Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
του Α.-Φ. Χριστίδη
Κείμενα στην ομιλούμενη
Κείμενα στην ομιλούμενη μεσαιωνική και υστερομεσαιωνική γλώσσα. Σε πολλά από αυτά είναι ευδιάκριτη η παρέμβαση της αρχαΐζουσας γλώσσας.
Σκωπτικό τραγούδι για τον αυτοκράτορα Φωκά· αρχές του 7ου αι.
Πάλιν στον καύκον έπιες,
πάλιν τον νουν απώλεκες.
Πάλι βουτήχτηκες στου πιοτού την κούπα, πάλι έχασες τα λογικά σου.
Βασίλειος Διγενής Ακρίτης· 12ος αι. (;)
Είτα περιλαβούσα μου τους πόδας, κατεφίλει
την χείρα μου την δεξιάν ηρέμα φθεγγομένη:
«Ευλογημένος ο πατήρ και μήτηρ η τεκούσα,
και οι μαστοί οι θρέψαντες μητρός ευλογημένης·
τοιούτον γαρ ουδέποτε άλλον άνδρα κατείδον…»
«Πτωχοπρόδρομος»· 2ο μισό του 12ου αι.
Έμαθον τα γραμματικά, πλην μετά κόπου πόσου.
Αφού δε γέγονα κἀγώ γραμματικός τεχνίτης,
επιθυμώ και το ψωμίν και του ψωμιού την μάνναν,
και διά την πείναν την πολλήν και την στενοχωρίαν
υβρίζω τα γραμματικά, λέγω μετά δακρύων:
«Ανάθεμαν τα γράμματα, Χριστέ, και οπού τα θέλει,
ανάθεμαν και τον καιρόν και εκείνην την ημέραν,
καθ' ήν με παρεδώκασιν εις το διδασκαλείον
προς το να μάθω γράμματα, τάχα να ζω απ' εκείνα!»
γέγονα: έγινα | μάνναν: ψίχα, ψίχουλο | προς το να: για να
Χρονικόν του Μορέως· γύρω στα 1300.
Εγώ, αδελφέ, αν εγύρευα να αυξήσω την τιμήν μου,
το πλούτος και την δόξαν μου, πρέπει να με επαινάτε,
διά το πρέπει τον άνθρωπον όπου άρματα βαστάζει
ν' αυξαίνει γαρ το πλούτος του, ομοίως και την τιμήν του,
μόνον να μη ένι άδικον, να επαίρνει συγγενών του
και να ακληρά την σάρκαν του, τους σαρκικούς του φίλους.
Πάντως εγώ είμαι πρίγκιπας, ένας μικρός στρατιώτης,
κι ουδέν με εβλέπεις ότι έδραμα απάνω εις συγγενήν μου
ούτε εις φτωχόν μου γείτοναν να επάρω το εδικόν του·
αλλά έδραμα εις βασιλέαν, όπου ένι αφέντης μέγας,
οπού έχει κράτος κι αφεντίαν μεγάλην εις τον κόσμον
κι ένι εις αντρεία εξάκουστος απάνω εις τους στρατιώτες,
κι ένι τιμή μου κι έπαινος να πιάνομαι μετ' αύτον,
διατί ένι εκείνος βασιλέας κι εγώ μικρός στρατιώτης.
ένι: είναι | ακληρά: στερεί κληρονομικά εδάφη | ουδέν: δεν | έδραμα απάνω: επιτέθηκα εναντίον | αφεντίαν: εξουσία, κυριαρχία | πιάνομαι μετ': πολεμώ με
Σταφίδας· τέλη του 14ου αι.
Εις οδύνην οφθαλμών: έπαρον στρύχνον (τό λέγουσίν τινες βρωμοβότανον, οπού ποιεί ωσάν σταφύλια μικρά μαυρούτσικα, λέγουν το και μαυρόχορτον), κοπάνισον τούτον, θέλεις τα κουκκία του, θέλεις τα φύλλα του, και εις τον ζωμόν τούτου βάλε άλας τριμμένον και άλειφε το μέτωπον.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής υπογράφει συνθήκη με τους Γενοβέζους της Πόλης· 1456
Εγώ, ο μέγας αυθέντης και μέγας αμιράς σουλτάνος ο Μεχμέτ μπέης, ο υιός του μεγάλου αυθέντου και μεγάλου αμιρά σουλτάνου του Μουράτ μπέη, ομνύω εις τον Θεόν του ουρανού και της γης και εις τον μέγαν ημών προφήτην τον Μωάμεθ και εις τα επτά μουσάφια οπου έχομεν και ομολογούμεν…
μουσάφια: αντίγραφα του Κορανίου
Ερωτικό τραγούδι· 15ος αι.
