Τα Αρχαιόθεμα του Ελύτη
της Στεφανίας Μποτέλη
Εισαγωγή
Η σχέση του Οδυσσέα Ελύτη με τον αρχαίο κόσμο γενικότερα και τη μυθολογία ειδικότερα είναι μια σχέση δυναμική, με την έννοια ότι ο ποιητής ενσωματώνει στο ποιητικό του έργο στοιχεία από τον μύθο και την αρχαιότητα, έτσι ώστε να δημιουργήσει τη δική του «προσωπική» μυθολογία, που αποτελεί σύνθεση διαφορετικών παραδόσεων και ποικίλων διακειμενικών σχέσεων[5]. Κατά συνέπεια, τα ποιήματά του δεν ταυτίζονται απόλυτα με το αρχαιοελληνικό πρότυπο[6], αλλά το επανασημασιολογούν, συμβάλλοντας στη δημιουργία «του σύγχρονου ελληνικού μύθου» του Ελύτη.
Άλλωστε, ο Οδυσσέας Ελύτης επέκρινε τη συνηθισμένη πρακτική των παλαιότερων αλλά και σύγχρονών του ποιητών να αντλούν μοτίβα και θεματικό υλικό από το παρελθόν ή από αρχαίες λογοτεχνικές πηγές[7] (Ιακώβ, 2000: 124). Μάλιστα θεωρεί αδυναμία του ποιητή να «προστρέχει στα μεγέθη» των μύθων[8] (Χατζηγιακουμή, 2004: 51). Ωστόσο, ιδιαίτερα μετά τις πρώτες συλλογές του (Προσανατολισμοί και Ήλιος ο πρώτος), οι μυθικές και αρχαιογνωστικές αναφορές στο έργο του πληθαίνουν σημαντικά. Ανοίγεται, κατά συνέπεια, ένα πεδίο έρευνας για τους μελετητές του έργου του αναφορικά με το πώς χρησιμοποιεί ο ποιητής τα μυθικά στοιχεία και τα αρχαία κείμενα και ποια είναι η λειτουργία που αυτά επιτελούν στα ποιήματά του.
Στα Ανοιχτά Χαρτιά, το κατεξοχήν έργο ποιητικής του Οδυσσέα Ελύτη, δεν συναντάμε κανέναν υπαινιγμό άμεσο ή πλάγιο για το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον μύθο. Βέβαια, ήδη στα 1962 κάνει λόγο στην εφημερίδα Πανσπουδαστική για «νεοελληνικό μύθο», ενώ στα 1975 στην εφημερίδα Καθημερινή αναφέρεται στον «νέο ελληνικό μύθο». Περισσότερο αποκαλυπτικός σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα, σε συνέντευξη[9] που παραχώρησε στον Ivan Ivask (Αθήνα, 27 Μαρτίου 1975) δήλωσε ότι ποτέ δεν χρησιμοποίησε αρχαίους μύθους με συγκεκριμένο τρόπο. Όταν η συζήτηση επικεντρώθηκε στον ρόλο που παίζει η αρχαία μυθολογία σε ποιητές όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Άγγελος Σικελιανός, τόνισε ότι ο ίδιος αναγνωρίζει το γεγονός ότι παρόμοια θεματογραφία βοηθά «να γίνεται πιο προσιτός στους ξένους» ένας Έλληνας [ποιητής], ο οποίος «με τη βοήθεια μυθικών μορφών μπορεί να σχολιάσει σύγχρονα γεγονότα». Εξηγεί ακόμη: «Εφόσον πρώτιστη έγνοια ήτανε να βρω τις πηγές του νεοελληνικού κόσμου, κράτησα τον μηχανισμό της μυθογένεσης αλλά όχι τις μορφές της μυθολογίας». Στην ίδια συνέντευξη αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί ο ίδιος τον μύθο. Αναφερόμενος σε παραδείγματα-ποιήματα όπου έθεσε σε λειτουργία τον μηχανισμό της μυθογένεσης («Σώμα του καλοκαιριού», «Πορτοκαλένια», «Τρελή ροδιά»), ουσιαστικά επικαλείται τον «μηχανισμό της προσωποποίησης», απορρίπτοντας τις κληρονομημένες μορφές της κλασικής μυθολογίας (Vitti, 1991: 164 & Ivask, 2011: 119). Με τον μηχανισμό προσωποποίησης αφηρημένων ιδεών, όπως τονίζει, οι ιδέες του μετατρέπονται σε αναγνωρίσιμες μορφές (Ivask, 2011: 120).[10]
Σε σχέση με τα παραπάνω, σε επιστολή του προς τον Αντώνη Δεκαβάλλε[11] (26-11-1953) ο Οδυσσέας Ελύτης σημειώνει ότι στην ποίηση, για να περάσει στην «απρόσωπη έκφραση μιας διαφορετικής ομορφιάς» που να ανταποκρίνεται στην ομορφιά της εποχής μας, τον βοήθησε «όχι πια ο αρχαίος μύθος αλλά η μελέτη του εσωτερικού του μηχανισμού». Έτσι, δεν στηρίζεται στα σύμβολα των αρχαίων μύθων αλλά στην «εσωτερική λειτουργία» που προκάλεσε τη γέννηση των μύθων αυτών.
