Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Η πεζογραφία είναι το λογοτεχνικό είδος του οποίου η διαμόρφωση αυτή την περίοδο προτάσσεται επιτακτικά ως απαραίτητο στοιχείο για τη ταυτότητα του έθνους. Έχουν επιλεγεί αρκετά χαρακτηριστικά κείμενα στα οποία μπορεί ο αναγνώστης να ανιχνεύσει τις ιστορικές, κοινωνικές και πνευματικές τάσεις της εποχής. Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο Ψυχάρης, είχε τονίσει με άμεσο τρόπο σΤο Ταξίδι μου (1888) την ανάγκη ανάπτυξης της νεοελληνικής πεζογραφίας και μάλιστα σε μια γλώσσα που δε θα διέφερε από την καθημερινή ομιλία. Το Ταξίδι μου είναι ένα κείμενο που δύσκολα κατατάσσεται κάπου ειδολογικά, αλλά προσφέρει άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με λυρισμό και ενίοτε με σχολαστικότητα, τις απόψεις του συγγραφέα μεταξύ άλλων για τη γλώσσα και τους γλωσσολόγους, τη λογοτεχνία, την ομογένεια και την αρχαιοελληνική κληρονομιά. Το απόσπασμα από Το Ταξίδι μου που επιλέχθηκε παρουσιάζει τα παθήματα του αφηγητή, όταν τόλμησε να προκαλέσει τις διαδεδομένες απόψεις των Αθηναίων γλωσσολόγων, με χιουμοριστική και αυτοσαρκαστική διάθεση αντίστοιχη με αυτήν που διακρίνει για παράδειγμα, το εντελώς διαφορετικής θεματικής αφήγημα του Μπάμπη Άννινου Η οικογένεια διασκεδάζει.

α) Θετικισμός

Το κυρίαρχο στοιχείο της περιόδου τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση είναι η αντιρομαντική κατεύθυνση και η καθιέρωση του ρεαλιστικού τρόπου γραφής.[2] Στο πλαίσιο αυτό, διαμορφώνονται εκ παραλλήλου οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη της λαογραφίας, της ηθογραφίας και του διηγήματος, καθώς και για την πρόσληψη του νατουραλισμού.

Ήδη από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, η πρόοδος των επιστημών και της τεχνολογίας καθώς και η εξάπλωση του θετικισμού στη φιλοσοφία είχαν διευρύνει την κυριαρχία των επιστημονικών δομών και σε άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η φιλοσοφία του Auguste Compte ενάντια στον ιδεαλισμό του ρομαντισμού και στις υπερβολές της φαντασίας, προώθησε την αξιοποίηση των δεδομένων της εμπειρίας. Ο θετικισμός εξέφρασε την προσπάθεια να εφαρμοστεί η μεθοδολογία των φυσικών επιστημών (έρευνα, ανάλυση, ταξινόμηση) για την επεξήγηση των κοινωνικών φαινομένων (Deshusses 1984: 13). Στη λογοτεχνία, οι θέσεις του θετικισμού εκφράστηκαν από τον Hippolyte Taine στην Introduction à l'histoire de la littératureAnglaise (1863) (Εισαγωγή στην Ιστορία της Αγγλικής λογοτεχνίας). Ένα λογοτεχνικό κείμενο υποστήριζε ο Taine πρέπει να θεωρείται έκφραση της ψυχολογίας του ατόμου, η οποία είναι αποτέλεσμα του περιβάλλοντος και της περιόδου στην οποία ζει το άτομο και του γένους στο οποίο ανήκει (Taine 1880:1-36). Τα δεδομένα της εμπειρίας, της παρατήρησης και της εξέτασης υπαγορεύουν την εφαρμογή κάποιων κανόνων, που υιοθετήθηκαν επίσης και στην τέχνη. Καλλιεργήθηκε η πεποίθηση ότι η τέχνη είναι ή θα πρέπει να είναι μια μιμητική αντικειμενική απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας (ρεαλισμός). Οι συγγραφείς που ακολούθησαν αυτές τις επιταγές (οι ρεαλιστές) επέλεξαν το κοινότοπο και προσιτό και προσπάθησαν να είναι αντικειμενικοί (Furst & Skrine 1990: 16). Όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο Wellek, ο ρεαλισμός ως γραφή στα συμφραζόμενα του δέκατου ένατου αιώνα συνιστά την «αντικειμενική αναπαράσταση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας» (1963: 240-241). Στην ελληνική ιστορική, κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα της εποχής, ο ρεαλισμός συνδέθηκε στην πράξη με την ηθογραφία. Στην πράξη επίσης, η φαντασία δεν εξοβελίστηκε ποτέ εντελώς από τα γραπτά της περιόδου. Επίσης και η ανάπτυξη της λαογραφίας είναι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της περιόδου. Αν και η λαογραφία ξεκίνησε με βάσεις ρομαντικές, στηρίχθηκε δηλαδή στην πρόταση του Herder κατά την οποία οι εγχώριες παραδόσεις ενός λαού εκφράζουν τις ρίζες και συνθέτουν την ταυτότητα του έθνους σε όλη την πορεία του (Beaton 1996: 106), η συστηματοποίησή της πέρα από το ρομαντικό ζητούμενο σε επιστήμη με συγκεκριμένες κατευθύνσεις, μεθοδολογία και στόχους οφείλεται στο επιστημονικό πνεύμα της περιόδου.

