ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Η «ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1880» ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ ΤΗς ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
Στην παρούσα ανθολογία επιχειρείται να ανθολογηθούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της λογοτεχνικής παραγωγής της «Γενιάς του 1880» και των συγγραφέων των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι από τους συγγραφείς των αρχών του εικοστού αιώνα έχουν επιλεγεί εκείνοι, των οποίων το έργο φαίνεται να φέρει τα ίχνη ή να ακολουθεί ως ένα βαθμό τις τάσεις και τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνικής παραγωγής της «Γενιάς του 1880». Αυτή την ομάδα ονομάζουμε άτυπα «επιγόνους» της προηγούμενης κυριαρχικής «Γενιάς του 1880». Είναι εύλογο ότι οι διαχωρισμοί δεν είναι απόλυτοι και μπορεί να υπάρχουν ως ένα βαθμό επικαλύψεις τόσο με την προηγούμενη περίοδο του αποκαλούμενου «ελληνικού ρομαντισμού» όσο και με την επόμενη «του χαμηλόφωνου λυρισμού». Επίσης ορισμένοι συγγραφείς εξελίσσονται συνεχώς παρακολουθώντας τα λογοτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης και το έργο τους σφραγίζει ολόκληρη την περίοδο (μια τέτοια περίπτωση αποτελεί το έργο του Παλαμά), ενώ άλλοι ακολουθούν στατικά μια σταθερή πορεία. Τα ερεθίσματα τόσο από τις ζυμώσεις στον εσωτερικό χώρο όσο και από την επαφή με την Ευρώπη είναι πολλά και ορισμένες φορές αντιφατικά. Εναπόκειται στη δημιουργική πνοή του κάθε συγγραφέα ο τρόπος που θα χειριστεί αυτά τα ερεθίσματα και θα αξιοποιήσει την έμπνευσή του. Ωστόσο η πρόκριση ορισμένων τάσεων κατευθύνει και τον τρόπο που αξιολογούμε τη λογοτεχνία της περιόδου και την επιλογή των κειμένωνπου έχουν προταθεί. Βασικός στόχος της ανθολόγησης είναι να αποτυπωθεί η ειδολογική, θεματική, τεχνοτροπική, μορφολογική και γλωσσική εικόνα και αυτής της γραμματολογικής φάσης και περιόδου (στο μέτρο που είναι επιτρεπτό βάσει της διαθέσιμης έκτασης).
Έχουν ανθολογηθεί κυρίως πεζά κείμενα - άλλωστε ένα από τα ζητούμενα της περιόδου είναι η άνθηση της πεζογραφίας - και ποιητικά έργα (πλήρη ή αποσπάσματα). Σε μικρότερο βαθμό έχουν ανθολογηθεί αποσπάσματα θεατρικών έργων και δοκίμια (πλήρη ή αποσπάσματα). Δεν ανθολογήθηκαν, λόγω του περιορισμού της έκτασης της ανθολογίας, μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, παρότι η σχετική πρακτική είναι πολύ διαδεδομένη την περίοδο και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Εξαίρεση αποτελεί μόνο η μετάφραση της Νανάς του Εμίλ Ζολά, ένα κείμενο ιδιαίτερης γραμματολογικής σημασίας. Οφείλουμε να επισημάνουμε επίσης ότι μια εργασία αυτού του τύπου δεν μπορεί ούτως ή άλλως να είναι εξαντλητική και οπωσδήποτε αντανακλά ως ένα βαθμό τις προσωπικές εκτιμήσεις του ερευνητή αλλά και τις αντικειμενικές δυσκολίες εύρεσης, προσέγγισης και διάθεσης ορισμένων κειμένων. Ο στόχος είναι ο αναγνώστης να χαρεί την ανάγνωση διαφορετικών κειμένων και να γνωρίσει με τον τρόπο αυτό τη λογοτεχνία της περιόδου.