Σύμφωνα με τον Ιακώβ Δανιήλ,[12] μια ποίηση όπως αυτή του Οδυσσέα Ελύτη, που προσπαθεί να «εμβαθύνει το ασήμαντο» και να εκμαιεύσει από το καθημερινό το πραγματικό του νόημα, είναι φυσικό να αποφεύγει συνειδητά την εκμετάλλευση στοιχείων από την αρχαία ελληνική γραμματεία και μυθολογία. Πιο συγκεκριμένα, ο Οδυσσέας Ελύτης δημιουργεί μια προσωπική μυθολογία, προσανατολισμένη στη φύση και τα φυσικά στοιχεία, η οποία τον διαφοροποιεί από τους άλλους μείζονες νεοέλληνες ποιητές, όπως ο Άγγελος Σικελιανός και ο Γιώργος Σεφέρης (Ιακώβ, 2000: 20-22). Η προσφυγή στη φύση δείχνει την ανάγκη του ποιητή να βιώσει στη διάρκεια τους αισθήσεις και εμπειρίες που να μην υπόκεινται στην παροδικότητα και τη φθορά του χρόνου (Vitti, 1997: 599 & Ιωάννου, 1991: 180). Ο Ελύτης, δηλαδή, προσωποποιεί αισθήσεις, αισθήματα, ιδιότητες, αρετές και έννοιες, προβάλλοντάς τα μέσα στη φύση, όπως προσωποποιεί και τα ίδια τα στοιχεία της φύσης με τον τρόπο που λειτουργεί η αρχαία μυθολογία (Ιωάννου, 1991: 180).[13]
Πέρα όμως από τον μηχανισμό της προσωποποίησης, που σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη αποτελεί τον δικό του μηχανισμό μυθογένεσης, εντοπίζουμε στα ποιήματά του διάσπαρτα μυθολογικά και ιστορικά στοιχεία, που «εμφυτεύονται» στις ποιητικές του συνθέσεις, προκειμένου να συν-οικοδομήσουν τον δικό του προσωπικό μύθο, τον νεοελληνικό μύθο, τον ελυτικό μύθο.
Βέβαια, οι δύο πρώτες συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη (Προσανατολισμοί και Ήλιος ο πρώτος) δεν περιέχουν αρχαιογνωστικές ή μυθολογικές αναφορές (Ιακώβ, 2000: 128), γιατί ο ποιητής συνειδητά επιχείρησε να αποφύγει το θέμα βάζοντας στη θέση του την απρόσωπη έννοια της ποίησης. Στις επόμενες, όμως, ποιητικές συλλογές, όπως το Άξιον Εστί,[14] Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά, τα Ετεροθαλή, η Μαρία Νεφέλη, τα Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, η παρουσία τέτοιων αναφορών γίνεται ιδιαίτερα αισθητή. Ειδικότερα για το Άξιον Εστί, ο Κίμων Φράιερ (1978: 49) αναφέρεται στη δημιουργία μιας νεοελληνικής μυθολογίας «από το τοπίο και τα ήθη, από την ιστορική συνείδηση της ελευθερίας, από τα μυστικά της ελληνικής γλώσσας, από τη βυζαντινή υμνολογία και τη λειτουργία της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας με τις επιβιώσεις της των διονυσιακών και ελευσίνιων στοιχείων και πάνω απ' όλα από τη θάλασσα, τον ουρανό, τους βράχους και τον ασβέστη του σημερινού τοπίου του Αιγαίου».