β) Ηθογραφία [3]

Όλη σχεδόν η πεζογραφική παραγωγή που δημοσιεύεται κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών του δέκατου ένατου αιώνα τείνει να απεικονίζει μικρές παραδοσιακές κοινότητες στο φυσικό τους περιβάλλον (με διαφορετική βέβαια κάθε φορά χρήση του υλικού από τον εκάστοτε συγγραφέα, βλ. Beaton 1996: 107). Η αναπαράσταση δεν περιορίζεται μόνο στον αγροτικό χώρο αλλά φορά και σε κοινότητες του αστικού χώρου, και έτσι η ηθογραφική προσέγγιση είναι χαρακτηριστικό και των διηγημάτων ή μυθιστορημάτων του άστεως. Η ηθογραφία νοείται ως «απεικόνιση εκ του φυσικού ηθών και εθίμων, ανθρώπινων τύπων και περιοχών», δηλαδή πιστή μεταγραφή της πραγματικότητας και συμπίπτει με τη γενική έννοια του ρεαλισμού (Γκότση 2004: 45). Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ως όρος δηλωτικός του είδους ξεπερνά τα χρονικά πλαίσια των τελευταίων δεκαετιών του δέκατου ένατου αιώνα ή ακόμα και των αρχών του εικοστού αιώνα (για παράδειγμα το μυθιστόρημα του Θεοτόκη, Η Ζωή και ο Θάνατος του Καραβέλα, δημοσιεύτηκε. το 1920 με τον υπότιτλο ηθογραφικό μυθιστόρημα).[4] Αν δούμε συνδυαστικά τους δύο όρους, ρεαλισμό και ηθογραφία, τότε η έννοια της ηθογραφίας γίνεται πιο εύληπτη. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι όπως και ο ρεαλισμός είναι μια τεχνική, μια γενική τάση, και έργα διαφορετικών εποχών μπορούν να χαρακτηριστούν ως ηθογραφικά, με τον ίδιο τρόπο που έργα διαφορετικών εποχών χαρακτηρίζονται ως ρεαλιστικά (για το ζήτημα του ρεαλισμού βλ. Furst & Skrine1990:16,17). Η ηθογραφία συνδέθηκε ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα με τις λαογραφικές επιδιώξεις, με στόχο τη «γνωριμία με την ντόπια ανθρωπογεωγραφία» (Γκότση 2004: 45). Σε ένα κλίμα αναζήτησης της ελληνικής ταυτότητας και γενικής αισιοδοξίας για την επέκταση των ορίων του ελληνικού κράτους, σταθερό ζητούμενο ήταν η ανίχνευση της φύσης του ελληνικού πολιτισμού. Οι συγγραφείς της περιόδου καταγράφουν ως λαογράφοι στοιχεία ενδεικτικά των ελληνικών ηθών μερικά από τα οποία χρησιμοποιούν και στα δικά τους μυθιστορήματα. Είναι γνωστή για παράδειγμα η περιγραφή από τον Καρκαβίτσα του πραγματικού χωριού που «αποτέλεσε τη βάση για τη μυθοπλαστική απόδοση του χωριού των ζητιάνων στο μυθιστόρημά του ο Ζητιάνος» στο περιοδικό Εστία (Beaton 1996: 107n). Για να αναφέρουμε ένα ακόμη παράδειγμα, στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύει και ο Κονδυλάκης τις «Κρητικές Εικόνες» του από τα Χανιά και το Ηράκλειο. Είτε θεωρήσει κανείς αυτού του είδους την εργασία ως ενταγμένη κυρίως στα πλαίσια μιας εθνικής ιδεολογίας είτε την αναλύσει με όρους που παραπέμπουν στη μεθοδολογία του ρεαλισμού/νατουραλισμού το αποτέλεσμα δεν διαφέρει. Πρόκειται για ένα είδος γραφής βασισμένο στην παρατήρηση, την όσο το δυνατόν πιο πιστή μεταγραφή, και τέλος την ανάλυση. Σχηματικά, οι Έλληνες συγγραφείς έχουν στη διάθεσή τους δύο παράλληλα και συμπλεκόμενα συστήματα.

