ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Άλλες Κρητικές
Γραμματικές της νέας Ελληνικής
Τσοπανάκης, Α. Γ. 1994. Νεοελληνική Γραμματική.
Α. Τσαγγαλίδης
Δ. Ν. Μαρωνίτης: ΤΟ ΒΗΜΑ, 30/10/1996
Μηδέν άγαν
Η πρόσφατη και απροσδόκητη, «Γραμματική της Νέας Ελληνικής» του Α. Τσοπανάκη ανήκει σ' εκείνην την κατηγορία βιβλίων που επιδέχονται εξαρχής πολλαπλές παρεξηγήσεις. Σημειώνω τις τρεις προχειρότητες:
1. Ο όγκος της (828 σσ.) απωθεί τον, μέσο τουλάχιστον και βιαστικό, αναγνώστη, όταν δεν το παρασύρει σε αβασάνιστες περιγραφές και κρίσεις, προτού καν διαβάσει, με τη δέουσα προσοχή, το σύνολο του Εγχειριδίου. Έχουμε ήδη ικανά παραδείγματα, όπου ογκώδη βιβλία, της μιας ή της άλλης γραμματολογικής κατηγορίας, υποστηρίζονται ή απορρίπτονται ενθέρμως, μόλις εμφανιστούν, προτού υποστούν διεξοδική ανάγνωση.
2. Η δεύτερη παρεξήγηση έχει να κάνει με την ιδεοληψία ότι κάθε νέο Εγχειρίδιο (Γραμματικής, Γραμματολογίας κτλ.) αχρηστεύει αυτομάτως όλα τα προηγούμενα ή τουλάχιστον τα περιθωριοποιεί. Στην ιδεοληπτική αυτή παρεξήγηση συχνά συμβάλλουν και οι ίδιοι οι συγγραφείς των νέων Εγχειριδίων.
3. Η τρίτη παρεξήγηση προκύπτει από το γεγονός ότι τα γλωσσικά μας πράγματα συζητούνται υπό το βάρος, συχνά δογματικής, ιδεολογίας. Θυμίζω ότι, ως χθες ακόμη, η εμμονή στην καθαρεύουσα παρέπεμπε σε γενικότερο συντηρητισμό -γλωσσικό, πολιτιστικό αλλά και πολιτικό· ενώ η υπεράσπιση της δημοτικής δήλωνε προοδευτική απόφαση και συμπεριφορά. Όσο και αν έχει αλλάξει στο μεταξύ το αμυντικό ή επιθετικό αυτό σκηνικό, τούτο δεν σημαίνει ότι οι ιδεολογικές προκαταλήψεις γύρω από τη γλώσσα έχουν υποχωρήσει στην επιστημονική νηφαλιότητα. Παράδειγμα η συνεχόμενη, υποκριτική ή ειλικρινής, αγωνία για την κατολίσθηση τάχα της νεοελληνικής γλώσσας από την πενία στον εξανδραποδισμό.
Η προκείμενη Πολυκριτική για τη «Γραμματική της Νέας Ελληνικής» του Α. Τσοπανάκη, κατ' ανάγκην δειγματοληπτική και ασφαλώς πρωτοβάθμια, ίσως έχει αποφύγει εντελώς τον σκόπελο των προηγούμενων παρεξηγήσεων. Μολονότι προθετικός της στόχος ήταν να ανακινήσει, με αφορμή το συζητούμενο εγχειρίδιο, κάποια γραμματικά ερωτήματα γενικότερης σημασίας, ωφέλιμα και στον μη ειδικό αναγνώστη, που ενδιαφέρεται όμως για τη γλωσσική του καλλιέργεια και αναζητεί έγκυρα και σύγχρονα στηρίγματα. Λ.χ.:
1. Ποιες είναι οι πραγματικές σχέσεις (ιστορικές, γλωσσολογικές, ιδεολογικές) της νέας Γραμματικής Τσοπανάκη προς την ιδρυτική Γραμματική Τριανταφυλλίδη;
2. Πώς συμπεριφέρεται η Γραμματική Τσοπανάκη στην αύξουσα τάση νεοκαθαρευουσιανισμού που παρατηρείται στις μέρες μας, και όχι μόνο πια στον συντηρητικό πολιτικό και πολιτιστικό χώρο;
3. Σε ποιον βαθμό η Γραμματική Τσοπανάκη περιορίζει την αποστολή της στην περιγραφή της νεοελληνικής γλώσσας και των χρήσεών της; κατά πόσο φιλοδοξεί να παίξει ρόλο ρυθμιστικό, κυρίως στον κρίσιμο χώρο της Γενικής Εκπαίδευσης και της Ανώτατης Παιδείας;
4. Τέλος, η επιχειρούμενη δοκιμή να συσχετιστούν στο Εγχειρίδιο Τσοπανάκη Γραμματική και Σύνταξη προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις της νεότερης Γλωσσολογίας; Ανέφερε νέα ευρήματα;
Τα προηγούμενα ερωτήματα επιδέχονται ασφαλώς συμπλήρωση και εξειδίκευση. Ήδη τα επόμενα κείμενα των καθηγητών Κριαρά, Καζάζη και Πετρούνια, καθένα με τον τρόπο του, τα υπερβαίνουν ή και τα επιμερίζουν. Αν ο τόνος τους φανεί σε κάποια σημεία υπερκριτικός, δικαιούνται συγγραφέας και αναγνώστες της Γραμματικής να παρέμβουν. Ζητούμενο της Πολυκριτικής είναι να ανοίξει επ' αυτού γόνιμο διάλογο, γιατί όχι και έντονο.
