιση, όπως λέει, δηλ. η παράβαση του νόμου της τρισυλλαβίας, στην κοινή νεοελληνική θεραπεύεται με το ανέβασμα του τόνου του εγκλιτικού (φώναξέ με). Στη συνέχεια μνημονεύεται η περίπτωση των ιδιωμάτων της Μακεδονίας στα οποία «δημιουργούνται στην κλίση αντιπροπαροξύτονοι τύποι, στους οποίους η δυσκολία θεραπεύεται με τον ίδιο τρόπο: με την δημιουργία, δηλαδή, τονισμένης συλλαβής στην νέα παραλήγουσα»: έφαγάμι,έφαγέτι.
Δεν είναι μόνο τα ιδιώματα της Μακεδονίας. Είναι και τα ηπειρώτικα και άλλα (Ρούμελης, Θεσσαλίας, Β. Εύβοιας, Θράκης, Σαρακατσαναίικα), ιδίως όμως αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση της ποντιακής, όπου οι παραβάσεις του νόμου της τρισυλλαβίας είναι ποικιλότερες και εντονότερες (βλ. Δ. Ε. Τομπαΐδη, «Ποντιακά γραμματικά β», Αρχείον Πόντου 42, 1988-89, σελ. 7-11).
σ. 118: Όσα λέγονται στην παράγραφο 159 για τον τόνο αφορούν τον τόνο ως φωνολογικό στοιχείο, δηλ. τον τονισμό, και όχι την ποικιλία των τόνων. Πράγματι στα νέα ελληνικά λειτουργικό ρόλο παίζει ο τονισμός και όχι οι διακρίσεις σε οξεία, περισπωμένη και βαρεία (που είχαν λειτουργικό ρόλο στα αρχαία ελληνικά).
σσ. 148-151: Από «τις συχνότερες βραχυγραφίες» -που κατά κανόνα, εκφράζουν τις συνήθειες εκείνου που τις προτείνει- θα μπορούσαν να λείπουν όσες δηλώνουν γραμματικές έννοιες, όπως αντων., αόρ. απαρ.,εν., ενικ., κτλ., γιατί δεν ενδιαφέρουν τον πολύ κόσμο. Άλλες εξάλλου είναι αμφίβολο αν θα γίνουν αποδεκτές κοινά, εφόσον ήδη χρησιμοποιούνται διαφορετικά, όπως πρβ., κ.ε. ή κε.,κ.ου.κ.
σ. 153: Περίεργη η ετυμολογία του όρου χασμωδία: «Η λ. είναι σύνθετη από το θέμα χασ- του αρχαιοελληνικού ρήματος (χαίνω, θέμ. χαν-) χάσκω + ωδή, από το αρχαιότερο αοιδή, ρ. αείδω = τραγούδι, τραγουδώ […]». Πώς είναι δυνατόν από το -όχι πάντως «θέμα»- χασ- και το ωδή να σχηματιστεί σύνθετο χασμωδία δεν εξηγείται. Η λέξη γραφόταν ανέκαθεν χωρίς υπογεγραμμένη (που θα έπρεπε να υπάρχει, αν ήταν σύνθετο από το αοιδή, ωδή) και αυτό μας παραπέμπει στο μεταγενέστερο επίθετο χασμώδης, του οποίου είναι παράγωγο.
σ. 156: Και ο ορισμός της συναίρεσης και τα περισσότερα παραδείγματα (γελάεις-γελάς, γελάουν-γελούν,καλέεις-καλείς, καλέετε-καλείτε κτλ.) αφορούν τα αρχαία και όχι τα σημερινά ελληνικά. Για την έννοια της «συναίρεσης» και για σχετικά παραδείγματα παραπέμπω στο βιβλίο μου Διδασκαλία, όπ. παρ. σσ. 110-113.
σσ. 156-7: Το φαινόμενο της κράσης στα νέα ελληνικά είναι αποκλειστικά διαλεκτικό, δεν αφορά την κοινή νεοελληνική. Οι τύποι θα' μαι, θα' ρθω, μου' δωσες, το' πα, του' πα (ο κ. Α. Τσοπανάκης γράφει θÄμαι, θÄρθω κτλ.) είναι από αφαίρεση αρκτικού φωνήεντος, όχι κράση. Για τους τύπους με κράση που έχει > π΄χει, μου έδωκες > μ΄δωκες, που έπλυνα > π΄πλυνα, κ.ά. ο κ. Α. Τσοπανάκης είχε επιχειρήσει παλαιότερα μια ερμηνεία που απέδιδε το σχηματισμό τους σε αναλογία (σε αντίθεση με το Γ. Ν. Χατζιδάκη, ΜΝΕ 1, 216-21, που τους ερμήνευσε φωνητικά): «Κατά την γνώμη μου, οι συχνότεροι τύποι το έφερα, το έκαμα, το είπα κτλ. κατέληξαν φυσιολογικά με έκκρουση του ασθενέστερου φωνήνετος σε τ΄φερα,τ΄καμα, τ΄πα και παρέσυραν και τους σπανιότερους: του έφερα,του έκαμα, του είπα σε τ΄φερα,τ΄καμα, τ΄πα (αναλογικός σχηματισμός)» (Διαλεκτικά Ρόδου 78). Η ερμηνεία αυτή είναι, για πολλούς λόγους, απίθανη.
σ. 160 κεξ.: Τα παραδείγματα, κι εδώ και παντού, είναι άφθονα καθ' υπερβολήν. Αυτό σε αρκετές περιπτώσεις είναι καλό, γιατί δίνεται πληρέστερη εικόνα του γλωσσικού συστήματος. Θα έπρεπε μόνο να διαχωριστούν τα παραδείγματα που έχουν αποκλειστικά ιστορικό ενδιαφέρον από εκείνα που λειτουργούν σε συγχρονικό επίπεδο. Εξηγούμαι: Και στα δύο παραδείγματα εβδομάδα-βδομαδιάτικο και αμανίτης-μανιτάρι έχουμε αποβολή αρκτικού φωνήεντος. Όμως στο πρώτο παράδειγμα και οι δύο λέξεις λειτουργούν στα νέα ελληνικά, σε άλλο επίπεδο η καθεμιά, ενώ στο δεύτερο η λέξη αμανίτης δεν υπάρχει στα νέα ελληνικά και η γνώση της είναι απλώς ιστορική ― χρήσιμη και αυτή, διαφορετική όμως από την άλλη. Εδώ θα μπορούσε να γίνει και μια άλλη ειδικότερη παρατήρηση. Πολλές φορές ο κ. Α. Τσοπανάκης ερμηνεύει διάφορα φαινόμενα με βάση ετυμολογίες, δικές του ή άλλων, που δεν έγιναν γενικότερα αποδεκτές. Έτσι π.χ. το ξέρω γράφεται ξαίρω και ανάγεται στο εξαίρω (161· όμως στη σ. 413 γίνεται ξέρω «πιθανόν από τον αόρ. β΄εξεύρον του εξευρίσκω»), το τσακίζω στο εξαικίζω, το τσουκνίδα στο καυσοκνίδη, το χνοτίζω-τα χνότα στο εκνοτίζω (174) κ.ά.
σσ. 163-4: Η χρήση του όρου έκκρουση στην περίπτωση που ένα φωνήεν ανάμεσα σε σύμφωνα αποβάλλεται δε μου φαίνεται σωστή. Αλήθεια, με τι εκκρούεται το αποβαλλόμενο φωνήεν στα κορυφή-κορφή,περιπατώ-περπατώ, φέρετε-φέρτε, πάρε το-παρ' το, από τα-απ' τα, κ.ο.κ.;
σσ. 165-6: Καλό θα ήταν να κρατήσομε την εξαίρεση της ηχηροποίησης του σ (ς) πριν από λ και ν, για να αποφύγουμε προφορά καθώς Ιζλάμ, Ιζλανδία, Αζλάνης, -ίδης,Ζλάβος, Κρέζνα, Βόζνιοι, ζνομπάρω κ.τ.ό. Το γεγονός ότι μερικοί σήμερα προφέρουν λανθασμένα δεν υπάρχει λόγος να γενικευτεί.
σσ. 230-2: Έχω τη γνώμη ότι τα όσα λέγονται για τον τονισμό των προπαροξύτονων ονομάτων σε -ος και -ο (όπως και η κατάληξή τους στην κλητική σε -ε και -ο) θα μπορούσαν να ερμηνευτούν σε συστηματικότερο πλαίσιο. Η λαϊκή ή λόγια προέλευση και ιδίως η γενικευμένη ή περιορισμένη χρήση θα μπορούσε να αποτελέσει μια καλή βάση ερμηνείας για την κίνηση ή την ακινησία του τόνου τους[5].