Νέες Τάσεις
Η δεκαετία του 1880 αποτελεί αφετηρία για τη δημιουργία και εξέλιξη διαφορετικών τάσεων, ειδών και τεχνοτροπιών στη λογοτεχνία (Beaton 1996: 102). Είναι μια δεκαετία που ξεκινάει με μια αίσθηση αισιοδοξίας στην ελληνική κοινωνία για την εδαφική της επέκταση και την αναδιάρθρωση του κράτους.[1] Στην Ευρώπη επίσης επικρατεί ως επί το πλείστον ένα αισιόδοξο πνεύμα, απόρροια της προόδου των επιστημών και των νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές, έστω και αν ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες βιώνουν δυσκολίες (Travers 2005: 119-120). Η συνειδητοποίηση της σημασίας των υλικών παραμέτρων όπως είναι φυσικό, επηρεάζει και την πνευματική ζωή. Την περίοδο 1880-1910 περίπου καθιερώνονται νέοι τρόποι έκφρασης στο πολιτιστικό και ιδιαιτέρως στο λογοτεχνικό πεδίο, προβάλλεται ως μέσο έκφρασης μια όλο και λιγότερο λόγια γλώσσα, οι λογοτέχνες έρχονται σε επαφή άμεσα ή έμμεσα με τα νέα ρεύματα που κυριαρχούν στην Ευρώπη και αναμετρούν τις δυνάμεις τους απέναντι στους Ευρωπαίους ομολόγους τους.
Η δεκαετία 1880-1890 ξεκινάει με την απόρριψη του ρομαντισμού. Άλλωστε οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές επιβάλλουν σε γενικές γραμμές προσγειωμένες τοποθετήσεις. Ένας κόσμος που αλλάζει όμως είναι εύλογο να προκαλεί αμφιβολίες και αμφίσημα συναισθήματα σε μία μερίδα ανθρώπων για τους οποίους ορισμένες αξίες θεωρούνται ανυπέρβλητες. Στο κατώφλι της δεκαετίας 1880, ο Λουκής Λάρας (1879) του Βικέλα, θεωρήθηκε έργο «αντιρομαντικής και ρεαλιστικής τοποθέτησης» (Πολίτης 2003: 201), ωστόσο είναι επίσης ένα έργο διαποτισμένο από ευαισθησία για τις αξίες της οικογένειας και της πατρίδας που υφίστανται αλλαγές και καταγράφει εύστοχες διαπιστώσεις για την εμπειρία της διασποράς. Όπως αναφέρει ο αφηγητής του: "Aλλ' ούτε οι γονείς μου ανεπαύθησαν εκεί, ούτε τα ιδικά μου οστά πέπρωται να επιστρέψωσιν εις χουν εις την προσφιλή εκείνη της πατρίδος γωνίαν. Την σήμερον ζώμεν και αποθνήσκωμεν εις εδώ και άλλος εκεί, πλάνητες εν τω βίω και νεκροί ξενιτευμένοι, η δε ανεμοζάλη της διασποράς εκλόνισε και διέσπασε τους ιερούς δεσμούς, τους προσκολλώντας την καρδίαν των τέκνων εις των γονέων τα αναπαυτήρια» (1991: 56). Ο προσγειωμένος και ευκρινής τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει ο Βικέλας ένα ιστορικό θέμα (την επανάσταση του 1821) είναι χαρακτηριστικός της νέας νοοτροπίας. Ένα άλλο κείμενο που προετοιμάζει τις καταστάσεις μετά το ρομαντισμό, είναι το διήγημα του Βιζυηνού, Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως (1883). Ο τίτλος του υποδηλώνει συμβολικά την ενδιάμεση κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο συγγραφέας και άλλοι ομοϊδεάτες του εκείνη την περίοδο: αποχαιρετώντας τον Αθηναϊκό ρομαντισμό, επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με την Ευρωπαϊκή λογοτεχνία και να παρουσιάσουν συγχρόνως κάτι αυτόνομο και ενδεικτικό της εγχώριας δημιουργικής πνοής. Ο στόχος είναι να αποφευχθεί τόσο η πιστή αντιγραφή όσο και η απόρριψη του Ευρωπαϊκού μοντέλου και να βρεθεί ένας γνήσιος δρόμος μεταξύ των δύο τάσεων (Βιζυηνός 1996: ρθ΄& Μαργαρώνη 1997: 10). Ο Βιζυηνός με τα διηγήματά του καθώς και ο Παπαδιαμάντης με τη Φόνισσα μερικά χρόνια αργότερα, κατάφεραν να δώσουν μια ολοκληρωμένη πρόταση μέσα σ' αυτό το πλαίσιο.