Μετά τον Τριανταφυλλίδη τί;
Του Ε. Πετρούνια
Η πρόσφατη Νεοελληνική Γραμματική του Α. Τσοπανάκη (828 σσ.) σκοπεύει να συνδυάσει σε ένα βιβλίο τη Νεοελληνική Γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη (Αθήνα, 1941) και τη Νεοελληνική Σύνταξη του Α. Τζάρτζανου (Αθήνα, 1946, 1953). Βασικά όμως αναφέρεται στην κλίση και στην παραγωγή των λέξεων. Οι συντακτικές πληροφορίες που περιλαμβάνει μπορούν να θεωρηθούν κάτι σαν περίληψη του έργου του Τζάρτζανου. Ειδικά σε σύγκριση με τη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη έχουν προστεθεί δεδομένα αλλά και πολλές άσχετες πληροφορίες, κυρίως σε σχέση με τα αρχαία ελληνικά.
Θετικά στοιχεία είναι: α) η κατάταξη των ουσιαστικών με πιο πετυχημένα κριτήρια απ' ότι στη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (ωστόσο και εδώ χωρίς τη διατύπωση γενικότερων μορφολογικών κανόνων, που βρίσκουμε σε σύγχρονες επιστημονικές μελέτες)· β) η διεξοδικότερη παρουσίαση της παραγωγής των λέξεων· γ) πολλά πετυχημένα παραδείγματα γλωσσικής χρήσης.
Τα μειονεκτήματα εντοπίζονται σε δυο γενικές κατηγορίες: 1) έλλειψη αξιοποίησης των προβληματισμών και των πορισμάτων της διεθνούς θεωρητικής έρευνας των τελευταίων πενήντα χρόνων, κάποτε ακόμη και διαπιστώσεων γνωστών από τον περασμένο αιώνα· 2) ελλειπής αξιοποίηση των προβληματισμών και των πορισμάτων της διεθνούς έρευνας των τελευταίων σαράντα χρόνων ειδικά για τη νέα ελληνική γλώσσα.
Οι ελλείψεις αυτές φαίνονται κιόλας από το γεγονός ότι η βιβλιογραφία (σσ. 31-32) είναι υποτυπώδης και σε μεγάλο βαθμό πεπαλαιωμένη. Δεν απουσιάζουν μόνο αναφορές σε μελέτες στηριγμένες στη «μοντέρνα» γλωσσολογία των τελευταίων δεκαετιών αλλά είναι φανερή η παραγνώριση και «παραδοσιακών» συγγραμμάτων, τόσο για την αρχαία όσο και για τη νέα ελληνική (με δύο εξαιρέσεις Martinet, Mackridge). Ούτε υπάρχει αναφορά σε ειδικές φωνητικές, φωνολογικές ή μορφολογικές αναλύσεις είτε της αρχαίας είτε της νέας ελληνικής.
Κατά τον σ. (συγγραφέα) η φωνολογία ταυτίζεται με τη φωνητική (σελ. 37). Κάτι τέτοιο ίσχυε ακόμη στη δεκαετία του '20, αλλά στο μεταξύ οι επιστημονικές αντιλήψεις έχουν τροποποιηθεί ριζικά και η φωνολογία έχει διαμορφωθεί σε ιδιαίτερο επιστημονικό κλάδο.