Πολλά από τα κείμενα που ανθολογούνται παρουσιάζουν αυτή την τάση ηθογράφησης (παρουσίαση μιας μικρής κοινότητας, μελέτη χαρακτηριστικών τύπων της κοινότητας ή συγκεκριμένων δοξασιών). Τέτοια κείμενα είναι Το βοτάνι της αγάπης του Δροσίνη, που παρουσιάζει στοιχεία του ελληνικού τοπίου με κάποια δόση εξωτισμού, όπως θα τα έκρινε ίσως ένας αποστασιοποιημένος από τον ελληνικό χώρο παρατηρητής (Mackridge 1992: 154), Η Λυγερή του Καρκαβίτσα που δίνει εικόνες της επαρχιακής ζωής στην πόλη των Λεχαινών (γενέθλια πόλη του συγγραφέα) (Σαχίνης 1975: 159), η Μαργαρίτα Στέφα του Ξενόπουλου που απεικονίζει τη ζακυνθινή ζωή, οι Φυλλάδες του Γεροδήμου του Εφταλιώτη και «Ο Καπετάν Γιώργης» και «η Αγγέλικα» από τις Νησιώτικες Ιστορίες του που δίνουν με νοσταλγικό τόνο την ήσυχη ζωή των ανθρώπων της Μυτιλήνης (Πολίτης 2003: 213). Επίσης Ο Ξενιτεμένος του Χρηστοβασίλη, Ο Πατούχας του Κονδυλάκη, η Αρφανούλα του Μωραϊτίδη εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο της ηθογραφικής προοπτικής. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι ηθογράφοι συγγραφείς γνωρίζουν καλά τον τόπο και τις συνήθειες των ανθρώπων που περιγράφουν στα έργα τους, για τις οποίες συχνά εκδηλώνουν μια νοσταλγική προσκόλληση, συνδυασμένη ενίοτε με τις αναμνήσεις παλαιών παιδικών τραυμάτων (Mackridge 1992: 150). Η τάση ηθογράφησης περιλαμβάνει και το χώρο του άστεως. Το απόσπασμα από την Χειραφετημένη της Παρρέν, για παράδειγμα, παρουσιάζει την ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, Το Λαμπρό Αμάξι του Παπαντωνίου δίνει διαφορετικές όψεις της ζωής της Αθήνας για τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες της, ομοίως και το μυθιστόρημα Οι Άθλιοι των Αθηνών του Κονδυλάκη (απόσπασμα του οποίου ανθολογείται). Ορισμένα κείμενα έχουν ανθολογηθεί γιατί εντοπίζονται σ' αυτά περισσότερες από μία τάσεις, όπως διαφαίνεται από την ανάγνωσή τους. Μία βασική χαρακτηριστική τάση της εποχής είναι η καλλιέργεια του διηγήματος.

γ) διήγημα

Aρκετοί παράγοντες συνεισέφεραν στην ανάπτυξη της φόρμας του διηγήματος. Κατ' αρχάς η ανάπτυξη του Τύπου που έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς λογοτέχνες να παρουσιάσουν τη δουλειά τους στις σελίδες του. Ο ημερήσιος τύπος γίνεται το βασικό αναγνωστικό υλικό και μέσο προώθησης ιδεών (Chryssanthopoulos 1997: 62-63). Όπως σημειώνει ο Beaton, «μεγάλο μέρος των πολιτισμικών ζυμώσεων γύρω στα 1880 πέρασε στον περιοδικό τύπο και ειδικά στις στήλες της Εστίας (1876-95) και του Ραμπαγά (1878-89)» (104) (βλ. επίσης Παπακώστας 1982). Στην Εστία, όπου δημοσιεύονταν συχνά μεταφράσεις ξένων έργων, εξαγγέλλεται το 1883, με υπόδειξη του λαογράφου Ν. Πολίτη, διαγωνισμός διηγήματος με θέματα σχετικά με την αρχαία, τη μεσαιωνική ή τη σύγχρονη ελληνική περίοδο. Αν και η προκήρυξη, όπως έχει επισημανθεί, υπήρξε αρκετά ασαφής (Μουλλάς 1996: μς΄-μζ΄), στην πράξη το υλικό που στάλθηκε όρισε το αφηγηματικό είδος του ελληνικού διηγήματος (Beaton 1996: 105). Το διήγημα είναι ένα σύντομο μυθοπλαστικό κείμενο με πλαίσιο δράσης κυρίως τον παραδοσιακό αγροτικό τόπο. Επιπλέον, σταδιακά το διήγημα συνδυάζεται με την «επισταμένην μελέτη του πραγματικού» (Παλαμάς 1969: 155)· δηλαδή κατά τον Παλαμά, το διήγημα συνδέεται με τη σύγχρονη ρεαλιστική προοπτική (Γκότση 2004: 67). Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και ο Ξενόπουλος, ο οποίος ασχολήθηκε με τη θεωρητική ανάλυση αυτού του αφηγηματικού είδους, ορίζει το διήγημα στο κείμενό του Σαν Όνειρο ως 'βραχύ' - συνεκδοχικά αναφερόμενος στον τίτλο του κειμένου του, και το έργο του διηγηματογράφου ως αντιγραφή «υπό τινάς όρους» αληθούς ιστορίας ή αλλιώς ζωγραφική εκ του αληθούς (Ξενόπουλος 1890: 17-19). Το κείμενο «Σαν Όνειρο» παρουσιάζει το εξής ενδιαφέρον, ο συγγραφέας δίνει οδηγίες προς εαυτόν για τη συγγραφή διηγήματος και συγχρόνως παρουσιάζει την ιστορία του: «Ο διάλογος του διηγήματος, φυσικός, σπάνιος και σύντομος, δεν αρκεί να συντελή μόνον εις την εξέλιξιν της υποθέσεως, αλλά πρέπει να ήνε και χαρακτηριστικός, να ζωγραφίζη αμέσως τα συνομιλούντα πρόσωπα, τους τρόπους των, τας σχέσεις των, τας συνηθείας των […]» (18). Ενδεικτική είναι και η κρίση του Ξενόπουλου για τον Λουκή Λάρα του Βικέλα: «[…]Πρώτος ο κ. Βικέλας έγραψε διήγημα ελληνικόν, πραγματικόν, έχον ήρωας ανθρώπους γηΐνους και απεικονίζον σκηνάς εκ του αληθούς. Του συγγραφέως η έκτακτος δεξιότης και η ευφυΐα, γνωρίσαντος να συγκινήση τους συγχρόνους δι' άλλου τρόπου ή των έως τότε εν χρήσει πατριωτικών φωνασκιών, συνέτεινεν ώστε υπέρ του νέου είδους να κλίνη η πλάστιγξ ταχεία και εμφαντική. Η διηγηματογραφία ήρχισεν έκτοτε να κινήται και να εισέρχεται εις τον δρόμον της.» (Ξενόπουλος 1891: 368-369).

