Significance test(ing)

*Έλεγχος σημαντικότητας.

Σημαντικότητα του τεστ. Verma & Mallick 2004:382-383.

Τα δεδομένα που συλλέγονται στο πλαίσιο έρευνας σπάνια συμφωνούν απόλυτα με τα αναμενόμενα. Στις περιπτώσεις απόκλισης, η διαφορά μεταξύ των τιμών μπορεί να αποδοθεί, είτε σε συστηματικό τυπικό σφάλμα μέτρησης, οπότε η διαφορά κρίνεται ως σημαντική (significant), είτε σε τυχαίο, οπότε και κρίνεται ως μη σημαντική (non-significant). Ο έλεγχος της σημαντικότητας των παρατηρούμενων διαφορών πραγματοποιείται με ειδικούς στατιστικούς ελέγχους, γνωστούς ως «τεστ σημαντικότητας» (significance tests).

Το αποτέλεσμα αυτών των τεστ είναι η αποδοχή ή η απόρριψη της «μηδενικής υπόθεσης» (null hypothesis [H0]). Η μηδενική υπόθεση είναι η υπόθεση της στατιστικά μη σημαντικής σχέσης. Η «εναλλακτική υπόθεση» (alternative hypothesis 1]) είναι το ακριβώς αντίθετο. Αν ένα τεστ σημαντικότητας δώσει μια τιμή (p) χαμηλότερη ή ίση από το επίπεδο σημαντικότητας α, η μηδενική υπόθεση απορρίπτεται. Δημοφιλή επίπεδα σημαντικότητας είναι το 10% (0,1), το 5% (0,05), 1% (0,01), 0,5% (0.005), και 0,1% (0.001). Μεταξύ των συνηθέστερα χρησιμοποιούμενων στις κοινωνικές επιστήμες στατιστικών τεστ σημαντικότητας (significance tests), είναι τα «t-test», «z-test», «analysis of variance» και «chi-square».

Βιβλιογραφία

  • Bernard R. (2006). Research Methods in Anthropology. Oxford: Altamira.

  • Verma G., Mallick K. (2004). Εκπαιδευτική έρευνα. Αθήνα: Γιώργος Δαρδανός - Τυπωθήτω.