Σύγχρονες φωνητικές παρουσιάσεις χρησιμοποιεί, έστω και μόνο ως σημείο αναφοράς, το διεθνές φωνητικό αλφάβητο, όχι όμως και η υπό εξέταση Γραμματική. Η παραγνώριση των διεθνών επιστημονικών εργαλείων έχει ως αποτέλεσμα σημαντική σύγχυση στην παρουσίαση των νεοελληνικών φθόγγων. Έτσι (σελ. 89) το «ψ» (σημ.: πρόκειται στην πραγματικότητα για γράμμα του αλφαβήτου και όχι για φθόγγο!) χαρακτηρίζεται σαν «χειλικό σύμφωνο» και ξανά σαν σύνθετο σύμφωνο. Σαν «σύνθετο σύμφωνο» χαρακτηρίζεται και το παρόμοιο γράμμα «ξ», που όμως σε αντίθεση με το προηγούμενο δεν έχει και δεύτερο χαρακτηρισμό. Η επιστημονική απαίτηση για διάκριση φθόγγων και γραμμάτων δεν είναι ούτε «μοντέρνα» ούτε καν «σύγχρονη»: είχε διατυπωθεί κιόλας στα τέλη του περασμένου αιώνα.
Κάποτε παρατηρούνται εικοτολογίες, όπως ο ισχυρισμός πως στα αρχαία ελληνικά, εκτός «από το δασύ» πνεύμα υπήρχε και άλλο «λεπτότερο» (σελ. 42 κ. αλλού). (Η παρανόηση οφείλεταις στους μάλλον ατυχείς όρους: «ψιλή-δασεία»). Τουλάχιστον οι κλασικοί φιλόλογοι γνωρίζουν πως η γραφή της «ψιλής» δεν εσυμβόλιζε τίποτε περισσότερο από «έλλειψη δασείας». Πιο κατατοπιστικό για τον αναγνώστη θα ήταν να αναφερθεί πως η περίφημη «δασεία» δεν ήταν τίποτα διαφορετικό από σύμβολο του συμφώνου [h] που υπάρχει και σήμερα σε αρχή αγγλικών ή γερμανικών λέξεων όπως: house, have - Haus, haben, και που αποβλήθηκε τελειωτικά από την ελληνική γλώσσα κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο. (Για την προφορά της αρχαίας ελληνικής προσιτή και συγχρόνως σοβαρή παρουσίαση είναι του S. Allen, Vox Graeca, Cambridge, 1968).
Επαναλαμβάνονται κάποιες σφαλερές αντιλήψεις της Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη, όπως ο ισχυρισμός πως στα νέα ελληνικά υπάρχουν «γλωσσιδικά» σύμφωνα. (Γλωσσιδικό είναι το αγγλικό [h]). Γενικά όμως η Γραμματική εκείνη έκανε πιο σωστή φωνητική παρουσίαση από ό,τι το καινούριο βιβλίο.
Βασική επιστημονική απαίτηση καθορίζει πως, όταν μια γλώσσα παρουσιάζει κάποια «γενίκευση», ο επιστήμονας έχει υποχρέωση να την ανιχνεύσει -ή να διαβάσει την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Στη νέα Γραμματική όμως λείπουν μερικές από τις σημαντικότερες κανονικότητες του νεοελληνικού ρήματος. Δύο παραδείγματα: στους παρελθοντικούς χρόνους (με μερική εξαίρεση τον παρατατ. της παθητικής) υπάρχουν ενιαίες «προσωπικές καταλήξεις»: -α -ες -ε -αμε -ατε -αν(ε). Η επισήμανση είναι γνωστή από δεκαετίες, δεν παρουσιάζεται όμως στη νέα Γραμματική. Ο σ. επιχειρεί μια περίπλοκη διατύπωση σχετικά με τη διάκριση των δύο συζυγιών των ρημάτων (σσ. 330-331), ενώ η σωστή γενίκευση, που είναι γνωστή εδώ και δεκαετίες, καθρεφτίζει την κανονικότητα της γλώσσας σ' αυτόν τον τομέα: τα ρήματα της α΄ συζυγίας τονίζονται στο θέμα της β΄ στην «κατάληξη»: γράφ-ω - γελ-ώ ή γελ-άω. Κατά την καινούρια Γραμματική ο τελευταίος τύπος (γελάω), που σήμερα είναι ο πιο κοινός, πρέπει να είναι ανύπαρκτος - και πραγματικά στη σελ. 501 χαρακτηρίζεται σαν «σχηματισμός» αμηχανίας μιας ελλιπούς επιστημονικής θεώρησης;
Η ορολογία που χρησιμοποιείται σήμερα σχετικά με τις δύο βασικές λειτουργίες του ελληνικού ρήματος είναι: συνοπτικό - μη συνοπτικό [τον πρώτο όρο χρησιμοποιεί κιόλας ο Τριανταφυλλίδης, δυστυχώς όμως όχι και στη Μικρή (= σχολική) γραμματική]. Ο σ. ωστόσο εξακολουθεί να μιλάει για «στιγμιαίο» (σελ. 427 κ.ε.). Εκφράσεις όπως: σπούδασα ιατρική, θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα δείχνουν πως το «αοριστικό» θέμα κάθε άλλο παρά «στιγμιαίο» μπορεί να είναι.