Στο διήγημα βρίσκουν τη φόρμα για να εκφραστούν πολλές φορές και συνδυαστικά, οι περισσότερες τάσεις και στοιχεία που συνυπάρχουν αυτή την περίοδο: τάση παρατήρησης και καταγραφής των παραδόσεων και συνηθειών μιας συγκεκριμένης ομάδας σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον (τάση που παραπέμπει στη λαογραφία και την ηθογραφία), τάση παρουσίασης διαφορετικών πτυχών του εξελισσόμενου αστικού τοπίου (αστική θεματολογία), προσπάθεια απόδοσης του ιδιώματος των χαρακτήρων που σκιαγραφούνται σε συνάφεια με τη ρεαλιστική κατεύθυνση για πιστή απόδοση της πραγματικότητας (όλο και πιο συχνή χρήση της δημοτικής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγκαταλείπεται η καθαρεύουσα). Ο Εφταλιώτης στις Φυλλάδες του Γεροδήμου, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Νουμά, αξιοποιεί το τέχνασμα της εύρεσης ενός χειρογράφου, για να τονίσει την αξία της 'βάρβαρης' γλώσσας.[5] Όπως σημειώνεται με κάποια δόση αυτοαναφορικότητας: «[…] αυτά είναι τα χειρόγραφά του, κι όποιος περαστικός επιθυμεί ας τα διαβάση, κι όποιος τα διαβάση από την αρχή ως το τέλος και του αρέσουν, μπορεί και να τα πάρη μαζί του» (1909: 1). Δηλαδή όποιος δεχτεί τη δημοτική και δεν τον ξενίζει, μπορεί να την κάνει κτήμα του. Επομένως συνδυάζονται στο διήγημα και εγγενείς και ευρύτερες τάσεις του Ευρωπαϊκού χώρου.[6] Πολλά από τα ανθολογούμενα κείμενα ανήκουν στο είδος του διηγήματος και μπορεί κανείς να εντοπίσει την μεγάλη ποικιλία θεμάτων και τις διαφορές στον τρόπο που χειρίζεται ο κάθε συγγραφέας το υλικό του. Εκτός από το διήγημα του Βιζυηνού Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, συμπεριλαμβάνονται το διήγημα Έρωτας στα χιόνια και Ο ξεπεσμένος δερβίσης του Παπαδιαμάντη, Με Χιμαίρας της Ευγενίας Ζωγράφου, τα διηγήματα της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου και της Αρσινόης Παπαδοπούλου, Δυο φίλοι του Ψυχάρη, Η Μόχρα του Κωνσταντίνου Μεταξά-Βοσπορίτη, Υπό την αυτήν στέγην του Εμ. Λυκούδη, Το σκυλάκι της του Ι. Διαμβέργη, το ναυτικό Ο Καπετάν Σάββας του Κων. Ράδου, το ιστορικό Κανάρης του Γιάνη Βλαχογιάννη, Ο Ξενιτεμένος του Χρηστοβασίλη, Το Λαμπρό Αμάξι του Παπαντωνίου, Ποιος θα βαρέσει την καμπάνα του Σ. Πασαγιάννη, Η οικογένεια διασκεδάζει του Μπ. Άννινου, Του Κορνήλιου το φάντασμα του Δ. Καμπούρογλου, Χρυσαυγή του Δημήτριου Ταγκόπουλου, επίσης τα διηγήματα των Εφταλιώτη, Αλ. Μωραϊτίδη, Δημ. Χατζόπουλου. Ορισμένα από τα κείμενα αυτά, όπως αναφέρθηκε ήδη μπορούν να χαρακτηριστούν ως ηθογραφικά, μερικά συνδυάζουν το ρεαλιστικό με άλλα στοιχεία (ρομαντικά, ιστορικά, αισθητιστικά) και σε πολλά από αυτά κυρίαρχο είναι και το στοιχείο του χιούμορ. Αυτό είναι ένα δευτερεύον ζητούμενο ανοιχτό προς διερεύνηση, σε ποιο βαθμό υπήρξε πρόσφορη για χιουμοριστικές προσεγγίσεις η σύντομη έκταση του διηγήματος. Ανθολογείται επίσης ένα απόσπασμα από τα έμμετρα διηγήματα του Επτανήσιου Πολύβιου Δημητρακόπουλου, Το Γαρούφαλλο, μια ιστορία δοσμένη με αμεσότητα και χιούμορ που ακολουθεί μάλλον την παράδοση της Επτανησιακής Σχολής στη σατιρική θεματική.

