Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

του Α.-Φ. Χριστίδη

7. Η αρχιτεκτονική της γλώσσας και η αρχαία ελληνική γλώσσα

Φωνή και διάθεση

Πέρα από τον χρόνο, το πρόσωπο, τον αριθμό, η μορφή του ρήματος καταγράφει και άλλες πληροφορίες. Π.χ. όταν ένα ρήμα στο πρώτο πρόσωπο του Ενεστώτα τελειώνει σε -ω, τότε βρίσκεται στην ενεργητική φωνή· όταν ένα ρήμα στο πρώτο πρόσωπο του Ενεστώτα τελειώνει σε -μαι, τότε βρίσκεται στη μεσοπαθητική φωνή. Οι διακρίσεις αυτές έχουν να κάνουν με τη μορφή, με το πώς εμφανίζεται ένα ρήμα. Αλλά εάν δούμε ένα ρήμα από την πλευρά της σημασίας του, τότε το κατατάσσουμε ανάλογα με τη διάθεσή του. Όταν το ρήμα εκφράζει μια πράξη ή διαδικασία που είτε έχει αντικείμενο (π.χ. αγόρασα το βιβλίο) είτε δεν έχει (π.χ. φεύγω, πεθαίνω), λέμε ότι βρίσκεται στην ενεργητική διάθεση. Όταν η πράξη ή η διαδικασία που περιγράφει το ρήμα «επιστρέφει» στο υποκείμενο ή αφορά το υποκείμενο (πλένομαι 'πλένω τον εαυτό μου'· λούζομαι 'λούζω τον εαυτό μου'· χαίρομαι· στενοχωριέμαι), τότε λέμε ότι βρίσκεται στη μέση διάθεση. Η παθητική διάθεση είναι συγγενική με τη μέση φωνή και περιγράφει πράξεις ή δραστηριότητες όχι από την πλευρά του υποκειμένου που ενεργεί αλλά από την πλευρά αυτού που δέχεται την πράξη ή την ενέργεια: Αγόρασα το βιβλίο / Το βιβλίο αγοράστηκε χτες. Η παθητική φωνή   είναι ένας τρόπος για να αλλάξει η εστίαση της πρότασης: από το υποκείμενο που ενεργεί στο αντικείμενο που δέχεται την ενέργεια. Αλλά γιατί χρειάζεται αυτή η αλλαγή της εστίασης; Χρειάζεται για τις ανάγκες του διαλόγου. Παρακολουθήστε τον παρακάτω διάλογο:


«Τί έγινε με το βιβλίο που έλεγες;»
«Το αγόρασα χτες.» / «Αγοράστηκε χτες

Στα νέα ελληνικά δεν χρησιμοποιείται πολύ η παθητική διάθεση στον προφορικό λόγο. Στη θέση της χρησιμοποιούνται συντακτικές κατασκευές όπως η παρακάτω:


Το βιβλίο το αγόρασα χτες,

που κάνουν την ίδια «δουλειά» με την παθητική φωνή: «εστιάζουν» στο αντικείμενο.

Ερώτηση

Ξέρετε άλλο είδος διάθεσης;

Απάντηση

Ναι, υπάρχει και η ουδέτερη διάθεση. Τα ρήματα που σημαίνουν ότι το υποκείμενό τους ούτε ενεργεί, ούτε δέχεται μια ενέργεια από κάποιον άλλον αλλά ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση, βρίσκονται σε ουδέτερη διάθεση: π.χ. κάθομαι, κοιμάμαι, ξεκουράζομαι, πεινάω κλπ.