Στα εισαγωγικά τμήματα των διαφόρων κεφαλαίων προσπαθεί ο σ. να δείξει πως η κλίση έχει κάποιο σκοπό. Θα το πετύχαινε αυτό πληρέστερα και με περισσότερη συντομία αν ακολουθούσε τη διαπίστωση που βρίσκουμε εδώ και δεκαετίες στη διεθνή βιβλιογραφία: ότι δηλ. τα κλιτικά μορφήματα (οι «καταλήξεις») έχουν συντακτική λειτουργία.
Η αναφορά σε παλαιότερες περιόδους της γλώσσας μπορεί να έχει μεγάλο ενδιαφέρον, τόσο για τον ειδικό όσο και για τον γενικά μορφωμένο αναγνώστη. Η ανάμειξη όμως ιστορικών περιόδων οδηγεί σε παραπλανητικούς ισχυρισμούς. Για πρδ. Πληροφορούμαστε (σελ. 118-9) πως σήμερα λέμε έφιππος, καθαγιάζω επειδή οι λέξεις ίππος, άγιος γράφονται (δηλ. γράφονταν παλιότερα) με δασεία και επομένως πρέπει να συμπεράνουμε πως αν καταργηθεί η δασεία, υπάρχει φόβος να λέμε έπιππος, καταγιάζω.
Η νεότερη φωνολογία διδάσκει ακριβώς το αντίστροφο: ότι λέξεις σαν τις παραπάνω δημιουργήθηκαν κάποτε στην ελληνική, παγιώθηκαν μ' αυτή τη μορφή, χωρίς πια να μπορούν να αναλυθούν μορφοφωνολογικά στη σημερινή γλώσσα (ο διεθνής όρος γι' αυτή τη διαδικασία είναι: lexicalization, «λεξικοποίηση»), και παρέμειναν έτσι, άσχετα από το γεγονός ότι στο μεταξύ χάθηκε η «δασεία», έπαψε δηλαδή να προφέρεται το σύμφωνο [h]. Μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση ούτε καν παρέμειναν, αλλά ξαναμπήκαν σαν δάνεια από τα αρχαία ελληνικά. Πιο κοντά στα πράγματα ήταν η εμπειρική συμβουλή παλιών δασκάλων που εξηγούσαν πως από το καθημερινός συνάγουμε την ύπαρξη της δασείας στη λ. ημέρα.
Άλλο παράδειγμα σύγχυσης αρχαίας και νέας ελληνικής: η β΄ συζυγία χαρακτηρίζεται «συνηρημένα ή περισπώμενα» ρήματα (σελ. 337). Η συναίρεση ήταν μια ειδική φωνολογική διαδικασία της αρχαίας ελληνικής που είχε συντελεστεί μέχρι το τέλος της κλασικής περιόδου και από 'κεί και πέρα δεν υπάρχουν πια «συνηρημμένα» και «ασυναίρετα» ρήματα! (Οι σημερινοί τύποι: πεινάω, γελάω είναι νεότερες δημιουργίες). Όσο για τον δεύτερο όρο, «περισπώμενα», μια αμφισβητούμενη ορθογραφική μορφή, όπως άλλωστε αναγκάζεται να παραδεχτεί και ο ίδιος ο σ., έρχεται να αντικαταστήσει την επιστημονική εξήγηση. Οι σημαντικά λιγότερες αναφορές στα αρχ. Ελληνικά που προσφέρει η Γραμματική του Τριανταφυλλίδη είναι και πιο αυστηρά οργανωμένες και περισσότερο κατατοπιστικές.