σ. 264 κεξ.: Τα όσα λέγονται για τα επαγγελματικά θηλυκά και την ανάγκη συμμόρφωσής τους δείχνουν βέβαια τη δημοτικιστική ευαισθησία του κ. Α. Τσοπανάκη, γιατί οι προτάσεις του εντάσσονται στο γλωσσικό σύστημα της δημοτικής γλώσσας, φοβούμαι όμως ότι το γλωσσικό μας αίσθημα σήμερα έχει τρωθεί από τη χρήση της καθαρεύουσας και τύποι καθώς η συγγραφέας-της συγγραφέα, η βουλευτής, η ηθοποιός, η μικροβιολόγος δε μας κάνουν πια εντύπωση.
σσ. 284-5: Δε θα συμφωνήσω με τις γραφές σε μια λέξη των απόλυτων αριθμητικών: εικοσιτέσσερις, πενηνταένας,εκατονένας, εκατονένδεκα κ.τ.ό.
σ. 299 κεξ.: Οι αντωνυμικοί τύποι εμενού,εσενού, μενού, σενού, εμανάς, εσανάς είναι καθαρά ιδιωματικοί (των ιδιωμάτων της νοτιοανατολικής Ελλάδας) και δεν έχουν θέση σε μια γραμματική της κοινής νεοελληνικής.
σ. 501: Τους τύπους του παρατατικού σε -αγα των ρημάτων της κατηγορίας γελώ -ας -ά ο κ. Α. Τσοπανάκης τους θεωρεί ιδιωματικούς («πελοποννησιακούς»). Όμως δεν είναι άγνωστοι και στα βόρεια ιδιώματα, σε αρκετή μάλιστα διάδοση[6], και τα τελευταία χρόνια διαδίδονται όλο και πιο πολύ στη νεοελληνική, έτσι που σήμερα να θεωρούνται δίκαια παράλληλοι με τους τύπους σε -ούσα[7].
σσ. 501-2: Ο τύπος του γ΄ πληθ. του μεσοπαθητικού παρατατικού -όντουσαν (δενόντουσαν, αγαπιόντουσαν) χαρακτηρίζεται κι αυτός ιδιωματικός. Ωστόσο η διάδοσή του στα σημερινά ελληνικά μάς υποχρεώνει πια να τον θεωρούμε παράλληλο τύπο του -ονταν (δένονταν,αγαπιόνταν)[8].
Επειδή η στάση της Γραμματικής του κ. Α. Τσοπανάκη απέναντι στα λόγια στοιχεία υπήρξε πιο ανεκτική απ' ό,τι των παλαιοτέρων (και του Μ. Τριανταφυλλίδη), οι πρώτες εντυπώσεις, που εμφανίστηκαν στις στήλες του ημερήσιου τύπου, μίλησαν για «επιστροφή στην καθαρεύουσα», για «νέα γλωσσική διαμάχη» κτλ. Μπορεί ο Α. Τσοπανάκης να διαφώνησε σε αρκετά σημεία με τις απόψεις του Μ. Τριανταφυλλίδη και να μην υπήρξε ποτέ συνεπής τριανταφυλλιδικός. Αυτό όμως δε δίνει σε κανέναν το δικαίωμα να μην τον θεωρεί ακραιφνή δημοτικιστή. Ο Α. Τσοπανάκης υπήρξε δια βίου συνεπής δημοτικιστής και μερικές φορές (π.χ. στην αντιμετώπιση των επαγγελματικών θηλυκών) προχώρησε πολύ πέρα από τους άλλους, ορθόδοξους ή μη, δημοτικιστές. Απλώς ο δημοτικιστής Α. Τσοπανάκης είχε προσωπικές απόψεις τις οποίες σε διάφορα χρονικά διαστήματα -άλλα νωρίτερα, άλλα αργότερα- έχει εκφράσει. Σε πολλά σημεία των γλωσσικών του διαφοροποιήσεων διαφώνησα κι εγώ προσωπικά, ποτέ όμως δε θεώρησα ότι έχω το δικαίωμα να τον κρίνω ή να τον τοποθετήσω διαφορετικά. Άλλωστε, πρέπει να το δηλώσουμε με σαφήνεια, ο ρόλος του λόγιου στοιχείου στη γλώσσα μας σήμερα, πενήντα τόσα χρόνια μετά τη Γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη και ιδίως μετά την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους και, συνακόλουθα, μετά τη χρήση της σε επιστήμη, διοίκηση, εκπαίδευση, νομοθεσία κτλ., είναι αναγκαστικά αυξημένος και όποιος δεν το αναγνωρίζει εθελοτυφλεί. Απλώς πρέπει να εγγράψουμε στο σημερινό γλωσσικό μας σύστημα, με την ακριβέστερη δυνατή περιγραφή, τα λόγια στοιχεία που λειτουργούν σ' αυτό.
Έτσι είναι κανείς αναγκασμένος να συμφωνήσει με τον κ. Α. Τσοπανάκη για τα επίθετα του τύπου δασύς-δασεία-δασύ (αμβλύς, βραχύς, δριμύς, ευθύς, ευρύς,θρασύς, οξύς, ταχύς κ.ά.) τα οποία «χρησιμοποιούνται σε επιστημονικές ανάγκες και κείμενα, και με άνιση συχνότητα τύπων» (σ. 258). Καθώς και για τα επίθετα του τύπου ο αβλαβής-η αβλαβής-το αβλαβές, τα οποία με αρκετό δισταγμό παρέλαβε και η σχολική Γραμματική. Ο κ. Α. Τσοπανάκης παρατηρεί ορθά ότι «Με την ανάπτυξη όμως της παιδείας και, όπως επανειλημμένα τονίσαμε, με την κυριαρχία της λόγιας παράδοσης, πολλά από τα παλιά επίθετα αυτής της κατηγορίας ξαναμπήκαν στην γλωσσική κυκλοφορία και πολλά νέα δημιουργήθηκαν για να ικανοποιήσουν νέες επιστημονικές ανάγκες» (σ. 258).
Η πραγμάτευση των επιμέρους θεμάτων αρκετά συχνά περνάει σε λεπτομέρειες, ενδιαφέρουσες αυτές καθαυτές, ή παίρνει καθαρά διδακτικό χαρακτήρα. Οι εκτροπές ή παρεκκλίσεις αυτές διασπούν την επεξεργασία του θέματος, από την άλλη μεριά όμως ικανοποιούν τη φυσική περιέργεια των μη ειδικών. Έτσι π.χ. στη σ. 98 αποδεικνύεται λεπτομερώς η προέλευση της πρόθεσης σε (από εις εμένα > σ' εμένα > σε μένα) στις σσ. 100-101 αναλύεται ο τρόπος δημιουργίας λεξιλογικών ενοτήτων, στη σ. 135 παρέχονται κάποιες αναγκαίες και χρήσιμες διευκρινίσεις, στη σ. 201 εξηγείται η ετυμολογία και σημασία της λέξης ουδέτερο και η σύναψή της με τη λέξη νέουτρο της γνωστής διαφήμισης, στη σ. 283 γίνονται κάποιες συσχετίσεις των απόλυτων αριθμητικών με τα λατινικά cardinalia, «δηλ. αξονικά (από το cardo-inis, που σημαίνει τον άξονα γενικά, και ειδικότερα τον κάθετο στύλο της πόρτας, που με την οξεία του απόληξη, την στρόφιγγα, μπαίνει στην τρύπα του κατωφλιού και καθιστά δυνατή την ημικυκλική ή ορθογώνια στροφή της)», στις σσ. 783-4 δίνονται ιστορικά στοιχεία για τους Βλάχους και την προέλευσή τους, στη σ. 789 για τις σλαβικές εγκαταστάσεις και τη γραμμή Jire[ek, κ.ά.
Τα παραδείγματα που προσκομίζονται κάθε φορά για να τεκμηριώσουν την ανάλυση ή την περιγραφή που προηγείται είναι πλούσια, πολλές φορές υπερβολικά πολλά και κάποτε εξαντλητικά. Αυτό για τον επιπόλαιο ή περιστασιακό αναγνώστη σίγουρα δεν είναι και τόσο εποικοδομητικό. Όμως η Γραμματική αυτή -και κάθε γραμματική- εξ ορισμού δεν απευθύνεται στον ανυποψίαστο αναγνώστη. Γι' αυτό πιστεύω πως αποτελεί αναμφισβήτητη αρετή της Γραμματικής το πλήθος των παραδειγμάτων, τα οποία προσδίδουν σφαιρικότητα και ολικότητα στις παρεχόμενες γνώσεις. Η αφθονία των παραδειγμάτων φαίνεται χαρακτηριστικά στους πίνακες των ξένων και δάνειων λέξεων της γλώσσας μας, όπου μπορεί κανείς να βρίσκει απαντήσεις σε πολλές απορίες του, και προσεπιμαρτυρεί την άνεση του κ. Α. Τσοπανάκη να κινείται στους χώρους της ελληνικής -και όχι μόνο- γλώσσας.
