Gap-filling questions/items

*Ερωτήσεις συμπλήρωσης. Κασσωτάκης 200110:168.

Ερωτήσεις συμπλήρωσης κενού. Δημητρόπουλος 20012:145.

Οι ερωτήσεις συμπλήρωσης, που στο Δημητρόπουλο (20057:428) απαντώνται και ως «completion items», αποτελούν έναν από τους πιο κοινούς τύπους ερωτήσεων, κυρίως σε μια γλωσσική εξέταση. Ονομάστηκαν έτσι επειδή απαιτούν από τον υποψήφιο να συμπληρώσει τα κενά ενός κειμένου ή μιας σειράς προτάσεων με μία λέξη ή φράση.

Το οικουμενικό χαρακτηριστικό των γλωσσών (δηλαδή η ιδιότητα που συναντάμε σε όλες τις φυσικές γλώσσες στον κόσμο) που επιτρέπει την ύπαρξη των ερωτήσεων, και συνεπώς των δοκιμασιών, συμπλήρωσης είναι ο «πλεονασμός» (redundancy). Πλεονασμός ονομάζεται η επανάληψη μιας πληροφορίας στο λόγο, δηλαδή η έλλειψη της μέγιστης δυνατής «οικονομίας» κατά την επικοινωνία. Αν, όταν επικοινωνούμε μέσω μιας φυσικής γλώσσας, κάθε πληροφορία εμφανιζόταν μία και μόνο μία φορά, θα ήταν αδύνατο να συμπληρωθεί ή να αποκατασταθεί ένα κείμενο από το οποίο θα έλειπαν λέξεις.

Οι ερωτήσεις συμπλήρωσης είναι μια υποκατηγορία των κλειστών ερωτήσεων, η οποία με τη σειρά της περιλαμβάνει δύο υποκατηγορίες: τη συμπλήρωση μέσω επιλογής (που μοιάζει με τις ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής) και τη συμπλήρωση κενών (Cloze test items).

Οι δοκιμασίες που περιλαμβάνουν ερωτήσεις συμπλήρωσης είναι συνήθως μικρής έκτασης. Ένα δεύτερο πλεονέκτημά τους αποτελεί το γεγονός πως η βαθμολόγηση είναι αξιόπιστη, όταν έχουν ήδη κατασκευαστεί οι λύσεις των ερωτήσεων (answer key) (Hughes 2003:81). Ακόμα, η βαθμολόγηση είναι γρήγορη και οικονομική, ενώ και οι ίδιοι οι εξεταζόμενοι χρειάζονται λιγότερο χρόνο σε σύγκριση με άλλες δοκιμασίες (π.χ. σύντομης ή ελεύθερης απάντησης) για να απαντήσουν στα ερωτήματα. Τέταρτο πλεονέκτημα αυτού του τύπου ερωτήσεων θεωρείται το γεγονός ότι στην υποκατηγορία της συμπλήρωσης βάσει συμφραζομένων αποκλείεται ο παράγοντας της τύχης, δηλαδή δεν είναι δυνατό ο εξεταζόμενος να μαντέψει ή να βρει στην τύχη (blind guessing) τη σωστή απάντηση.

Είναι, ωστόσο, σημαντικό να δίνονται συγκεκριμένες και σαφείς οδηγίες προς τους υποψηφίους, διευκρινίζοντας αν σε κάθε κενό πρέπει να βάλουν μία μόνο λέξη ή και περισσότερες, ενώ εξίσου απαραίτητο είναι να διασαφηνίζεται αν εκθλίψεις όπως «απ' τον», «εφ' όλης», κτλ. αποτελούν μία ή δύο λέξεις (Hughes 2003:80). Σημαντικό, επίσης, είναι τα κενά να είναι ομοιόμορφα ως προς την έκταση, γιατί αλλιώς οι υποψήφιοι ενδέχεται να επιλέξουν τις απαντήσεις με γνώμονα την έκταση της λέξης και την έκταση του κενού (Brown 1996:59). Τέλος, ορισμένοι συμβουλεύουν τα κενά να βρίσκονται κυρίως μετά το μέσο της πρότασης, ώστε να μπορούν οι υποψήφιοι να βρουν την πληροφορία που τους επιτρέπει να δώσουν την απάντηση πριν φτάσουν στο κενό (Δημητρόπουλος 20012:146-147).

Το μόνο ουσιαστικό μειονέκτημα είναι το γεγονός πως οι ερωτήσεις αυτές εξετάζουν ταυτόχρονα τις μακροδεξιότητες ανάγνωσης (reading skills) και γραφής (writing skills), κάτι που μειώνει την εγκυρότητά τους (Brown 2004:201).

Βιβλιογραφία

  • Δημητρόπουλος Ε. (20012). Εκπαιδευτική Αξιολόγηση. Η Αξιολόγηση του Μαθητή. Θεωρία-Πράξη-Προβλήματα. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.

  • Δημητρόπουλος Ε. (20057). Η εκπαιδευτική αξιολόγηση: Η αξιολόγηση του μαθητή. Μέρος Δεύτερο. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
  • Κασσωτάκης Μ. (200110). Η Αξιολόγηση της επιδόσεως των μαθητών: Μέσα, Μέθοδοι, προ­βλή­ματα, προοπτικές. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.


  • Brown D. H. (2004). Language Assessment: Principles and Classroom Practices. New York: Pearson Education, Inc.
  • Hughes A (2003). Testing for Language Teachers. Cambridge: Cambridge University Press.