Η Νεοελληνική Γραμματική του Α. Τσοπανάκη είναι γραμμένη σε ύφος αφηγηματικό. Ίσως αποτελέσει ευχάριστο ανάγνωσμα για τους μη ειδικούς. Θα μπορούσε να ήταν και χρήσιμο ανάγνωσμα αν συμβάδιζε με τις νεότερες επιστημονικές αντιλήψεις και διαπιστώσεις.
Απορίες και επιφυλάξεις
Του Ε. Κριαρά
Θαυμάζει αληθινά κανείς τον μόχθο που κατέβαλε ο συνάδελφος Αγαπητός Τσοπανάκης για να συγκεντρώσει, να ταξινομήσει, να επεξεργαστεί και να ερμηνεύσει πλουσιότατο γλωσσικό υλικό στην πρόσφατη Γραμματική του, προσφέροντας σημαντική υπηρεσία στην έρευνα.
Από το άλλο μέρος δικαιολογημένη είναι η αντίθεσή μας προς τον χαρακτηρισμό της Γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη ως ξεπερασμένης. Ποιος είναι ο βασικός χαρακτήρας καθεμιάς απ' αυτές τις γραμματικές; Και οι δύο είναι είναι συνάμα περιγραφικές και ρυθμιστικές. Εφόσον τα γλωσσικά μας πράγματα δε θα είναι κατά κάποιο τρόπο κατασταλαγμένα, κάθε γραμματικής ο χαρακτήρας θα παραμένει κα περιγραφικός και ρυθμιστικός. Η Γραμματική Τριανταφυλλίδη είναι οργανικά συγκροτημένο γραμματικό εγχειρίδιο προσιτό και στον επιστήμονα και στον κοινό αναγνώστη. Η Γραμματική Τσοπανάκη -στην ουσία γραμματική της ίδιας γλωσσικής μορφής- χαρακτηρίζεται σε ορισμένους τουλάχιστο χώρους της από πληθωρικές πληροφορίες, σκέψεις, παρατηρήσεις, συντάξεις, σε τρόπο που να δίνει την εντύπωση ολοκληρωμένης «γλωσσικής διαθήκης» του συγγραφέα της με στοιχεία χρήσιμα πάντοτε, όχι όμως απαραίτητα σε μια γραμματική. Καμιά φορά μάλιστα είναι κατά κόρον πληροφοριακή και ελάχιστα ρυθμιστική, όπως λ.χ. στο χώρο που αφορά το λεξιλόγιο, όπου παραθέτει πάμπολλα ξενικά, ιδίως τουρκικά δάνεια στοιχεία της γλώσσας μας, αντλώντας όμως από σύγχρονα ελληνικά ιδιώματα και όχι από την κοινότερη νέα ελληνική.
Κατηγορείται από τον Τσοπανάκη η Γραμματική Τριανταφυλλίδη ότι στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον προφορικό λόγο, γιατί τάχα ο Τριανταφυλλίδης δε διέκρινε τα δύο γλωσσικά επίπεδα κάθε γλώσσας, το προφορικό και το γραπτό. Και όμως και ο Τριανταφυλλίδης και οι ομοϊδεάτες του δέχθηκαν στο γραπτό τους λόγο πάμπολλα στοιχεία που δεν τα δεχόταν παλαιότερα ο Ψυχάρης. Από τον Τριανταφυλλίδη λείπουν μόνο ορισμένες λόγιες λέξεις, που εν τω μεταξύ δεχτήκαμε εμείς και στον προφορικό και το γραπτό μας λόγο, καθώς και ορισμένα φθογγολογικά, που δεν τα δεχόταν ο Τριανταφυλλίδης στον αρχαϊστικότερο τύπο τους. Το ότι εμείς τα έχομε σήμερα παραδεχτεί οφείλεται στη διαιώνιση της καθαρεύουσας και μετά τη σύνταξη της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη. Καθώς δηλαδή η καθαρεύουσα κλονιζόταν σιγά σιγά και εκφυλιζόταν, έδινε αφορμή σε τυπολογικά και σε συντακτικά ακόμη τέρατα, που μερικοί σήμερα τα χρησιμοποιούν στα γραπτά τους. Προσθέτω και τούτο: ακόμη και όταν συντασσόταν η Γραμματική Τριανταφυλλίδη, δεχόταν πολλά συντηρητικά γλωσσικά στοιχεία, για τα οποία και ελέγθηκε μάλιστα αργότερα από ορισμένους δημοτικιστές.