δ) Νατουραλισμός

Η δυναμική των ιδεών και των λογοτεχνικών κινημάτων της Ευρώπης βρίσκει είτε άμεσους αποδέκτες (Νικόλαος Πολίτης, Ψυχάρης, Γεώργιος Βιζυηνός, λόγω της διαμονής και εκπαίδευσής τους στο εξωτερικό) είτε έμμεσους (Ξενόπουλος, λόγω των διαβασμάτων του).Ο νατουραλισμός κάνει την αδιαμφισβήτητη εμφάνισή του με τη μετάφραση της Νανάς του Εμίλ Ζολά από τον Ιωάννη Καμπούρογλου (Φλοξ). Η μετάφραση δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Ραμπαγά προτού διακοπεί λόγω αντιδράσεων (μεταξύ άλλων από τον Άγγελο Βλάχο στην Εστία το 1879) εξαιτίας του σκανδαλώδους περιεχομένου του έργου. Με τη Νανά σηματοδοτείται η εμφάνιση του γαλλικού νατουραλισμού στην Ελλάδα. Έχει ανθολογηθεί ένα μικρό μέρος αυτής της μετάφρασης (από την έκδοση του μυθιστορήματος σε βιβλίο το 1880) η οποία έχει ιστορική σημασία. Στο απόσπασμα από το κεφάλαιο V, δίνεται η ατμόσφαιρα στα παρασκήνια προτού η Νανά (μια χορεύτρια βαριετέ) βγει στη σκηνή.

Ο Ξενόπουλος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πρόσληψη του νατουραλισμού στην Ελλάδα τόσο με το άρθρο του στην Εικονογραφημένη Εστία «Αι περί Ζολά προλήψεις» το 1890, με το οποίο προώθησε τη θεωρία του νατουραλισμού, όσο και με ορισμένα μυθιστορήματά του. Ένα από τα πρωτόλειά του το οποίο ανθολογείται εδώ (από την πρόσφατη έκδοσή του από το Ε.Λ.Ι.Α), το μυθιστόρημα Νικόλας Σιγαλός (1890), φανερώνει το διάλογο του συγγραφέα με το Ζολαδικό νατουραλισμό αλλά και με τεχνικές που θυμίζουν Μπαλζάκ. Εύκολα αναγνωρίζεται η αντίστοιχη ανθρωπογεωγραφία και κοινωνική διαστρωμάτωση που παραπέμπει στο μυθιστόρημα LePèreGoriot (1834-35) του Μπαλζάκ. Η δε προσπάθεια «διαλόγου» με το γαλλικό νατουραλισμό δεν εξαντλείται μόνο στην αναφορά του ονόματος του Ζολά και του ρόλου της κληρονομικότητας σε πολλά σημεία του κειμένου. Στη σκηνή που ανθολογείται, ο «πραγματικισμός», όπως ονόμαζε ο Ξενόπουλος το νατουραλισμό, ενσωματώνεται φυσικά στο κείμενο (Αμιλήτου 2002: 53) (ο όρος «πραγματικισμός» ίσως προέρχεται από τη γαλλική έκφραση «chosisme» που χρησιμοποιείται με σχετικά αρνητική χροιά στη Γαλλία). Πρόκειται για το μάθημα φυσιολογίας για τα ούρα και τον ιδρώτα, στο αμφιθέατρο της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών που τυχαία παρακολουθούν οι ήρωες του μυθιστορήματος. Και από την πλευρά της θεματικής αλλά και από την πλευρά της αφηγηματικής τεχνικής (ο αφηγητής-παρατηρητής δίνει λεπτομερή περιγραφή μιας καθημερινής σκηνής με αντικειμενικότητα, ακρίβεια και πιστότητα σχεδόν φωνογραφική), έχουμε ένα δείγμα νατουραλιστικής γραφής. Βέβαια ο Ξενόπουλος δεσμεύεται από τις ευκολίες του κι έτσι δεν αξιοποιεί πλήρως το νατουραλιστικό μοντέλο που φαίνεται ότι τον θέλγει. Τόσο η συγκεκριμένη σκηνή όσο και όλο το μυθιστόρημα τελειώνουν με ένα ηθικοδιδακτικό μήνυμα που ανατρέπει την ντετερμινιστική θεώρηση των πραγμάτων. Ο Ξενόπουλος όμως συντέλεσε στη διάδοση της λογοτεχνίας ακριβώς λόγω της απήχησης του έργου του στο ευρύ αναγνωστικό κοινό (Πολίτης 2003: 214).
Ένα άλλο κείμενο στο οποίο προβάλλονται πιστά οι αρχές του νατουραλισμού (το ντοκουμέντο, η αληθινή ιστορία, το πείραμα) είναι ο πρόλογος του μυθιστορήματος του Ψυχάρη, Η άρρωστη δούλα (1906) που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Νουμά. Τα μυθιστορήματα του Καρκαβίτσα Η Λυγερή (1892) και κυρίως Ο Ζητιάνος (1895), καθώς και η Φόνισσα (1903) του Παπαδιαμάντη, έχουν επίσης αρκετά νατουραλιστικά στοιχεία. Στο Ζητιάνο και στη Φόνισσα, παρατηρείται χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου, μια διαπλοκή δηλαδή των σκέψεων του αφηγητή με τις σκέψεις των ηρώων, μέσω της οποίας παρουσιάζεται εναργέστερα ο εσωτερικός τους κόσμος. Ο Παπαδιαμάντης με την έξοχη ψυχογράφηση της Φόνισσάς του βρίσκεται ήδη πολύ κοντά στην προσπάθεια διερεύνησης της υποκειμενικότητας του ατόμου που θα προβληθεί με το κίνημα του Συμβολισμού στις αρχές του εικοστού αιώνα. Νατουραλιστικά στοιχεία εντοπίζονται και στο μυθιστόρημα του Κονδυλάκη Οι Άθλιοι των Αθηνών, το οποίο όμως βρίθει και από υπερβολές και ρομαντικά κατάλοιπα σε τέτοιο βαθμό ώστε να μοιάζει με λαϊκό ανάγνωσμα (Πολίτης 2003: 216). Στο νατουραλιστικό πλαίσιο εντάσσεται και το μεταγενέστερο μυθιστόρημα του Θεοτόκη Η Ζωή και ο Θάνατος του Καραβέλα (1920). Από τις χρονολογίες δημοσίευσης των παραπάνω έργων, διαπιστώνεται ότι ο νεοελληνικός νατουραλισμός, αν και εμφανίζεται σε μια περίοδο που στην Γαλλία το κίνημα είχε ήδη αρχίσει να εκπνέει (βλ. Pagès 1989: 13-21), επιβιώνει για αρκετά χρόνια στον ελληνικό χώρο.