Η Γραμματική του κ. Α. Τσοπανάκη είναι ένα βιβλίο που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, γιατί προσφέρει τη γραμματική ύλη όχι με τον ξερό τρόπο των γραμματικών αλλά μ' ένα ζωηρό προσωπικό ύφος. Ο συγγραφέας πάντα έχει κάτι να δώσει, νέο, κατά κανόνα, αλλά πάντα με νέο τρόπο, ελκυστικό για τον αναγνώστη. Δεν έχει σημασία το αν συμφωνεί κανείς ή διαφωνεί μ' αυτά που λέει. Η όλη πραγμάτευση φανερώνει έναν άνθρωπο που έχει βαθιά μελετήσει τη γλώσσα μας, σε όλες τις διαχρονικές ή συγχρονικές διαστάσεις της. Μιλώντας ο ίδιος για τις προθέσεις του όταν έγραφε το βιβλίο, γράφει κάποια πράγματα, που δεν μπορεί κανείς πάρα να προσυπογράψει:
«Η πρόθεσή μας επομένως είναι, και συγχρόνως και η φιλοδοξία μας, να δώσουμε ένα βιβλίο που να μπορή να διαβάζεται με ενδιαφέρον, να προσφέρη την ικανοποίηση ότι τους αποκαλύπτει κάτι που και αυτοί το είχαν σκεφτή, δεν ήταν βέβαιοι γι' αυτό, ή να τους διορθώνη κάποιαν γνώμη που νόμιζαν πως είναι σωστή, βρίσκουν όμως τώρα πως είναι διαφορετική ή και λανθασμένη» (σσ. 28-29).
Το βιβλίο, παρ' ό,τι γραμματική, διαβάζεται με ευχαρίστηση και ενδιαφέρον ―και αυτό αποτελεί σημαντική προσωπική επιτυχία του συγγραφέα.
1 Στο βιβλίο μου Διδασκαλία νεοελληνικής γλώσσας, εκδ. ΒΑΝΙΑΣ, Θεσσαλονίκη 1992, συζητώ εκτενέστερα τις απόψεις του κ. Α. Γ. Τσοπανάκη· βλ. π.χ. σσ. 118-119 για το τελικό ν, σs. 171 κεξ. για το κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής.
2 Βλ. τις διάφορες εργασίες του στον τόμο των Απάντων 7 (1965).
3 Δ. Τομπαΐδη, «Η ορθογραφία μας πάλι», Τα Εκπαιδευτικά 9 (1987) σσ. 145-149.
4 Δ. Ε. Τομπαΐδη, “Εξελίξεις και τάσεις στην κοινή νεοελληνική, Φωνολογικά και μορφολογικά”, στο Αντίχαρη αφιέρωμα στο Σταμάτη Καρατζά, Αθήνα 1984, σ. 455.
5 Πβ. Δ. Ε. Τομπαΐδης, «Εξελίξεις και τάσεις στην κοινή νεοελληνική. Φωνολογικά και μορφολογικά», όπ. παρ., σσ. 458-9.
6 Α. Α. Παπαδοπούλου, Γραμματική των βορείων ιδιωμάτων της νέας ελληνικής γλώσσης, Αθήναι 1926, σσ. 99-100: Λοκρίδα, Αιτωλία, Θεσσαλία, Σαμός, Ήπειρος, Λιβίσι, Σκόπελος.
7 P. Mackridge, Η νεοελληνική γλώσσα, όπ. παρ. σ. 266: «το ένθημα -us- προβλέπεται κατά το πλείστο και από τις γραμματικές και είναι ευρύτατα διαδεδομένο στο γραπτό λόγο (γενικά ή στη λογοτεχνική του χρήση). Αλλά παρόλα [sic] αυτά στην καθημερινή συνήθεια προτιμάται το ένθημα -αγ- για πάρα πολλά από τα εύχρηστα ρήματα της κατηγορίας 2 (δηλ. για τα 2β (i): π.χ. κράτ-αγ-α) και είναι σχεδόν πάντα σε χρήση με τα: σκάω, σπάω και φυλάω». πβ. και σ. 498 αγαπούσα/αγάπαγα (παράλληλα).
8 P. Mackridge, όπ. παρ. σσ. 273-4: «[η κατάληξη –ndusan] χαρακτηριστική για την Αθήνα και την Πελοπόννησο», ενώ στη Θεσσαλονίκη «παρατηρείται η αντίστροφη σειρά συχνότητας: η κατάληξη -ndusan αποδοκιμάζεται από τους Θεσσαλονικείς εξίσου αυστηρά όσο και το ένθημα -αγ- στον παρωχημένο εξακολουθητικό της ενεργητικής της κατηγορίας 2». Πβ. και σ. 502 δένονταν/δενόντουσαν (παράλληλα).