Όχι ευχάριστη εντύπωση προκαλεί η νέα γραμματική καθώς χρησιμοποιεί το πολυτονικό σύστημα, δώδεκα χρόνια μετά την καθιέρωση του μονοτονικού, που το δέχτηκαν το σύνολο σχεδόν των συγγραφέων και η κοινότερη γλωσσική πρακτική. Δεν επιδοκιμάζεται επίσης η πρόσφατη γραμματική ως προς ορισμένες συζητήσιμες απόψεις του συγγραφέα τις σχετικές με τη μέθοδο της διδασκαλίας της νέας ελληνικής· σχετικές ακόμα με την κατά κόρον χρησιμοποίηση τελικού -ν σε περιπτώσεις που είναι περιττό, καθώς η χρήση του δεν ανταποκρίνεται στη σύγχρονη γλωσσική πραγματικότητα. Με τη συντηρητική αυτή ιδεολογικά «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» της Γραμματικής υπάρχει κίνδυνος σε μη κατατοπισμένα γλωσσικώς άτομα να διαβληθεί η γλωσσική μεταρρύθμιση του 1976. Επιστροφή στην καθαρεύουσα; Θα διερωτηθούν ίσως ορισμένοι ακατατόπιστοι.
Ο Τσοπανάκης -πρέπει να το σημειώσω - στη σύντομη ιστορία της ελληνικής γλώσσας, που προτάσσει στο καθαυτό κείμενο της Γραμματικής του, μνημονεύει εντελώς εν παρόδω τον Ψυχάρη και το «Ταξίδι» του, το ιστορικής σημασίας αυτό κείμενο, χαρακτηρίζοντάς το πενιχρότατα «ένα πεζό έργο γραμμένο σε μια θεωρητική δημοτική, η οποία ισωπέδωνε τα πάντα, φωνητικά, μορφολογικά και λεξιλογικά», χωρίς να προσθέτει (ο Τσοπανάκη εννοώ) τίποτε άλλο. Πόσο μακριά αλήθεια είναι ο συνάδελφος από τον Τριανταφυλλίδη! Μολονότι αντίθετος και αυτός σε πολλά με τον Ψυχάρη, δέχεται εκείνος, ανεπιφύλακτα όπως και πολλοί άλλοι, τη συμβολή του και της γενεάς του στη διαμόρφωση του νεοελληνικού πεζού λόγου.
Ο Τσοπανάκης αρέσκεται να διαστέλλει, όχι πάντοτε δικαιολογημένα, τις απόψεις του από τις απόψεις άλλων κατά βάση ομοϊδεατών του. Παλαιότερα εμφανιζόταν ως εισηγητής μιας τρίτης δημοτικής. Πρώτη του Ψυχάρη, δεύτερη του Τριανταφυλλίδη, τρίτη εκείνη που εκείνος υποστηρίζει. Και όμως η δημοτική του, παρά τον πολλαπλασιασμό των τελικών -ν που πραγματοποιεί, δεν είναι η τρίτη δημοτική, είναι η δεύτερη του Τριανταφυλλίδη, λίγο αιρετική έστω. Και ο ίδιος ο Τσοπανάκης στην κατηγορία των δημοτικιστών ανήκει, έστω και αν ορισμένες ιδεολογικές του τάσεις τον κάνουν να πιστεύει ότι απομακρύνεται. Φανερό είναι σε ποια σημεία πράγματι απομακρύνεται από τους άλλους. Πάντως ο Τσοπανάκης δίνει καμιά φορά την εντύπωση ότι απομακρύνεται από το δημοτικισμό· και αυτό ασκεί στον ακατατόπιστο βλαβερή επίδραση.
Τελικό μου συμπέρασμα: Μια γραμματική νεότερη με βάση και αφετηρία τον Τριανταφυλλίδη δε θα ήταν σήμερα άχρηστη. Ένα τέτοιο κενό παραμένει και μετά την έκδοση της Γραμματικής του Τσοπανάκη.