ε) Κείμενα δημοσιογραφικού τύπου

Προτού περάσουμε στα άλλα βασικά λογοτεχνικά είδη, την ποίηση, το θέατρο και το δοκίμιο πρέπει να σημειώσουμε την πληθώρα για την περίοδο σύντομων αφηγηματικών κειμένων, ένα είδος διηγημάτων με προσμίξεις μυθοπλαστικών και δημοσιογραφικών στοιχείων (Γκότση 2004: 65). Τα κείμενα αυτά είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας περιγραφής των διαφόρων όψεων της πόλης της Αθήνας (αθηναιογραφία) και των τύπων της, με έμφαση στο επίκαιρο, στην εντύπωση, σε ό,τι μπορεί να κινήσει το ενδιαφέρον για μια σύντομη, συνήθως αποσπασματική παρουσίαση. Ενδεικτικοί είναι και οι τίτλοι που χρησιμοποιούνται ('εικόναι', 'σκηναί'), αναπαραγωγή των ξένων όρων (scènes, scenes, sketches) (για το είδος αυτό βλ. Γκότση 2004: 65-79). Τα κείμενα που εντάσσονται σ' αυτή την κατηγορία έχουν στοιχεία και από το είδος του χρονογραφήματος και από το αφηγηματικό είδος του διηγήματος. Ως αντιπροσωπευτικά αυτής της κατηγορίας έχουν επιλεγεί τα κείμενα: Οιωνός του Μιχαήλ Μητσάκη (με υπότιτλο της συλλογής των πεζογραφημάτων απ' όπου προέρχεται, «Αθηναϊκαί Σελίδες- Εικόνες και Σκηναί-Ταξιδιωτικάι Εντυπώσεις») και Ένας αλχημιστής του Παύλου Νιρβάνα, από τη σειρά Αθηναϊκοί Περίπατοι, καθώς και Οι Μενεξέδες του ίδιου συγγραφέα. Στην κατηγορία αυτή μπορούν να ενταχθούν επίσης το διήγημα του Παπαντωνίου Το Λαμπρό Αμάξι, ένα κείμενο που συνδυάζει τη μυθοπλασία με την ανεκδοτολογία, παρουσιάζοντας σκηνές από τη ζωή του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη στην Αθήνα, το απόσπασμα από το κείμενο Ιεραί συγκινήσεις των κάτω άκρων του Εμ. Λυκούδη, το διήγημα του Μπ. Άννινου Η οικογένεια διασκεδάζει, το σατιρικό διήγημα-χρονογράφημα του Κων. Σκόκου Το χαρτοβασίλειο (με χαρακτηριστικό επεξηγηματικό υπότιτλο της συλλογής από την οποία ανθολογείται: 'ευθυμογραφήματα, κοινωνιολογικά σκαλαθύρματα, εικόνες, τύποι, χαρακτηρισμοί, εντυπώσεις') καθώς και τα δύο διηγήματα του ποδόγυρου του Δ. Χατζόπουλου (Μποέμ). Επίσης τα Δύο Ανάκτορα του Μητσάκη, ένα ταξιδιωτικό και δημοσιογραφικού τύπου κείμενο για την Κέρκυρα, δεν είναι εντελώς αταίριαστο με αυτή την κατηγορία κειμένων.

στ) Γυναικεία πεζογραφία

H γυναικεία πεζογραφία της περιόδου είναι όχι μόνο παρούσα αλλά και αρκετά ανεπτυγμένη. H θεματική των γυναικών πεζογράφων στρέφεται προς τον χώρο του σπιτιού, της οικογένειας και των κοινωνικών συναναστροφών. Ένα από τα βασικά θέματα που συναντά κανείς με κάποιες διαφοροποιήσεις είναι η αποκατάσταση των θηλυκών με τον κατάλληλο σύζυγο. Το θέμα αυτό θίγεται στο διήγημα Με Χιμαίρας της Ευγενίας Ζωγράφου, και στο διήγημα Ο Κύριος «Χρυσωρυχείον» της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, με τάση προσγείωσης των ρομαντικών ιδανικών. Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γυναικείας πεζογραφίας είναι η περιγραφή του συναισθηματικού κόσμου των ηρωΐδων, συχνά με κάποια ειρωνική διάθεση, όπως στο διήγημα Ταξείδι Απροσδόκητο της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου. Επίσης στη γυναικεία πεζογραφία εντοπίζεται ενίοτε μια διδακτική τάση, είτε με τη χρήση του μοτίβου του παραμυθιού (διήγημα Αλήθεια της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου), είτε με το τέχνασμα της επιστολής μέσω της οποίας η αφηγήτρια δίνει συμβουλές (διήγημα Εξ Αθηνών εις Μασσαλίαν της Αρσινόης Παπαδοπούλου) είτε με έμφαση στα ιδεώδη της πατρίδας και της οικογένειας (Π. Δέλτα). Κυρίαρχη μορφή αποτελεί η Καλλιρρόη Παρρέν, η οποία με την τριλογία της Τα βιβλία της Αυγής, έδωσε στη νεοελληνική λογοτεχνία της περιόδου το μυθιστόρημα της γυναικείας χειραφέτησης. Όπως αναφέρθηκε ήδη, ανθολογείται απόσπασμα από το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, Η Χειραφετημένη (για το έργο της Παρρέν, βλ. Αναστασοπούλου 1997, Ψαρρά 1999, για το έργο της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, βλ. Παπακώστας 1980).