Τριαντακλωνοκυπάρισσε με τους χρυσούς τους κλώνους
και με τα φύλλα τα πλατιά, με τον πολύν τον ίσκιον,
και τον αέρα τον γλυκύν, με την πολλήν δροσίαν,
περιβολίτσιν έμορφον τα ρόδα φυτεμένον,
γλυκομηλέα μου κόκκινη, τα μήλα φορτωμένη,
απόκλινε την νιότην σου να γείρω στην ισκιά σου,
να δροσιστώ στον ίσκιο σου και εις το κατάψυχό σου.
Ο βασιλιάς της Κύπρου Ιάκωβος Β' Λουζινιάν δωρίζει υπηρέτη· 1468
Ακριβοί και ηγαπημένοι μας, πολλομούμεν σας να ηξεύρετε ως ότι εχαρίσαμεν του Γεωργίου του τσαμπερλάνου, του δουλευτή μας, το κοπέλλιν το έχει εις την δούλεψίν του από το χωρίον μας της Θεμούρφου, ονόματι Φίλιππο Θοδόση Βεντούρη. Διά τούτον μηνούμεν και ορίζομέν σας να μηδέν του δώσετε τίποτες πατσίασμαν διά τον αυτόν κόπελλον.
πολλομούμεν σας: σας καθιστούμε, σας κάνουμε | ως ότι: ότι | τσαμπερλάνου: θαλαμηπόλου, αυλικού αξιωματούχου | το κοπέλλιν: τον υπηρέτη | πατσίασμαν: δουλική, υπηρετική υποχρέωση | κόπελλον: νεαρό
Ιωαννίκιος Καρτάνος. Η διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας· 1536
Και παρευθύς εσκίσθη η θάλασσα εις δύο και έγινε στράτα εις την μέσην, και τα νερά εμαζώχθησαν από την μίαν μερίαν και από την άλλην και έγιναν σαν πύργος, και τότες οι υιοί του Ισραήλ απέρασαν από την μέσην της θαλάσσου, οπού καν τα παπούτσια τους δεν εβράχησαν. Και όταν εξημέρωσε, ηβλέπει ο φαραός ότι αυτείνοι απέρασαν και σεβαίνει αυτός μέσα εις την θάλασσαν, και το πρωί ο Θεός έστειλε ένα γνέφος απάνω εις τον φαραόν και έκαμε και υπήγαν οι ρόδες του αμαξίου του εις ένα χάος της θαλάσσου.
οπού καν: έτσι που ούτε | φαραός: φαραώ | αυτείνοι: αυτοί | σεβαίνει: μπαίνει | γνέφος: σύννεφο
Γεώργιος Αιτωλός. Το τζιτζίκι και τα μυρμήγκια· 16ος αι.
Καιρός χειμώνος ήτονε και τζίντζιρας υπάγει
εις τόπον που 'ταν μύρμηγκες κι εζήτα τους να φάγει.
Τότε εκείνοι είπασι: «Τώρα ζητάς φαγία
και περπατείς, ταλαίπωρε, και έχεις λαιμαργία;
Γιατί στου θέρους τον καιρόν δεν έκαμες δουλεία
και να συνάζεις περισσά, να 'χεις πολλά φαγία;»
Λέγει τους: «Δεν αδείαζα, ουδ' έκαμα λωλία,
αμ' ετραγούδουν έμορφα με έμνοστην λαλία.»
Οι μύρμηκες τον είπασι τον τζίντζιρα με γέλος:
«Τζίντζιρα, τι σε έκαμε το εύκαιρον το μέλος;
Το καλοκαίρι επειδή έψαλλες, ωσάν λέγεις,
εις τον χειμώνα χόρευε, τα πάθη σου να κλαίγεις.»
τζίντζιρας: τζίτζικας | είπασι: είπαν | περισσά: πολλά | λωλία: ανοησία, βλακία | έμνοστην: ωραία | γέλος: γέλιο | το εύκαιρον το μέλος: το μάταιο τραγούδι