Χρήσιμα βιβλιογραφικά
Του Ι.Ν. Καζάζη
Προτού η «Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του κ. Τσοπανάκη γίνει αφορμή για να σκηνοθετηθεί μια καινούργια «μάχη για τη γλώσσα» από όσους συμμαχούν για δικά τους συμφέροντα με την κοσμική δημοσιογραφία, να εκφράσουμε την ελπίδα ότι ο εκπαιδευτικός τουλάχιστον κόσμος δεν θα παρασυρθεί σε ένα νέο διχασμό. Για τον απλούστατο και αναμφισβήτητο λόγο ότι το κατεξοχήν γνώρισμα της νέας γραμματικής είναι η σταθερή προσήλωσή της στη διεύρυνση και την εμβάθυνση της γραμμής Τριανταφυλλίδη στα περισσότερα σημεία της. Και όσοι κατανοούν τις ανάγκες του 1940, που επέβαλλαν στον Μανόλη Τριανταφυλλίδη μια επιθετικότερη και κάπως εσωστρεφή στρατηγική για την αποτελεσματικότερη υπεράσπιση της επιστημονικής αλήθειας που βρισκόταν υπό διωγμόν (όπως άλλωστε και η ίδια η δημοτική), δεν θα δυσκολευτούν να αποδώσουν και του Τσοπανάκη το τολμηρότερο άνοιγμα προς τους αρχαϊσμούς στην ασίγαστη έγνοια του για τις νέες ανάγκες, που έχει να καλύψει η δημοτική από τη σημερινή θέση της, ως το κυρίαρχο πλέον κοινό νεοελληνικό εκφραστικό μας όργανο.
Η ακριβέστερη μέτρηση της γωνίας απόκλισης μεταξύ των δύο Γραμματικών είναι έργο ειδικοτέρων. Εγώ θέλω να επισημάνω μόνον ότι το, ήδη μυθολογούμενο, βιβλιογραφικό κενό μεταξύ Τριανταφυλλίδη και Τσοπανάκη δεν υπήρξε ποτέ. Εκτός από μιαν αρκετά σημαντική επιστημονική βιβλιογραφία, που ευλόγως δεν φτάνει ως το ευρύ κοινό, ο εκπαιδευτικός διαθέτει από χρόνια τις εξής ολοκληρωμένες παρουσιάσεις της νεοελληνικής γλώσσας: A. Mirambel (Η νεοελληνική γλώσσα: Περιγραφή και Ανάλυση, 1959, περ. 400 σελίδων)· Peter Mackridge (Η Νεοελληνική Γλώσσα, 1985, 500 σελίδων) - και τις δύο μεταφρασμένες και στα ελληνικά - και την Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική Ανάλυση, Μέρος Α΄: Θεωρία, Θεσσαλονίκη 1984 (σελ. 600) του Ευάγγελου Πετρούνια (: Γενικές γλωσσικές αρχές. Φωνητική και Φωνολογία· Υπερτμηματικά στοιχεία)[1]. Όλες προϋποθέτουν τον Τριανταφυλλίδη, ενσωματώνουν όμως επιπλέον χρήσιμα ερωτήματα της μοντέρνας γλωσσολογίας, από τον χώρο πέραν της παραδοσιακής ιστορικής γλωσσολογίας.
Από αυτές, την πρώτη την εθαύμασαν ξένοι και δικοί μας ελληνιστές· η δεύτερη είναι το ευρύτερα χρησιμοποιούμενο εγχειρίδιο σήμερα στο εξωτερικό· η τρίτη -έστω ημιτελής ακόμα- καλλιεργεί, με διδασκαλικότερη πρόθεση από τις άλλες δύο, τη γραμματική σκέψη του έλληνα φοιτητή και του δασκάλου, και γιατί, βγάζοντας τα γλωσσικά φαινόμενα από την ενδογλωσσική απομόνωσή τους, τα συγκρίνει όχι μόνο με τα αντίστοιχα αρχαία, αλλά και με εκείνα των τεσσάρων ισχυρότερων ευρωπαϊκών γλωσσών που ενδιαφέρουν περισσότερο στην Ελλάδα.
Ίσως αντιταχτεί ότι κανένα από αυτά τα έργα δεν ανήκει ακριβώς στην κατηγορία της Γραμματικής του Τσοπανάκη. Πράγματι. Αλλά γι' αυτό ίσως ξαφνιάζει η πρόσφατη Γραμματική όσους γνωρίζουν ότι ομοιές της δεν γράφονται σήμερα: δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι και για την αρχαία ελληνική τέτοια γραμματική έχει να εμφανιστεί στη διεθνή βιβλιογραφία εδώ και μισόν αιώνα, από την ολοκλήρωση του ονομαστού τρίτομου έργου του E. Schwyzer (1939-50), ενός από τους τελευταίους μεγάλους ιστορικούς γλωσσολόγους. Βέβαια, γραμματικές εξακολουθούν να γράφονται, αλλά η πλειονότητά τους ανήκει στην κατηγορία των σύντομων εισαγωγικών έργων (που προορίζονται για τους ομόγλωσσους μαθητές ή για τους ξενόφωνους μελετητές)· μετρημένες στα δάχτυλα είναι οι διεξοδικές συνθέσεις, και τότε μόνον αναλαμβάνονται, εφόσον κριθεί ότι ωρίμασαν οι συνθήκες, για να ξαναγραφεί μια γραμματική σε εντελώς νέο κλειδί (λειτουργικό, δομικό, μετασχηματιστικό).
