Role play
Παιχνίδι ρόλου. Τσοπάνογλου 20102: 92-93.
Το παιχνίδι ρόλου, στο οποίο σε δημοσιεύματα στην ελληνική συχνά γίνεται αναφορά με τον αγγλικό όρο, είναι μία μορφή διδακτικής δραστηριότητας και δοκιμασίας στα γλωσσικά μαθήματα, κατά την οποία ο μαθητής/εξεταζόμενος καλείται να παίξει ένα ρόλο που δεν έχει στο εξωσχολικό και στο σχολικό περιβάλλον. Υλοποιώντας ή παίζοντας αυτό το ρόλο, ο μαθητής/εξεταζόμενος παράγει λόγο (προφορικό ή γραπτό) που δεν είναι απόλυτα προβλέψιμος. Συνεπώς, ως δοκιμασία, ανήκει στις ανοιχτές ερωτήσεις και ειδικότερα στην ευρύτερη κατηγορία των καθηκόντων.
Το παιχνίδι ρόλου συχνά συγχέεται με ένα συγγενικό του τύπο, την προσομοίωση. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι στο παιχνίδι ρόλου δίνεται στον εξεταζόμενο και διαφορετικός ρόλος και διαφορετική περίσταση από την πραγματικότητα, ενώ στην προσομοίωση η περίσταση επικοινωνίας δίνεται (και είναι διαφορετική από αυτή της τάξης ή του εξεταστικού κέντρου), όχι όμως και ο ρόλος, δηλαδή ο μαθητής/εξεταζόμενος διατηρεί τις ιδιότητες και τους ρόλους που έχει στην πραγματική ζωή. Για παράδειγμα, αν κατά την προφορική εξέταση επιπέδου Β2 σε ένα σύστημα πιστοποίησης της χρήσης της ιταλικής γλώσσας, ζητηθεί από ένα ζευγάρι εξεταζομένων να υποθέσουν ότι βρίσκονται σε εστιατόριο του Μιλάνου, ο ένας είναι πελάτης (επιχειρηματίας στη διάρκεια επαγγελματικού ταξιδιού) ενώ ο άλλος σερβιτόρος και τους δοθεί ένας κατάλογος (μενού) βάσει του οποίου θα γίνει η παραγγελία για μεσημεριανό γεύμα, τότε έχουμε την περίπτωση του παιχνιδιού ρόλου, αφού ο υποτιθέμενος σερβιτόρος μπορεί να είναι ένας έφηβος που δεν έχει εργαστεί ποτέ και ο υποτιθέμενος επιχειρηματίας μια υπάλληλος οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης.
Στις δοκιμασίες ευρείας κλίμακας είναι καλό να αποφεύγονται οι δοκιμασίες με μορφή παιχνιδιού ρόλου, επειδή συνεπάγονται ψυχική προσπάθεια και απαιτούν υποκριτικές ικανότητες.
Βιβλιογραφία
Τσοπάνογλου Α. (20102). Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτιση. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτη.