Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
του Α.-Φ. Χριστίδη
Πνεύματα και τόνοι
Έχουμε μιλήσει για τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα, καθώς και για το γεγονός ότι ο τονισμός των λέξεων στα αρχαία ελληνικά δεν ήταν δυναμικός (κάτι που συμβαίνει όταν μια συλλαβή προφέρεται με μεγαλύτερη ένταση) αλλά μουσικός (δηλαδή η τονιζόμενη συλλαβή προφέρεται σε υψηλότερη μουσική νότα). Η διάκριση ανάμεσα σε μακρά και βραχέα φωνήεντα άρχισε να εξαφανίζεται στους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες, οπότε άρχισε να υποχωρεί και ο μουσικός τονισμός υπέρ του δυναμικού. Οι αλλαγές αυτές έγιναν βαθμιαία και με διαφορετικούς ρυθμούς σε διαφορετικές διαλέκτους ή σε διαφορετικές περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου.
Έχουμε αναφερθεί επίσης στο γεγονός ότι στα αρχαία ελληνικά υπήρχε και ένα σύμφωνο που προφερόταν , όπως περίπου προφέρεται το πρώτο σύμφωνο του αγγλικού ρήματος have 'έχω'. Αυτός ο φθόγγος χάθηκε στις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής, σε άλλες (όπως η λεσβιακή) πολύ νωρίς, σε άλλες (όπως η αττική) αργότερα.
Όταν οι αλλαγές αυτές στη γλώσσα είχαν πια επικρατήσει, οι αναγνώστες αρχαίων κειμένων, αλλά και οι δάσκαλοι και οι μαθητές που μελετούσαν τον Όμηρο, τη Σαπφώ ή τον Σοφοκλή τους, αντιμετώπιζαν συχνά μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθειά τους να αναγνωρίσουν λέξεις που δεν προφέρονταν πια με τον αρχαίο τρόπο. Ένας αναγνώστης, και πολύ περισσότερο ένας μαθητής, θα ήθελε πολύ να ξέρει ποια ακριβώς λέξη ήταν ένα σκέτο «Η» που έβλεπε στο κείμενό του: Ήταν το θηλυκό άρθρο (που προφερόταν την εποχή του, αλλά ήταν στα αττικά και στη Σαπφώ), ο διαχωριστικός σύνδεσμος (= ), η θηλυκή αντωνυμία (= στα αττικά, αλλά στη Σαπφώ), ή μήπως ήταν το επίρρημα που σημαίνει 'πραγματικά' (= );
Έτσι, έπρεπε να βρεθεί ένα σύστημα που θα προσδιόριζε την αρχαία προσωδία, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο προφερόταν στα αρχαϊκά και στα κλασικά χρόνια ένα φωνήεν ως προς το μάκρος του, ως προς το ανέβασμα, το κατέβασμα ή το ανεβοκατέβασμα της φωνής κατά τη διάρκεια της προφοράς του, και ως προς την ύπαρξη ή όχι του φθόγγου πριν από αυτό. Για όλους αυτούς τους λόγους οι φιλόλογοι (οι «γραμματικοί», όπως λέγονταν) της ελληνιστικής εποχής επινόησαν σημάδια για να δηλώνεται η προσωδία των φωνηέντων. Αρχικά τα σημάδια αυτά χρησιμοποιούνταν μόνο εκεί όπου πραγματικά χρειάζονταν, δηλαδή όπου υπήρχε κάποιο πρόβλημα, όπως στο «Η» παραπάνω. Αργότερα, γύρω στον 9ο αιώνα μ.Χ., και όταν πια τα κείμενα δεν γράφονται με κεφαλαία γράμματα, η χρήση των σημαδιών αυτών γενικεύεται, και έτσι δημιουργείται το πολυτονικό σύστημα με το οποίο τυπώνονται ακόμη και σήμερα τα αρχαία κείμενα.
Τα σημάδια των αρχαίων φιλολόγων ήταν τα ακόλουθα:
΄ = η προσωδία του φωνήεντος είναι οξεία, δηλαδή η φωνή ανεβαίνει, γίνεται οξύτερη: έ = · αν το φωνήεν είναι μακρό, ο τόνος ανεβαίνει στο δεύτερο μισό του: ή = , ώ = , μακρό ά = .
̀ = η προσωδία του φωνήεντος είναι βαρεία, δηλαδή η φωνή βρίσκεται χαμηλά: μάθὴμὰ = . Η βαρεία γράφεται μόνο όταν αντικαθιστά την οξεία της λήγουσας για να δείξει ότι δεν ακολουθεί κάποιο σημείο στίξης: πολλὴ τιμή· = .
῀ = η προσωδία του φωνήεντος είναι περισπωμένη, δηλαδή 'σπασμένη', και η φωνή στην αρχή ανεβαίνει και στη συνέχεια κατεβαίνει· γι' αυτό και αρχικά το σχήμα αυτού του σημαδιού ήταν ^. Επειδή χρειάζεται χρόνος για ένα τέτοιο ανεβοκατέβασμα της φωνής, περισπωμένη μπορεί να έχουν μόνο τα μακρά φωνήεντα και οι δίφθογγοι, όπου ο τόνος ανεβαίνει στο πρώτο μισό τους και κατεβαίνει στο δεύτερο: ῶ = , ῆ = , αῖ = .
῾ = η προσωδία του φωνήεντος είναι δασεία, δηλαδή 'τραχιά', επειδή υπάρχει ο φθόγγος πριν από το φωνήεν: ὁ = , Ἑλλάς = λατινικά Hellas. Το αρχικό σχήμα του σημαδιού ήταν , δηλαδή μισό Η. Αργότερα απλοποιήθηκε σε ˻, και ακόμη αργότερα σε ῾.
᾿ = η προσωδία του φωνήεντος είναι ψιλή, δηλαδή 'γυμνή', χωρίς τον φθόγγο : ὀ = (το αρσενικό άρθρο στη Σαπφώ), ἀλλά = (προσέξτε ότι προφέρονται δύο λάμδα). Τα σχήματα του σημαδιού ήταν όπως αυτά της δασείας αλλά σε αντίστροφη φορά.
Φυσικά, τα σημάδια χρησιμοποιούνται και σε συνδυασμούς, π.χ. ὧδε 'έτσι' . Μια από τις χρησιμότητές τους σήμερα είναι και η δυνατότητα που μας παρέχουν να διακρίνουμε λέξεις που στην αρχαία εποχή προφέρονταν διαφορετικά αλλά σήμερα έχουν καταλήξει να είναι τελείως ομόφωνες, όπως το «Η» που μας απασχόλησε παραπάνω: ἡ, ἤ, ἥ, ἦ. Θυμηθείτε όσα είπαμε και για το ΦΩΣ: = φώς ή φῶς; (Αν το ξεχάσατε, ρίξτε μια ματιά στο 2.1.3.)