Ένα χώρο ενδιάμεσο καταλαμβάνει η διασημότερη και ευχρηστότερη ίσως γραμματική της αγγλικής των R. Quirk και S. Greenbaum A University Grammar of English, Λονδίνο: Longman 1973, όπου επιχειρείται, βασικά για χάρη της πανεπιστημιακής διδασκαλίας, η αναχώνευση της γλωσσικής ύλης, με οργανική συνεξέταση και συσχέτιση «συντακτικού» και «γραμματικής» (αντί της παραδοσιακής αλλεπάλληλης πραγμάτευσης των δύο) από την οπτική γωνία της μετασχηματιστικής γραμματικής. Εξάλλου, η Collins Cobuild English Grammar (1990) είναι η μόνη, όσο ξέρω, γραμματική ζωντανής γλώσσας που αντλεί τα δεδομένα της αποκλειστικά από ένα συγκεκριμένο corpus κειμένων· από την ηλεκτρονική Βάση Δεδομένων της αγγλικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Birmingham, περιεκτικότητας 200 εκατομμυρίων λέξεων - πράγμα που επέτρεψε στους συγγραφείς της να αποκαλύψουν νέα προβλήματα και να ανακαλύψουν καινούργιες λύσεις για παλιά[2]. Προς αποφυγή παραναγνώσεων αυτού του βιβλιογραφικού σημειώματος, να τονιστεί ότι η διαπίστωση ότι η Γραμματική Τσοπανάκη δεν ανήκει σε καμία από τις προηγούμενες ποικιλίες γραμματικών έργων σε καμιά περίπτωση δεν κρίνει του στόχους ή το περιεχόμενό της - αυτά, επαναλαμβάνω, θα κριθούν από πολύ αρμοδιότερους.
Υστερόγραφη απορία: Ο αναγνώστης της πολυτονικής αυτή Γραμματικής αναρωτιέται τι να άλλαξε άραγε για τον συγγραφέα της από το 1966, όταν έγραφε στις «Εποχές» (τχ. 39, σ. 12) ότι «όλοι οι τονικοί κανόνες, σχετικά με το είδος τόνου και με τον χαρακτηρισμό των φωνηέντων και διφθόγγων σε μακρά και βραχέα, πρέπει να καταργηθούν. Δεν υπάρχουν πια σήμερα στην νεοελληνική κοινή ούτε είδη τόνου ούτε μακρά ή βραχέα φωνήεντα».
1 Κανείς μπορεί να προσθέσει σ’ αυτά και μια άλλη τριάδα έξοχων συμπληρωματικών έργων: R.Browning (Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική, 1969, και σε 2η ελληνική έκδ. 1983)· Στ. Καψωμένου, Από την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη: Ινστ. Νεοελλ. Σπουδών – Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, και Ν. Ανδριώτη, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη: Ίδρ. Μανόλη Τριανταφυλλίδη 1992. Πολύ περισσότερα (ξενόγλωσσα) βοηθήματα διαθέτει ο ειδικός επιστήμονας. Αμετάφραστη παραμένει η Reference Grammar of Literary Dhimotiki των Fr. Householder, K. Kazazis, A. Koutsoudas (Χάγη 1964), και λησμονημένη πλέον και από τους συντάκτες της η Συγχρονική γραμματική της κοινής νέας ελληνικής των Γ. Μπαμπινιώτη και Π. Κόντου (Αθήνα 1967). Στο μεταξύ η Μικρή Γραμματική του Τριανταφυλλίδη, μεταφρασμένη σε μια σειρά από ευρωπαϊκές και βαλκανικές γλώσσες, κάνει το γύρω του κόσμου.
2 Βλ. και τον συνοδό τόμο Collins Cobuild English Usage, 1992. Η ύπαρξη ανάλογων Βάσεων Δεδομένων και για άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες τροφοδοτεί ένα νέο είδος γλωσσολογίας, που ονομάστηκε Corpus Linguistics.