Σύμφωνα με τους μελετητές, η εναργέστερη ενασχόληση του Οδυσσέα Ελύτη με την αρχαία ελληνική γραμματεία οφείλεται στην επιθυμία του να αποδείξει την ενότητα του ελληνικού πολιτισμού και της παράδοσης μέσω της γλώσσας, καθώς και το αδιάσπαστο της ελληνικής λογοτεχνίας από τον Όμηρο έως τη σύγχρονή του εποχή. Επιπλέον, αυτό που έλκει τον Οδυσσέα Ελύτη προς την αρχαία ελληνική γραμματεία είναι και η ιδεολογική και καλλιτεχνική συγγένεια που νιώθει προς τους αρχαίους δημιουργούς, κυρίως τον Όμηρο, τους λυρικούς ποιητές και τους προσωκρατικούς φιλοσόφους (Ιακώβ, 2000: 126 & Χατζηγιακουμή, 2004: 64).
Κατηγορίες ποιημάτων
Ειδικότερα, η διάκριση των ποιημάτων του Οδυσσέα Ελύτη όπου εντοπίζουμε μυθικό και γενικότερα αρχαιογνωστικό υλικό μπορεί να γίνει με βάση τις παρακάτω τρεις κατηγορίες:
- Ποιήματα αρχαιόμυθα, που εμπεριέχουν στοιχεία από τη μυθολογία, συνδιαμορφώνοντας μαζί με στοιχεία από άλλες παραδόσεις το ποιητικό σύμπαν του Οδυσσέα Ελύτη. Τα ποιήματα αυτά εμπεριέχουν μύθους ή αναφορές σε μυθικά πρόσωπα, κυρίως από τον Τρωικό κύκλο. Ενδεικτικά τέτοια ποιήματα είναι η «Ελένη» (Προσανατολισμοί), ο «Αγαμέμνων» (Τα ρω του έρωτα), «Η Οδύσσεια» (Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά), τα ποιήματα «Electra bar», «Ο Τρωικός πόλεμος» και «Η Ελένη» (Μαρία Νεφέλη), «Προς Τροίαν» (Δυτικά της λύπης), το «Αιώνος είδωλον» (Τα ετεροθαλή). Επιπλέον, κάποια άλλα ποιήματα αναφέρονται σε μύθους σχετικούς με τη δημιουργία νησιών και σε μυθικούς αστερισμούς, καθώς και σε μυθικά πρόσωπα που συνδέονται με τη φύση («Δήλος», «Η Αιγηίς», «Παρασκευή, 10 β΄» από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, «Διόνυσος», «Ύμνος στη Μαρία Νεφέλη», «Μελαγχολία του Αιγαίου»).
Αναμφισβήτητα, η συναγωγή του μυθικού υλικού και η ένταξή του στο ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη δεν ανατρέπει τη βασική θέση του ποιητή ότι ποτέ δεν χρησιμοποίησε αρχαίους μύθους με τον συνηθισμένο τρόπο (Ιακώβ, 2000: 69).
- Ποιήματα αρχαιογνωστικά, που αποκαλύπτουν τον διάλογο του ποιητή με αρχαία κείμενα και όπου μπορεί να γίνεται ονομαστική αναφορά των αρχαίων δημιουργών τους ή των έργων τους ή να παρατίθενται αυτούσια ή ελαφρώς παραλλαγμένα χωρία τους (διακειμενικότητα). Η παράθεση των χωρίων, αυτούσιων ή παραλλαγμένων, στοχεύει από τη μια μεριά στο να αποδείξει την εκφραστική εμβέλεια και αποτελεσματικότητα της αρχαίας διατύπωσης, και από την άλλη στο να κινητοποιήσει την εγρήγορση του αναγνώστη μέσω της «παράξενης» εντύπωσης που προκαλεί η παρέμβαση του αρχαίου ελληνικού λόγου στον νεοελληνικό. Βέβαια, τις περισσότερες φορές αυτά τα μικρής έκτασης χωρία ενοφθαλμίζονται στα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη και υποτάσσονται στον ειρμό τους. Έτσι, ο εντοπισμός τους δεν προσφέρει ταυτόχρονα και το ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση του ποιήματος (Ιακώβ, 2000:69 & 123-127).