Ένα καίριο ζήτημα αυτή την περίοδο είναι το γλωσσικό. Ενώ στην προηγούμενη περίοδο, ο γλωσσικός αγώνας εντοπίζεται μεταξύ «καθαρεύουσας» και «αρχαΐζουσας» (Βαρελάς, εισαγωγή λογοτεχνίας 1830-1880), στην παρούσα περίοδο πληθαίνουν οι φωνές υποστήριξης ως προς τη χρήση της δημοτικής στη λογοτεχνία (Πολυλάς 1959, Ροΐδης 1978) και τα παραδείγματα που ωθούν προς την καθιέρωσή της. Το 1888, ο Ψυχάρης, ένας Έλληνας της Διασποράς, φέρνει δυναμικά στο προσκήνιο το θέμα της χρήσης της ομιλούμενης γλώσσας στη λογοτεχνία. Με το κείμενό του Το Ταξίδι μου (1888), και μια πληθώρα θεωρητικών άρθρων που θα ακολουθήσουν, υπερασπίζεται τη δημοτική ως το μοναδικό μέσο για την ανάπτυξη του γραπτού λόγου. Επηρεασμένος από το παράδειγμα του Ψυχάρη, ο Καρκαβίτσας γράφει το μυθιστόρημά του Ο Ζητιάνος (1896) στη δημοτική, εγκαταλείποντας την καθαρεύουσα που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε στα διηγήματά του. Επίσης και οι Βλαχογιάννης και Εφταλιώτης γράφουν στη δημοτική, ακολουθώντας ως ένα βαθμό τις προτάσεις του Ταξιδιού του Ψυχάρη. Ωστόσο, οι αλλαγές προς την καθιέρωση της δημοτικής, συμβαίνουν αρκετά αργά σε ό,τι αφορά το έργο των περισσότερων πεζογράφων της περιόδου. Στα κείμενα που ανθολογούνται παρατηρεί κανείς τη χρήση μεγάλου μέρους του φάσματος της ελληνικής γλώσσας, από την πιο λόγια καθαρεύουσα μέχρι τη γλώσσα που ενσωματώνει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και στοιχεία ντοπιολαλιάς. Παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης μπορεί να αναφερθεί το κείμενο του Εμμανουήλ Λυκούδη, Υπό την αυτήν στέγην, ενώ της δεύτερης περίπτωσης, το διήγημα του Χρήστου Χρηστοβασίλη, Ο Ξενιτεμένος, στο οποίο αξιοποιείται πλήρως το λεξιλόγιο και οι εκφράσεις μιας μικρής αγροτικής κοινότητας. Σε αρκετά κείμενα της περιόδου πάντως, η αφήγηση γίνεται σε απλή καθαρεύουσα ενώ οι διάλογοι είναι γραμμένοι στη δημοτική με έμφαση στο τοπικό ιδίωμα. Βέβαια, ακόμα και η «δημοτική» - όπου χρησιμοποιείται - παρουσιάζει διαφοροποιήσεις από τον ένα συγγραφέα στον άλλο (για παράδειγμα η «δημοτική» του Ψυχάρη, δεν είναι ίδια με τη «δημοτική» της Πηνελόπης Δέλτα). Μπορούμε ενδεικτικά να δώσουμε ένα παράθεμα από το ανθολογούμενο απόσπασμα από τον Πατούχα του Κονδυλάκη, όπου φαίνεται η γλωσσική διαφοροποίηση στο λόγο αφηγητή/προσώπων. Ο λόγος του αφηγητή δίνεται σε απλή καθαρεύουσα, ενώ της μητέρας σε δημοτική που παραπέμπει στον προφορική λόγο:
«Ο Σαιτονικολής αντήλλαξε με τη γυναίκα του βλέμμα εκπλήξεως και χαράς.
-Να κάτσης, παιδί μου, όσο θέλεις, είπεν η μητέρα του. Και πάντα να θέλης να μείνης, καλλίτερα· μεγάλη μας χαρά. Κεμείς αυτό θέμε, κανακάρη μου.»