ζ) Το συμβολιστικό και το ιδεολογικό μυθιστόρημα

Από τις στήλες της Εστίας και του Ραμπαγά περνάει η προβληματική του νατουραλισμού (μεταφράσεις, δοκίμια), όπως λίγο αργότερα από τα βραχύβια περιοδικά Η Τέχνη (1898-1899) του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου και Ο Διόνυσος (1901-1902) των Δημητρίου Χατζόπουλου και Γιάννη Καμπύση, παρουσιάζονται οι κοινωνικές ιδέες και οι νέες τάσεις στη λογοτεχνία, προβάλλεται η φιλοσοφία του Νίτσε και επιζητείται μια πιο ενεργή συμμετοχή των συγγραφέων στα κοινωνικά δρώμενα (βλ. Γουνελάς 1984). Παρατηρείται έντονο ενδιαφέρον για τις ιδεολογικές ζυμώσεις που επικρατούν στην Ευρώπη (την ανάδυση στο προσκήνιο των σοσιαλιστικών ιδεών). Αυτές οι τάσεις οδηγούν σε δύο νέες (ή σχετικά νέες) μορφές, στην καλλιέργεια του μυθιστορήματος της ψυχολογικής ανάλυσης και στο ιδεολογικό μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα της ψυχολογικής ανάλυσης των χαρακτήρων που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της αντίδρασης στην ορθολογιστική προσέγγιση της ζωής του ατόμου και της λογοτεχνίας από τον νατουραλισμό (και γενικότερα το θετικισμό), βρίσκει οπαδούς και στην Ελλάδα. Στο ψυχολογικό ή συμβολιστικό μυθιστόρημα δίνεται μια λεπτομερέστερη περιγραφή του εσωτερικού κόσμου των ηρώων και συχνά αντιστοιχίζονται τα συναισθήματά τους με κάποιο στοιχείο της φύσης ή κάποιο άλλο επαναλαμβανόμενο στοιχείο ή σύμβολο. Το σημαντικό δεν είναι τα αίτια και το αποτέλεσμα των πράξεων τους, αλλά τι σκέφτονται και τι αισθάνονται (Rey 1993: 161). Μέσω της διερεύνησης του εσωτερικού κόσμου δίνεται έμφαση επίσης στην κοινωνική ανάλυση. Αυτή τη νέα κατεύθυνση στη λογοτεχνία είχαν καλλιεργήσει στη Γαλλία οι Maurice Barrès, Paul Bourget, Anatole France, Pierre Loti. Βεβαίως, o εσωτερικός κόσμος των ηρώων δεν είναι κάτι εντελώς νέο στο ελληνικό μυθιστόρημα. Όπως έχει σημειωθεί, τόσο ο Βιζυηνός όσο και ο Παπαδιαμάντης εμβαθύνουν στην ψυχολογία των ηρώων τους. (Beaton 1996: 142). Ουσιαστικός εκπρόσωπος όμως του είδους θεωρείται ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ο οποίος ήταν επίσης εκφραστής της Συμβολιστικής ποίησης στην Ελλάδα. Ανθολογείται το μυθιστόρημά του Ο πύργος του ακροπόταμου. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα στο οποίο η δράση είναι περιορισμένη, εν αντιθέσει, αναλύεται ο εσωτερικός κόσμος των βασικών προσώπων. Τρεις αδελφές ζουν απομονωμένες σ' έναν πύργο και σιγά-σιγά συνειδητοποιούν ότι κάθε ελπίδα για βελτίωση της ζωής τους και αποκατάστασή τους φθίνει. Με μια μελαγχολική διάθεση καταγράφονται τα συναισθήματα και οι σκέψεις τους που μας προετοιμάζουν για το τέλος. Το απόσπασμα που έχει επιλεγεί είναι το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος. Κατά τον Λίνο Πολίτη, το μυθιστόρημα αυτό είναι από τα καλύτερα του Χατζόπουλου, καθώς ενυπάρχουν σ' αυτό σε ισομερή αναλογία «το ρεαλιστικό υπόβαθρο και η ψυχογραφική φροντίδα» (2003: 257).

Το ενδιαφέρον για τις κοινωνικές συνθήκες και τις απαραίτητες αλλαγές στο κοινωνικό πεδίο εκφράζεται με το ιδεολογικό μυθιστόρημα και τον κύριο εκπρόσωπό του τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη (η διερεύνηση των κοινωνικών ζητημάτων είχε ήδη επιχειρηθεί και συνέχιζε να αποτελεί μια σταθερά της θεματικής των αστικών μυθιστορημάτων του Ξενόπουλου). Ο Θεοτόκης παρουσιάζει τις κοινωνικές συγκρούσεις στα περισσότερα έργα του. Η Ζωή και ο Θάνατος του Καραβέλα ακολουθεί μεν τις επιταγές της ηθογραφίας (αυτός είναι άλλωστε και ο υπότιτλος του μυθιστορήματος) αλλά φτάνει σε ακραίες νατουραλιστικές περιγραφές. Στόχος του συγγραφέα είναι πέρα από τις κοινωνικές και ενδο-οικογενειακές συγκρούσεις να δώσει τη μοιραία και προδιαγεγραμμένη πορεία ενός ατόμου, έρμαιο όχι μόνο των παθών του, αλλά και του συστήματος, στον κυκλώνα του οποίου είχε την ατυχία να βρεθεί. Σ' αυτή την μετα-ηθογραφική χρονική περίοδο εντάσσεται και ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο οποίος επηρεασμένος από τις λογοτεχνικές εξελίξεις στην Ευρώπη, εκπροσωπεί στην Ελλάδα το κλίμα του αισθητισμού. Ο Χρηστομάνος υπήρξε δάσκαλος των ελληνικών της αυτοκράτειρας Ελισάβετ όταν σπούδαζε στη Βιέννη και συνοδός της σε κάποια από τα ταξίδια της. Εμπνευσμένος από τα ταξίδια αυτά σύνθεσε το Βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ (στα γερμανικά), «μια βιογραφική ανάλυση γραμμένη με σπάνια ευαισθησία και αρκετό λυρισμό» (Πολίτης 2003: 256). Το βιβλίο, απόσπασμα του οποίου ανθολογείται, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και εκδόθηκε στα ελληνικά το 1907. Ένα πεζό ποίημα, το «Άσμα Ασμάτων» του Νικ. Επισκοπόπουλου, ανήκει επίσης στην τάση του αισθητισμού.

Έχουν ανθολογηθεί επίσης και άλλοι σημαντικοί πεζογράφοι των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, εκφραστές του ελληνοκεντρικού πνεύματος. Ενδεικτικά, συμπεριλαμβάνονται ορισμένα ηθικοδιδακτικά κείμενα της Πηνελόπης Δέλτα και του Ίωνα Δραγούμη. Ιδιαιτέρως στα κείμενα του Δραγούμη, υπερισχύει η περηφάνια για τις ελληνικές αρετές: «Ο φίλος του, καθισμένος κοντά του, μιλούσε για τον τόπο και για τα πράγματα, και ο Αλέξης είχε μια λαχτάρα, να πέθαινε εκεί, πλαγιασμένος έτσι στο αγαπημένο χώμα» (Μαρτύρων και ηρώων αίμα, 1914: 93). Η σύνδεση με τον τόπο και την παράδοση στο κείμενο του Δραγούμη θυμίζει αντίστοιχες επισημάνσεις από το μυθιστόρημα του Barrès Les Déracinés(1897). Το δεύτερο απόσπασμα της γραφής του Δραγούμη προέρχεται από Το Αιώνιο Διάβα, ένα κείμενο περισσότερο φιλοσοφικού και δοκιμιακού τύπου παρά μυθοπλαστικό. Ο Πολίτης το χαρακτηρίζει ως ένα πρώιμο δείγμα έκφρασης μιας «εσωτερικής ψυχολογίας στη νεοελληνική λογοτεχνία» (2003: 255).

2 Ιδιαιτέρως ως προς το μυθιστόρημα, να σημειωθεί ότι μιλάμε για καθιέρωση και όχι για εισήγηση του ρεαλισμού, καθώς όπως έχει σημειωθεί, «το ελληνικό μυθιστόρημα ήταν πάντοτε εν γένει ρεαλιστικό ως προς τις κατευθύνσεις του» (Beaton 1996: 99).

3 Με το πολυσχιδές φαινόμενο της ηθογραφίας έχουν καταπιαστεί πολλές μελέτες, με διαφορετικές αποτιμήσεις του. Η Γκότση έχει σημειώσει τις βασικότερες από αυτές, τις οποίες αναφέρουμε και εδώ με χρονολογική σειρά: Beaton 1982-83, Πολίτου-Μαρμαρινού 1984, Vitti 1991, Μελισσαράτου 1992, Μηλιώνης 1992, Μουλλάς 1993, 1998 (κυρίως οι σελίδες 163-172), Mackridge 1993, Βουτουρής 1995, Βαρελάς 2001.

4 Ορισμένες φορές βέβαια μπορεί ο επεξηγηματικός υπότιτλος 'ηθογραφία' να χρησιμοποιείται ειρωνικά, όπως στην περίπτωση του μυθιστορήματος του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου Ο πύργος του Ακροπόταμου (1909).

5 Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1897 σε έκδοση της Εστίας.

6 Χρήσιμη είναι η προαναφερθείσα μελέτη του Μουλλά για το διήγημα, στην εισαγωγή του για τα Νεοελληνικά διηγήματα του Γ.Μ. Βιζυηνού (1996), όπως και η εισαγωγή του στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη (1891). Ενδιαφέρον παρουσιάζει για τη μελέτη της λογοτεχνικής παραγωγής της ευρύτερης περιόδου η ανθολογία διηγήματος του Γεωργίου Κασδόνη: Ελληνικά διηγήματα μετά των εικόνων των συγγραφέων (1895). Βλ. Επίσης και τη διδακτορική διατριβή της Μαρίας Καραΐσκου (2002), την οποία δεν μπόρεσα να συμβουλευτώ.

Τελευταία Ενημέρωση: 17 Ιούν 2010, 11:32