Αναμφίβολα όμως, ποιήματα με αρχαιογνωστικό υπόβαθρο φανερώνουν τον διάλογο του ποιητή με αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, ποιητές και ιστορικούς[15] (Όμηρος, Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής, Πλωτίνος, Πυθαγόρας, Αριστοφάνης, Πλούταρχος, τρεις τραγικοί, Αρχίλοχος, Αλκαίος, Σαπφώ, Ίβυκος), καθώς και τη συμβολή τους στην προσωπική του δημιουργία. Χαρακτηριστικά, τέτοια ποιήματα είναι: «Παλίντροπον», «Περί Πολιτείας» (Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά), «Έρως και ψυχή» (Τα ελεγεία της Oξώπετρας), «Κεραυνός οιακίζει», «Η παρθενογένεση» (Μαρία Νεφέλη), «Της Εφέσου» (Δυτικά της λύπης), «Της Σελήνης της Μυτιλήνης» (Τα ετεροθαλή), «Τρινάκρια» (Εκ του πλησίον).
- Ποιήματα αρχαιολογικά, που αναφέρονται σε αρχαία μνημεία των οποίων η ενατένιση αποτέλεσε την αφόρμηση για ποιητική δημιουργία. Ο Οδυσσέας Ελύτης δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στα αρχαιολογικά ευρήματα που θυμίζουν τον κατεστραμμένο πολιτισμό της Κρήτης και της Σαντορίνης και τα οποία αποκτούν στην ποίησή του τη συμβολική αξία του παραδείσου που έχει πια χαθεί (Σταυροπούλου, 2000:115). Ενδεικτικά, τέτοια ποιήματα είναι: «Μορφή της Βοιωτίας» (Προσανατολισμοί), «Η τοιχογραφία» (Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά), «Μυρίσαι το άριστον XVII» (Ο μικρός ναυτίλος).
Γενικά, όλα τα παραπάνω ποιήματα είναι ενδεικτικά του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η μυθική μέθοδος και η αρχαιογνωσία στην ποίηση του Ελύτη. Ουσιαστικά, παρατηρούμε ότι τόσο η μυθική μέθοδος όσο και η αρχαιογνωσία στον Ελύτη συμβάλλουν στη δημιουργία του δικού του ποιητικού μύθου, «του σύγχρονου ελληνικού μύθου», που δομείται από βιώματα με ηθικές προεκτάσεις, αντιπαραβάλλοντας στα αρνητικά βιώματα της Ιστορίας μια νέα τάξη πραγμάτων, άφθαρτη και αναλλοίωτη, που βασίζεται στη δικαιοσύνη και στην Ποίηση, καθώς, σύμφωνα με τον ποιητή: «Κοιμάται πιο βαθιά κείνος που έχει περιβραχεί απ' την Ιστορία / Μπρος μ' ένα σπίρτο ας την ανάψεις σαν οινόπνευμα / Ποίηση μόνον είναι / Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία / Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι / Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη» («Ως Ενδυμίων», Δυτικά της λύπης).
Βιβλιογραφία
Ελύτης, Ο. 1979. «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο». Εν Λευκώ. Αθήνα: Ύψιλον.
Ελύτης, Ο. 1996. Ανοιχτά χαρτιά. Αθήνα: Ίκαρος.
Ελύτης, Ο. [2002] 2005. Ποίηση. Αθήνα: Ίκαρος
Ιακώβ, Δ. 2000. Η αρχαιογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη και άλλες νεοελληνικές δοκιμές. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
Ιωάννου, Γ. 1991. Οδυσσέας Ελύτης: Από τις καταβολές του Υπερρεαλισμού στις εκβολές του μύθου. Αθήνα: Καστανιώτης.
Ivask, I. 2011. «Αναλογίες φωτός». Στο Οδυσσέας Ελύτης. Συν τοις άλλοις. 37 συνεντεύξεις. Επιμ. Ι. Ηλιοπούλου. Αθήνα: Ύψιλον. 111-129.
Σταυροπούλου, Έ. 1997. «Οδ. Ελύτης-Αντώνης Δεκαβάλλες: Αλληλογραφία 1953-1993». Θέματα Λογοτεχνίας 7: 39.