(Κονδυλάκης 1961: 75).
Θα περίμενε κανείς ότι η δημοτική θα είχε εισχωρήσει σε μεγαλύτερο βαθμό στην πεζογραφία, βάσει των προγραμματικών εξαγγελιών και τάσεων για πιστότητα και αμεσότητα στην αναπαράσταση, εντούτοις, φαίνεται ότι η χρήση της καθαρεύουσας δεν εγκαταλείπεται εύκολα.
Στην ποίηση πάλι επικρατούν σχηματικά δύο τάσεις: στα ποιήματα που είναι εγγύτερα στη ρομαντική τεχνοτροπία της προηγούμενης περιόδου η γλώσσα βρίσκεται στο μεταβατικό στάδιο μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής, όπως στα ποιήματα του Προβελέγγιου της συλλογής Διπλή Ζωή και «O Σοφιανός» του Βιζυηνού. Η δημοτική βρίσκει πιο πρόσφορο έδαφος στην ποίηση λόγω της παράδοσης του δημοτικού τραγουδιού, και της καταλυτικής επίδρασης του Παλαμά (ένθερμου υποστηρικτή της) στο μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής ομάδας της περιόδου. Με κύριο όργανο τη δημοτική συντίθενται τα ποιήματα του Εφταλιώτη, του Βλαχογιάννη, του Κρυστάλλη (με έμφαση στο λεξιλόγιο από τον κόσμο της υπαίθρου), του Γρυπάρη, του Βλαστού, του Τριαντάφυλλου, του Πολέμη, του Σπήλιου Πασαγιάννη, του Αργυρόπουλου, του Σουρή, του Πάλλη καθώς και τα περισσότερα ποιήματα του Δροσίνη. Στα ποιήματα του Στρατήγη και του Καμπά μπορεί επίσης να διακρίνει κανείς τη μεταβατική πορεία από την απλή καθαρεύουσα προς τη δημοτική. Πρέπει να τονιστεί ότι ακόμα και όταν μιλάμε για δημοτική, η γλώσσα των ποιητών διαφέρει στο ύφος, στο λεξιλόγιο που επιλέγει ο καθένας, σύμφωνα και με την καταγωγή του, καθώς και στους τύπους πολλές φορές. Σε απλή καθαρεύουσα τα ποιήματα του Νιρβάνα και το πεζό ποίημα του Επισκοπόπουλου (οι οποίοι βρίσκονται εκτός του κύκλου του Παλαμά και των δημοτικιστικών επιδιώξεων). Σε ό,τι αφορά το θέατρο, η γλώσσα όλων των ανθολογούμενων αποσπασμάτων είναι η δημοτική, κάτι που φανερώνει πόσο πρόσφορο υπήρξε το θεατρικό πεδίο για την αξιοποίηση του λαϊκού λόγου, όπως είχε ήδη διαφανεί από την προηγούμενη περίοδο (βλ. Βαρελάς, εισαγωγή λογοτεχνίας 1830-1880).
1 Η διάθεση αυτή, με το έμβλημα της Μεγάλης Ιδέας, διατηρήθηκε ισχυρή παρά τα εμπόδια που παρουσιάστηκαν [στην οικονομική κυρίως ζωή]» (Beaton 1996: 100). Κατά τη διάρκεια του Πρώτου παγκόσμιου πολέμου η ελληνική εδαφική επικράτεια είχε διπλασιαστεί, όμως οι συνεχείς πόλεμοι που ακολούθησαν στη Μικρά Ασία για την περαιτέρω προσάρτηση εδαφών οδήγησαν τελικά στη συντριβή και υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων. Το οδυνηρό αποτέλεσμα της εκστρατείας, η Μικρασιατική Καταστροφή, σηματοδοτεί το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και σφραγίζει αρνητικά μία περίοδο που είχε ξεκινήσει με ευνοϊκούς οιωνούς. Τα αποτελέσματα της καταστροφής θα αναγκάσουν την ελληνική κοινωνία να αναδιπλωθεί και θα έχουν αντίκτυπο στον τρόπο σκέψης των συγγραφέων και στη θεματική της λογοτεχνίας της επόμενης περιόδου.