Σταυροπούλου, Έ. 2000. «Η "Ωδή στη Σαντορίνη" και η ανάπτυξη ενός συμβόλου στην ποίηση του Ελύτη». Στο Οδυσσέας Ελύτης. Ο ποιητής και οι ελληνικές πολιτισμικές αξίες. Πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου στην Κω (Κως, 25-29 Ιουνίου 1994). Επιμ. Ε. Καψωμένος. Αθήνα: Γκοβόστης. 101-118.
Vitti, M. [1984] 1991. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, Κριτική μελέτη. Αθήνα: Ερμής.
Vitti, M. 1997. «"Ο σύγχρονος ελληνικός μύθος" του Οδυσσέα Ελύτη». Νέα Εστία 1674-1675: 597-599.
Φράϊερ, Κ. 1978. Άξιον εστί το τίμημα. Εισαγωγή στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Μτφρ. Νάσος Βαγενάς. Αθήνα: Κέδρος.
Χατζηγιακουμή, Μ. 2004. «Η υπέρβαση» της ιστορίας στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα.
5 Στον Μικρό ναυτίλο και συγκεκριμένα στην ενότητα «Όττω τις έραται» [Ο ταξιδιωτικός σάκος] ο Οδυσσέας Ελύτης κάνει μια καταγραφή των διακειμενικών νημάτων που εμπλέκονται στην ποίησή του. Ανάμεσα στις εγγραφές του είναι ο Όμηρος, ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ, ο Ηράκλειτος, ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής.
6 Σύμφωνα με τους όρους του Δ. Μαρωνίτη (Αυγή, 22 Ιουνίου 2010), ταυτοσημία αναγνωρίζεται εκεί όπου το νεοελληνικό ποίημα σέβεται απολύτως το αρχαιοελληνικό πρότυπο, ενώ ετεροσημία προκύπτει όταν το νεοελληνικό ποίημα επανασημασιολογεί και, ώς ένα σημείο, ενίοτε και ανατρέπει το αρχαιοελληνικό πρότυπο.
7 Βλ. σχετικά και Ελύτης, Ο. 1979. «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο». Εν Λευκώ. Αθήνα: Ύψιλον. Ειδικότερα, σ. 144.
8 Χατζηγιακουμή, Μ. 2004. «Η υπέρβαση» της ιστορίας στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα.
9 Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε αγγλικά στο περιοδικό Books Abroad (Νόρμαν, Οκλαχόμα, Φθινόπωρο 1975) και αργότερα στο βιβλίο Analogies of Light (Νόρμαν, Οκλαχόμα, 1981), ενώ στα ελληνικά, σε απόδοση Στέφανου Μπεκατώρου, στο περιοδικό Το Δέντρο, τχ. 4, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1978.
10 Ivask, I. 2011. «Αναλογίες φωτός». Στο Οδυσσέας Ελύτης. Συν τοις άλλοις. 37 συνεντεύξεις, επιμ. Ι. Ηλιοπούλου Αθήνα: Ύψιλον. 116-129.
11 Σταυροπούλου, Έ. 1997. «Οδ.Ελύτης-Αντώνης Δεκαβάλλες: Αλληλογραφία 1953-1993». Θέματα Λογοτεχνίας 7: 39.
12 Ιακώβ, Δ. 2000. Η αρχαιογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη και άλλες νεοελληνικές δοκιμές. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
13 Ιωάννου, Γ. 1991. Οδυσσέας Ελύτης: Από τις καταβολές του Υπερρεαλισμού στις εκβολές του μύθου. Αθήνα: Καστανιώτης.
14 Ο Οδυσσέας Ελύτης χρησιμοποιεί μυθικά στοιχεία, τα οποία συνδιαμορφώνουν μαζί με στοιχεία από άλλες ιστορικές περιόδους και παραδόσεις τη μυθολογία του Άξιον εστί. Ειδικά στο «Δοξαστικόν», ο ποιητής κωδικοποιεί όσα είναι άξια να χωρέσουν στον περίβολο του μύθου του (Vitti, 1991: 238).
15 Σύμφωνα με τον Δανιήλ Ιακώβ (2000: 75), οι συχνότερες ονομαστικές αναφορές και παραθέσεις χωρίων προέρχονται από τον Ηράκλειτο, τον Όμηρο, τον Πλάτωνα και τη Σαπφώ και συνιστούν το 50% του συνόλου των αναφορών σε 28 συγγραφείς. Κυρίαρχη θέση κατέχει η Σαπφώ.